Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

«ΕΓΩ Η ΜΝΗΜΗ Η ΑΝΗΜΕΡΗ»

 

Και ήρθε με το  θάνατο του  ο Μ. Θεοδωράκης να θυμίσει την υπεροχή των κομμουνιστικών ιδανικών και να μην τολμά, άμεσα και ξεκάθαρα,  κανείς ούτε να αρθρώσει ένα ψιθυριστό αλλά. Από τον Θ. Πλεύρη μέχρι τον Ν. Μαστοράκη και από τον Κ. Μητσοτάκη μέχρι τον Κ. Βελόπουλο όλοι αναλώνονται σε ύμνους για τον μεγάλο καλλιτέχνη. Ο οποίος  προς το τέλος της ζωής του, μιας μακράς γεμάτης αγώνες, με τις αντιφάσεις του και  τις απρόσμενες  πολιτικές επιλογές του ιδιαίτερα στη δύση   της ζωής του, στην επιστολή στο γ.γ. του ΚΚΕ  «την ώρα των μεγάλων απολογισμών», που  «μένουν τα Μεγάλα Μεγέθη», βλέπει « τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομουνιστής». 
          Αυτές τις μέρες που οι ύμνοι για τη μουσική του ιδιοφυία δεν σταματούν παρά μόνο για κάποιες παύσεις, στις οποίες  δήθεν τυχαία γίνονται αναφορές για κείνα τα κομμάτια της ζωής του που ταιριάζουν με το επιδιωκόμενο κάθε φορά διαφορετικό αφήγημα, γίνεται φανερό  με ποιο τρόπο προσπαθούν από εκείνες τις προσωπικότητες που λάμπουν να φωτιστούν οι στρατιές των υποκριτών. Αυτών που δεν τολμούν να συγκρουστούν κατά μέτωπο και υποκλίνονται μπροστά σ’ αυτό που τους ξεπερνά,  μόνο και μόνο για να μπορέσουν να το προδώσουν πιο αποτελεσματικά. Κι όλα αυτά που λέγονται από τους πολιτικούς απογόνους όσων κυνήγησαν τον ίδιο και τη μουσική του για τους αγώνες του, είναι γιατί ακόμα  οι σκιές από τον μεγάλο αγώνα που σημάδεψε αυτόν τον τόπο, τη ματωμένη δεκαετία του ’40, πέφτουν βαριές στην πολιτική ζωή του τόπου. Ενώ  κάποιοι άλλοι, από τους δηλωμένους ασυμβίβαστους επαναστάτες, εν είδει αδέκαστων κριτών, αρθρώνουν περίπλοκη την αμφισβήτηση τους για το Θεοδωράκη, είτε με συγκαταβατικότητα για τη μουσική του είτε με θυμό για τις αντιφατικές πολιτικές του επιλογές.  Και μοιάζει, ακόμα κι έτσι, να θέλουν να γίνουν άρπαγες μιας δημοτικότητας ή επαναστατικότητας που δεν είναι δική τους.  
      Ο Θεοδωράκης όμως παραμένει αδιαπραγμάτευτα ο καλλιτέχνης που από μέσα του πέρασε η καταιγίδα της ματωμένης δεκαετίας του  ’40, που καθρεφτίζεται μέσα στο έργο του η ιερή αγωνία για τους λαϊκούς αγώνες. Και είναι  αυτά τα χρόνια που άφησαν το πύρινο ίχνος τους στα έργα  του που αγαπήσαμε, γιατί  ο Θεοδωράκης  συσχέτιζε  πάντα τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες με τους  λαϊκούς αγώνες. Κι είναι στο  θυελλώδες πλαίσιο της εποχής του, ματωμένη δεκαετία του ’40, δικτατορία,  που ανέπτυξε την επίγνωση της ευθύνης του ως καλλιτέχνη σε σχέση με τις αγωνίες και τους αγώνες  του λαού. Γι’ αυτό και  η μουσική του προκαλεί αντίλαλους που ούτε κι ο καλλιτέχνης δεν προέβλεπε.
          Ανεξάρτητα από τις πολιτικές επιλογές του Θεοδωράκη μετά τη μεταπολίτευση, είναι το μουσικό του έργο που τις ξεπερνά, και δεν έχει νόημα η αναζήτηση ταύτισης της βιογραφίας του δημιουργού με το έργο του, ιδιαίτερα τέτοιου μεγέθους.   Ο Θεοδωράκης φύλαξε με τη μουσική του σαν ιερή παρακαταθήκη το φως που φτάνει μέχρι τις μέρες μας από τους αγώνες εκείνης της δεκαετίας,  προστατεύοντάς το από τους εχθρικούς αέρηδες που πασχίζουν δεκαετίες να το σβήσουν. Ο Θεοδωράκης πια δεν έχει ιστορία, το έργο που έχει δημιουργήσει αυτή είναι η ιστορία.
          Και φαίνεται  μέσα στους ύμνους προς αυτόν,  όταν συνοδεύονται από υπονοούμενα  απαξιωτικά  ή από δηλώσεις αυθαίρετης ιδιοποίησης του έργου του, όλη η μολυσμένη ατμόσφαιρα αυτών που δεκαετίες τώρα έχουν χυμήξει στη σκέψη μας για να τη λεηλατήσουν, που μολύνουν την καρδιά μας,  οι δειλοί που μας κολακεύουν  και μας εφησυχάζουν, μετατρέποντας το καλό σε κακό. Για να ξεχάσουμε και να χαθούν στη λήθη οι αγώνες. Ν’ αναρωτιόμαστε τι μας συνδέει πια μ’ αυτούς που  σκοτώθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν αγωνιζόμενοι για μια ζωή στο ύψος του ανθρώπου.
           Γεννημένοι σε χαροκαμένα σπίτια, κάτω από τη σκιά της ήττας, θρεμμένοι από αποθαρρημένες σκέψεις πως το πνεύμα μας και η ζωή μας βρίσκεται  στη διάθεση ενός συστήματος που μπορεί να συντρίψει τα πάντα  ή αναθρεμμένοι με την ελπίδα μιας νικηφόρας  ανταπόδοσης, το πρώτο πράγμα που καταλαβαίνει κανείς είναι πως δεν υπάρχει  δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο, η δύναμη συντρίβει το δίκιο. Τέτοιες ανακαλύψεις ή πληγώνουν ή ανυψώνουν για όλη τη ζωή. Πολλοί λύγισαν, είδαν σαν μάταιο τον αγώνα και συμβιβάστηκαν για την επιβίωση. Κι άλλοι που συνέχισαν να αντιστέκονται τα χρόνια μετά τον εμφύλιο και  στη δικτατορία, που πέρασαν τη δοκιμασία της φωτιάς έμοιαζαν να μη φοβούνται.  Κι ίσως γι’ αυτό ακόμα επιβιώνει το Κομμουνιστικό Κόμμα.
         Πληρώνει όμως ακριβά κανείς το προνόμιο να μεγαλώνει κουβαλώντας όλο το μύθο της καταγωγής από μια πολύ παλιά ράτσα που τη σημαδεύουν καταστροφές, αγώνες και ήττες. Κουβαλάει ένα συντριπτικό φορτίο παρελθόντος, γεμάτο δοκιμασίες, καταπονημένη εμπειρία, απογοητεύσεις, διαψευσμένες ελπίδες. Κι έρχεται κάποια στιγμή που σε όλο το βάρος δεκαετιών πόνου μαζεύεται ένα στυφό κατακάθι αδράνειας και πλήξης, σαν ηρεμούν λίγο τα πράγματα έτσι που να  τροφοδοτεί η κυρίαρχη εξουσία   τις αυταπάτες μας για δικαίωση αγώνων,  όπως έγινε στη μεταπολίτευση. Και δεν είναι αυτή του είδους  η πλήξη που έχει συγκεκριμένες αιτίες, αλλά αυτή που δηλητηριάζει την ίδια την πηγή μιας ζωής δημιουργικής και αγωνιστικής. Οι επιθυμίες είναι πια μόνο για το εδώ και τώρα και τα ενδιαφέροντα μόνο για τη μικρή μοναδική ύπαρξή μας που ρίχνεται στην απόλαυση. Και όλες πια αυτές οι ιδέες που ωθούν σε μια ζωή ακίνδυνη, συμβιβασμένη με τα συμφέροντα των αφεντικών και υποχρεωμένη στη μεγαθυμία τους,  με απολαύσεις και αδιαφορία για τον άλλο, σε διάφορες μεταμφιέσεις, κυριαρχούν και κυλούν στις φλέβες μας δεκαετίες τώρα. Το πνεύμα μας, ναρκωμένο, βρίσκει βολική μια αδράνεια όπου οι αντιθέσεις της σκέψης συναντιούνται δίχως συγκρούσεις, ενωμένες ήσυχα-ήσυχα γελαστές, αμβλυμμένες, έχοντας καταντήσει ακίνδυνες. Και φοβόμαστε να πιστέψουμε στη δύναμή μας,  βολευόμαστε με μισές λύσεις και μισές σκέψεις. Για να γίνουν οι επαναστάτες του καιρού τους στην εποχή μας αστοί, οι ήρωες του καιρού  τους  στην εποχή μας άνθρωποι της μόδας. Και μια μεγάλη πλειοψηφία παραδομένη στην απάθεια και στον σκεπτικισμό.
           Αυτό το κλίμα εξηγεί την προσπάθεια να συσχετιστούν δυο θάνατοι που συμπέσανε χρονικά, του Θεοδωράκη και του τράπερ Mad Clip, για να μπει στο κάδρο η αμφισβήτηση για την απήχηση στους νέους της μουσικής του Θεοδωράκη, σ’ αντίθεση με αυτής του ράπερ. Και συγχρόνως έρχεται στο προσκήνιο ο κόσμος που αντανακλάται στο έργο του ράπερ, ίσως σε μια προσπάθεια να προωθηθεί απενοχοποιημένα το όνειρο για μια πολυτελή ζωή ως  η μόνη αξία.  Όμως  είναι μόνο το έργο του Θεοδωράκη που μπορεί να γεννήσει καινούργιες δυνάμεις. Το έργο του είναι ένας σπόρος που οι επόμενοι μπορούν να το κάνουν ό,τι θέλουν,  να τραφούν ή όχι απ’ αυτό.
         Η μουσική του  Μ. Θεοδωράκη, με τη συνδρομή και των μεγάλων ποιητών, παίρνει τη μορφή συμβολικών προτάσεων, μέσω μιας αφύπνισης της μνήμης, απαραίτητης για την ανασυγκρότηση της συλλογικής μνήμης. Βέβαια, για να υπάρξει ανάγκη ανασυγκρότησης της συλλογικής μνήμης και επαναπροσδιορισμού της, πρέπει πρώτα να νιώσουμε ότι μας διαφεύγει, ότι τροποποιείται ή ακόμη και εξαφανίζεται. Η  συστηματοποίηση του ελέγχου της μνήμης είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα ελέγχου ενός πληθυσμού. Γιατί η συλλογική μνήμη φαίνεται άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατασκευή της ταυτότητας, εφόσον η  αναγνώριση ενός κοινού παρελθόντος την επηρεάζει. Το έργο του λοιπόν,  καθώς συσχετίζει τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες με τους λαϊκούς αγώνες,  παραμένει το όχημα για την ανασυγκρότηση της συλλογικής μας μνήμης,  που μας συνδέει με το αγωνιστικό παρελθόν και η κυρίαρχη εξουσία προσπάθησε να διαλύσει στη μεν δικτατορία με την απαγόρευση, στα χρόνια μας με την παραμόρφωση. Η μουσική του όμως συνεχίζει να μας υπενθυμίζει τις δυνάμεις μας και τις αδυναμίες μας και μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε έναν άλλο κόσμο, σαν μέρος ενός συνόλου που αγωνίζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: