Τα ΕΠΑΛ στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης δυο μέρες τώρα βρίσκονται
στην επικαιρότητα με τα βίαια επεισόδια όπου πρωτοστάτησαν κουκουλοφόροι οι
οποίοι βγήκαν από το σχολείο και επιτέθηκαν με μαχαίρια και καδρόνια στους φοιτητές που πραγματοποιούσαν εκείνη την
ώρα αντιφασιστική συγκέντρωση. Το Μέτωπο Νεολαίας Χρυσής Αυγής εξέδωσε
ανακοίνωση συγχαίροντας τους για τη δυναμική αντίδρασή τους. Σε ανακοίνωσή του
το ΚΚΕ καταγγέλλει την «εγκληματική επίθεση χρυσαυγίτικων, εθνικιστικών και
ναζιστικών ομάδων με ξύλα, λοστάρια, πέτρες, ακόμα και βόμβες μολότοφ, μέσα από το ΕΠΑΛ
Σταυρούπολης, ενάντια σε γονείς, μαθητές και φοιτητές» χαρακτηρίζοντας «απαράδεκτη» τη στάση της αστυνομία και
καταλογίζοντας ευθύνες στη Διεύθυνση του
σχολείου και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για την ανοχή τους στη μετατροπή του
σχολείου σε ορμητήριο φασιστών.
Ο
φασισμός λοιπόν δεν διαλύθηκε με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής και μοιάζει οι
ρίζες του να είναι διάχυτες ακόμα κι αν δεν γίνονται αντιληπτές. Κι αν ο θυμός
και η οργή ενάντια στο πολιτικό σύστημα που θεωρήθηκε υπεύθυνο για την σκληρή
λιτότητα και ύφεση μπορεί να εξηγήσει την εκλογική άνοδο του φασιστικού
μορφώματος, όμως δεν αρκεί να εξηγήσει την επιλογή πολλών νέων να υποστηρίξουν
μια φασιστική πολιτική ατζέντα και πρακτική. Μάλλον στηρίζεται σε ευρύτερες
ιδεολογικές και πολιτικές συγγένειες που οικοδομήθηκαν τις προηγούμενες δυο ή
τρεις δεκαετίες στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος.
Δεν είναι
υπερβολή πως όταν ο, κατά ΠΑΣΟΚ, σοσιαλισμός νικούσε το μακρινό 1981 στην πραγματικότητα
ξεκινούσε το ξερίζωμα από τη συνείδηση της εργατικής τάξης της ιδέας του
ταξικού αγώνα με το δικό της κόμμα το κομμουνιστικό, που και κείνο παράδερνε με
τις περεστρόικες, και η εμφύτευση της πίστης
στην αιωνιότητα του καπιταλισμού που μπορεί να αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο,
μετατρέποντας τον εργαζόμενο από αγωνιστή και πάλι σε υπηρέτη του κεφαλαίου,
έστω και με καλύτερες συνθήκες. Δεν ήταν δύσκολο οι ίδιες οι εργατικές μάζες να
δελεαστούν από τους μεγάλους αφέντες της βιομηχανίας και της καπιταλιστικής καταπίεσης με την αναβάθμισή τους σε μικροαστούς
που μιμούνται την αστική ζωή. Κι όταν
μετά διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση και δειλά στην αρχή η κριτική στη σοσιαλιστική επανάσταση μετατράπηκε
λίγα χρόνια μετά σε ξεκάθαρο αντικομμουνισμό
που κατέληξε σε εξίσωση του κομμουνισμού με το ναζισμό, η κρυφή, από τα
παρασκήνια, υποστήριξη φασιστικών πρακτικών οδήγησε κάποιους ταπεινωμένους από τα λαϊκά στρώματα στο φασισμό.
Και όσο οι
εργατικές μάζες, βιώνοντας άμεσα τις ολέθριες συνέπειες της καπιταλιστικής
επίθεσης, με το κομμουνιστικό κόμμα να έχει βρει το βηματισμό του και να τις οργανώνει,
αντιδρούν και κινητοποιούνται, τόσο, για να μείνει η απειλή τους ανοργάνωτη και
λιγότερη απειλητική, πλήθος διαλυτικά στοιχεία, που οι εχθροί τους ξέρουν μ’ αυτά
να κάνουν το παιχνίδι τους, καταγίνονται στο να εξουδετερώνουν τις ενέργειές τους.
Ανάμεσα σ’ αυτά είναι η θανάσιμη εχθρότητα των κομμάτων ή συλλογικοτήτων, όπως ο
ΣΥΡΙΖΑ ή τμήματα του λεγόμενου αναρχικού χώρου, που, ενώ υποστηρίζουν πως διακηρύχνουν τις ίδιες αρχές με το κομμουνιστικό
κόμμα, αντιτάσσουν τις υποψίες τους για τους
στόχους των κινητοποιήσεων υποβαθμίζοντάς τες ή τις διαφωνίες τους για την
τακτική σαμποτάροντας την. Κι είναι κι αυτός ένας τρόπος, με την αποδιοργάνωση
και τη διάσπαση στις τάξεις της εργατικής τάξης, ν’ ανοίγει ο δρόμος για το
φασισμό.
Ο φασισμός αποκτά
δύναμη όταν εκτρέπεται η εργατική τάξη από την ταξική πάλη, όταν διεισδύει στις
τάξεις της νεολαίας εκμεταλλευόμενος την έντονη ανάγκη των νέων για μαχητική
δραστηριότητα. Οι νέοι αισθανόμενοι όλο το βάρος της οικονομικής κρίσης, της ανεργίας
και την αποσύνθεση της αστικής δημοκρατίας, όταν δεν βλέπουν καμιά προοπτική
για το μέλλον γίνονται ιδιαίτερα δεκτικοί στη φασιστική δημαγωγία. Γι’ αυτό και τα φεστιβάλ της ΚΝΕ, η ίδια η
ύπαρξη της Κομμουνιστικής Νεολαίας μπορούν να γίνουν καθοριστικά για την πολιτική διαπαιδαγώγηση των νέων και την
αγωνιστική τους δράση. Γιατί είναι το κομμουνιστικό κόμμα που όταν είναι ισχυρό
αναζωπυρώνει τη δύναμη των μαζών και τις οδηγεί σ’ έναν αποφασιστικό αγώνα
ενάντια στο φασισμό.
Είναι βέβαια γεγονός ότι ο
φασισμός παντού και πάντα χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί τους
αστικοδημοκρατικούς θεσμούς, για να δυναμώσει
και για την άνοδό του στην εξουσία. Και σε αρκετές περιπτώσεις ένα
πραγματικά φασιστικό καθεστώς μπορεί να καλύπτεται πίσω από το κοινοβούλιο και τους
άλλους αστικοδημοκρατικούς θεσμούς, έχοντας αφαιρέσει όμως απ' αυτούς κάθε
δημοκρατικό περιεχόμενο. Το μεγάλο κεφάλαιο βέβαια, καταλήγει να αντικαθιστά τη
μια κρατική μορφή κυριαρχίας της αστικής τάξης με μια άλλη μορφή, την ανοιχτή
τρομοκρατία, όταν η αστική δημοκρατική μορφή εξουσίας πάψει να ανταποκρίνεται
στα συμφέροντά του. Κι αυτό δεν γίνεται αυτόματα, προετοιμάζεται με την αυθαιρεσία,
την ασυδοσία και καταπάτηση των κανόνων της αστικής δημοκρατίας. Και η
κυβέρνηση Μητσοτάκη με τις ενέργειές της φαίνεται πως συμμετέχει σ’ αυτήν την προετοιμασία
που δίνει ζωτικό χώρο σε φασίστες για να επανακάμψουν, όπως ο Η. Κασιδιάρης.
Η παγκόσμια
οικονομία χρόνια τώρα βρίσκεται σε διαρκή κρίση και αναστάτωση, που η επιδημία
επιδεινώνει, βουνά από πλούτη συσσωρεύονται από ελάχιστους καπιταλιστές απάνω
από εξαθλιωμένους ανθρώπους με άθλιες εργασιακές συνθήκες ή χωρίς δουλειά. Οι
πόλεμοι επεκτείνονται σε Αφρική και Ασία και προετοιμάζονται κι άλλοι. Νέες
συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας ανακοινώνονται, όπως η AUKUS, με στοχοποίηση της Κίνας. Και η
Ελλάδα θριαμβολογεί για την προμήθεια γαλλικών φρεγατών που θα συμβάλλουν στην
προστασία της ελληνικής κυριαρχίας, συνεισφέροντας
στην πραγματικότητα στη μείωση της ζημιάς στης Γαλλίας από την ακύρωση της συμφωνίας για γαλλικά υποβρύχια από την Αυστραλία,
παρά τις εθνικιστικές κορώνες. Και μέσα σε όλα αυτά παντού οι φασιστικές συμπεριφορές
χρησιμοποιούνται υπούλως κα υπογείως ή
κρατιούνται για εφεδρεία, σαν προστασία της αδικίας. Κι αυτή η κατάσταση δεν εξαρτάται μόνο από μερικά άτομα ή μερικές ομάδες που είναι
σχετικά εύκολα να εξουδετερωθούν. Είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με ολόκληρο το καπιταλιστικό
σύστημα αυτής της εκμαυλισμένης αστικής
τάξης, που πάνω του κολλάνε όχι μονάχα τα εγκλήματα του παρόντος μα και τα
εγκλήματα του αύριο, που μεταξύ τους προστατεύονται αμοιβαία.