Κι ενώ, λόγω της εξάπλωσης της επιδημίας του κορωνοϊού, η
πλειοψηφία των κυβερνήσεων, και η δική μας, επιβάλλουν καραντίνα κατά περίσταση και περιορίζουν τον
συγχρωτισμό με κλείσιμο των καταστημάτων, στην εκκλησία της Ελλάδας επιτρεπόταν
από την πολιτική μας ηγεσία να εξαιρείται και να ακολουθεί τους δικούς της
κανόνες, σε ένα παράλληλο σύμπαν που θέλει να πείσει πως οι πιστοί της δεν
απειλούνται από τους ίδιους κινδύνους.
Τελικά φαίνεται πως η διογκούμενη κατακραυγή για την περιφρόνηση της
επιστημονικής γνώσης, σε συνδυασμό με το φόβο για τις συνέπειες της μοιάζει
περισσότερο να πίεσαν την εκκλησία από
τις διακριτικές συστάσεις της
πολιτικής μας ηγεσίας προς αυτήν, όπως
«πως ό,τι ισχύει για τις δημόσιες συνανθροίσεις ισχύει για την εκκλησία» του Κ.
Μητσοτάκη, ενδεικτικές για τις σχέσεις εξάρτησης της με την εκκλησιαστική
εξουσία. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος λοιπόν αποφάσισε αναστολή των
λατρευτικών συνάξεων εκτός της λιτής τέλεσης της θείας λειτουργίας και σύστησε
στους πιστούς της να ακολουθούν τις οδηγίες των επιστημόνων, αποδεχόμενη στην
ουσία πως κανένας δεν μπορεί δίχως κίνδυνο να περιφρονήσει τα δικαιώματα
της επιστήμης και της λογικής. Κι έτσι
τελικά με την απόφασή της αναγκάστηκε σιωπηλά να παραδεχτεί πως οι θεωρίες μας για τη γνώση
καθιστούν άχρηστη κάθε αποκάλυψη. Ενώ η απόφαση του πρωθυπουργού για αναστολή
των λειτουργιών σε «όλους τους χώρους θρησκευτικής λατρείας κάθε δόγματος και
θρησκείας», και όχι κλείσιμό τους, σε μια εξισορρόπηση ρόλων ισχύος και
διαχείρισης της κοινής γνώμης, βοήθησε την εκκλησία να βγει από τη δύσκολη θέση
να αμφισβητήσει τις ίδιες τις βάσεις της ύπαρξής της, σύμφωνα με τη λογική της.
Και οι πιστοί, οι οποίο εκκλησιάζονται
και κοινωνούν αμφισβητώντας οδηγίες ειδικών με το φανατισμό μιας πίστης που
πάντα το εξωλογικό της στοιχείο την δικαιώνει, μη συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτούς
όσους η πίστη τους είναι ένα ακόμα προσόν στο βιογραφικό, απομένουν μόνοι χωρίς
την απατηλή αυταπάτη της στήριξης ενάντια στην πραγματική οδύνη. Και για μια
ακόμα φορά με τη συμπεριφορά τους δικαιώνουν τη μαρξιστική ρήση «Η θρησκεία είναι ο
στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, η ψυχή
άψυχων συνθηκών»
Στη
σιγουριά των πιστών πως δεν κινδυνεύει η υγεία τους με το τελετουργικό της
μετάληψης συμπυκνώνονται όλες οι
αυταπάτες των ανθρώπων που απογοητευμένοι, φοβισμένοι ή και δειλοί ζητούν τη λύτρωση και την
παρηγοριά σε εξωλογικά στοιχεία. Στην έπαρση όμως και την επιθετικότητα των
ιερέων και αρχιερέων που λιγότερο ή περισσότερο απλοϊκά υποστήριζαν μέχρι προ
ολίγου τη συγκέντρωση των πιστών στις εκκλησίες και πολύ περισσότερο τη μετάληψη της θείας κοινωνίας, κατά το
εκκλησιαστικό τελετουργικό, εκφράζονται έστω και σε μορφή καρικατούρας, αυτές
οι τρεις δυνάμεις, το θαύμα, το μυστήριο
και η εξουσία «που μπορεί κανείς μ’ αυτές
να κατανικήσει και να αιχμαλωτίσει για πάντα τη συνείδηση αυτών των
αδύνατων ταραχοποιών, για τη δική τους ευτυχία». Είναι η ιστορία του Μεγάλου Ιεροξεταστή στο
μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Οι αδελφοί Καραμαζώφ» που βοηθά να κατανοηθεί,
πέρα από τις προφανείς κατηγορίες προς την εκκλησία για σκοταδισμό και οπισθοδρόμηση,
η απροθυμία της εκκλησίας να αποδεχτεί τις επιταγές της επιστήμης.
Η εκκλησία θέλει να παρουσιάζεται
ταυτόσημη μ’ εκείνη τη λογική που δεν παραδέχεται καμιά εξουσία εξόν τη δική της και που απαιτεί να
την λατρεύουν. Κι αν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, όμως φοβάται πιο πολύ απ’ όλα
την ελευθερία του. Το θαύμα, το μυστήριο και η εξουσία εμποδίζουν τους
ανθρώπους να είναι ελεύθεροι. Ζητούν τον άρτο όχι μόνο σαν τροφή, αλλά σαν
θαύμα, γυρεύουν το μυστήριο και την αίσθηση του υπερφυσικού κι αναζητούν
κάποιον να τον προσκυνούν. Γι’ αυτό, όπως ισχυρίζεται ο Μέγας Ιεροεξεταστής,
για να ζήσει ευτυχισμένα η ανθρωπότητα πρέπει να πάρουν την ευθύνη του άρτου
στα χέρια τους οι εκλεκτοί, την περιουσία και τον πλούτο και να τα ξαναδίνουν
στον κόσμο σαν να ήταν δώρο. «Δεν αγαπούσαμε λοιπόν την ανθρωπότητα εμείς όταν
εγνωρίσαμε την απογοήτευση της αδυναμίας της, της αλαφρώσαμε με αγάπη το ζυγό
της και στην αδύναμη φύση της
εσυγχωρήσαμε ακόμη τα αμαρτήματα, φθάνει μόνον να γίνωνται με τη συγκατάθεσή
μας;»
Ο μονόλογος ενώπιον ενός αμίλητου
θεού του Μεγάλου Ιεροξεταστή, ο οποίος
αντιμετωπίζει το πλήθος των ανθρώπων σαν τρομαγμένους, ανίκανους να μοιράσουν
το ψωμί που έχουν στη διάθεσή τους και παραδέχεται την εξαπάτηση των
εκατομμυρίων αδύναμων υπάρξεων που του παραχώρησαν την ελευθερία τους, εκφράζει
τη λογική της εκκλησίας. Πώς λοιπόν μπορεί να δείξει η εκκλησία αδυναμία, να
υποταχτεί σε άλλη εξουσία όταν ακριβώς
είναι η αναμφισβήτητη αξία της και δύναμη που προκαλεί το σεβασμό σε χιλιάδες
πιστούς της τόσους αιώνες για να
υποκύψουν μπροστά της;
Η εκκλησία υπερασπίζεται με δόγματα
και τελετουργίες το προνόμιό της να ελέγχει τη ζωή των πιστών της, όπως η
κοσμική εξουσία της κυρίαρχης τάξης με νόμους και καταστολή επιβάλλει τις αποφάσεις
της. Και το πλήθος θεωρείται αυτονόητο να υπακούει και να αποδέχεται. «Γιατί
ποιος θα κυριαρχούσε απάνω από τους ανθρώπους, αν μη εκείνοι που κυριαρχούν στη
συνείδησή τους και κρατούν στο χέρι τα ψωμιά τους»
Κι αν ο ισχυρισμός πως ο άνθρωπος
πια στις μέρες μας είναι κύριος του υπερφυσικού, γεύεται την αίσθηση του
θαύματος με την επιστήμη και τις μηχανές και το μυστήριο με την ιατρική και τη
βιολογία όλο και περιορίζεται, η εξουσία όμως, είτε εκκλησιαστική είτε κοσμική
συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν αδύναμους και ανίκανους. Όπως λοιπόν
η θρησκεία και, ανάλογα των συνθηκών, η μορφή της γεννιέται από τον ίδιο τον άνθρωπο που η
ανέχεια αυτού του κόσμου τον κάνει να δραπετεύει σ’ έναν υπερφυσικό κόσμο που οι επιθυμίες ικανοποιούνται, έτσι
και ο τρόπος διακυβέρνησης είναι
ιστορικό προϊόν, εξαρτάται από τον τρόπο
οργάνωσης της παραγωγής.
Κι είναι ο Μαρξ που δίνει τη φωνή και τα μέσα σ’ αυτόν
τον, σύμφωνα με την εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία, αδύναμο κι ανίκανο άνθρωπο να διαχειριστεί την
ελευθερία του όχι απλώς για να ερμηνεύσει τον κόσμο αλλά με τον αγώνα του
να τον αλλάξει αλλάζοντας και ο ίδιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου