Ο μισός και παραπάνω αιώνας που
μας χωρίζει από την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών δεν φαίνεται να
ήταν αρκετός για μια οπτική στις αιτίες της, που δεν θα περιορίζεται να την
αντιμετωπίζει μόνο ως μελέτη περίπτωσης επέμβασης ξένου παράγοντα, των ΗΠΑ στην
προκειμένη περίπτωση, αλλά και ως συνέπεια μακροπρόθεσμων οικονομικών και
κυρίως ταξικών εξελίξεων.
Η
δικτατορία των συνταγματαρχών επιβλήθηκε κάτι λιγότερο από 20 έτη μετά την
στρατιωτική ήττα του λαϊκού κινήματος. Μετά την νίκη της η άρχουσα τάξη επέβαλε
ένα ομοίωμα κοινοβουλευτικού καθεστώτος που αν εξασφάλιζε το δικαίωμα ψήφου,
όμως πέρα από τον συστηματικό ταξικό αποκλεισμό, με ένα σύνολο νόμιμων και
παράνομων μηχανισμών καταστολής που θεσμοθέτησε, απέκλεισε, εκτός από το
Κομμουνιστικό Κόμμα που ήταν εκτός νόμου, μεγάλο τμήμα των λαϊκών δυνάμεων από
την πολιτική δραστηριότητα. Κι αν η
αστική τάξη είχε επιβάλλει την κυριαρχία της και δεν υπήρχε καμιά πραγματική
απειλή ανατροπής της ούτε και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όμως συνέχιζε να είναι
υπαρκτή, αν και τις περισσότερες φορές
παθητική, η γιγαντιαία πίεση από τον ηττημένο και βασανισμένο λαό. Γι’
αυτό, αν περνούσε κάποια κρίση η άρχουσα
τάξη αυτή μάλλον είχε να κάνει με την πολιτική, για τον τρόπο ελέγχου των μαζών
που υφίσταντο τις συνέπειες της καπιταλιστικής πορείας. Η επιλογή που
εμφανιζόταν ήταν είτε η ενσωμάτωση τους μέσω της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
είτε με τον έλεγχο τους άμεσα από τον στρατό. Κι αν μοιάζει η δικτατορία των
συνταγματαρχών σαν αποτέλεσμα συγκρούσεων μεταξύ των πολιτικών εκπροσώπων της
άρχουσας τάξης για το είδος του καθεστώτος που απαιτείται για την πραγματοποίηση
της πολιτικής της, αυτό δε σημαίνει πως οι επιπτώσεις της δεν ήταν ολέθριες για
τις λαϊκές μάζες.
Μετά
τον εμφύλιο, στην πραγματικότητα επιβλήθηκε δικτατορία με κοινοβουλευτικό
μανδύα, όπου η διόγκωση των κατασταλτικών μηχανισμών, η βίαιη αστυνόμευση της
ιδιωτικής ζωής, η βάναυση επέμβαση για την απαγόρευση και καταστολή
των εργατικών αγώνων είναι όχι παθογόνα στοιχεία του συνολικού κρατικού
συστήματος, αλλά αποτελούν δομικά
χαρακτηριστικά του καθεστώτος. Το έργο μάλιστα της εγγύησης αυτού του καθεστώτος είχε αναλάβει ο ίδιος ο
στρατός. Κι αν θεωρούνταν πως την πολιτική εξουσία είχε το κοινοβούλιο, και
επικεφαλής μάλιστα του κράτους υπήρχε μια …υπερκομματική μοναρχία, στην
πραγματικότητα όμως ήταν ο στρατός, που
επιδίωκε να ελέγχει πάντα η μοναρχία, που διαδραμάτιζε τον κεντρικό ρόλο στη
διατήρηση όλης της κατασταλτικής κατασκευής του κράτους, με πυρήνα πάντα ομάδες
αντικομμουνιστών στο στράτευμα. Οι αντιπαλότητες ανάμεσα στη μορφή της αστικής τάξης που προέκυψε από
την ταξική ένοπλη σύγκρουση και των αλλαγών που έπρεπε να υποστεί ο ελληνικός
καπιταλισμός, ώστε να μπορέσει να εκσυγχρονιστεί και να παραμείνει
ανταγωνιστικός, μοιάζει να κορυφώνονται και να λύνονται με την επιβολή και την
πτώση της δικτατορίας αντίστοιχα. Δεν
ήταν λοιπόν ξένο σώμα η δικτατορία των συνταγματαρχών στην πολιτική ζωή της
χώρας, αλλά η κατάληξη του μετεμφυλιακού κράτους που οργανώθηκε έτσι για να ολοκληρωθεί
η συρρίκνωση έως εξαφανίσεως ενός κομμουνιστικά προσανατολισμένου λαϊκού
κινήματος και να συμφωνηθεί συνολικά από την αστική τάξη η γενική στρατηγική
για τον καπιταλισμό, που ποτέ κανένα τμήμα της σοβαρά δεν αμφισβήτησε. Κι
ύστερα μπορούσε να έρθει ο εκσυγχρονισμός.
Και
κάπως έτσι δικαιολογείται γιατί στα
χρόνια που ακολούθησαν, μέσα από απλοποιήσεις και γενικεύσεις, στις καθιερωμένες αφηγήσεις σχετικά με τη
χούντα, τα επτά χρόνια της θεωρούνται περισσότερο ως ιστορικό …ατύχημα ή μια παρέκκλιση κατά την οποία η
ανάπτυξη της χώρας πάγωσε. Κι αυτή η οπτική, να θεωρείται ξένο σώμα ακόμα και
της αστικής τάξης η δικτατορία,
ενισχύεται από την επιμονή για
σχολιασμούς σχετικά μ’ αυτήν που βλέπουν τα πάντα υποκειμενικά και τεκμηριώνουν
οτιδήποτε, αντλώντας από καθαρά προσωπικές εμπειρίες, με την τάση μάλιστα να
τις ανάγουν σε κανόνες γενικής εφαρμογής. Επιπλέον η ταύτιση μεταπολιτευτικά
της δημοκρατικής ομαλότητας με την αστική δημοκρατία, παίρνοντας διαταξική διάσταση
πρόσφερε και κύρος σε μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης που αντιστάθηκε στη
χούντα, νομιμοποιώντας την εξουσία της, αφού ακριβώς ο εκπεσμός των αστικών
αξιών επισημάνθηκε από τους ίδιους εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης.
Θεωρώντας
πως η επτάχρονη δικτατορία ανήκει σε μια κατηγορία καθεστώτων με ιδιάζοντα
χαρακτηριστικά, το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται στο γεγονός της καπιταλιστικής της
βάσης αλλά επικεντρώνεται στις αυθαιρεσίες και αντισυνταγματικότητα του
χουντικού καθεστώτος εξαιτίας της δραστηριότητας επίορκων αξιωματικών κι ελάχιστα στη σύνδεση του φασισμού με τα
ντόπια και διεθνή καπιταλιστικά συμφέροντα.
Τελικά, για τη
δικτατορία των συνταγματαρχών, πόσο οι
αναφορές μας σ’ εκείνα τα χρόνια συμβάλλουν στην ουσιαστική γνώση των αιτιών
και της φύσης της δικτατορίας; Είναι η αναγκαιότητα αποδοχής της αστικής
δημοκρατίας που μας κάνει να
παραβλέπουμε το φασισμό που εκείνη η επταετία διαπότισε τον πολιτικό βίο της
χώρας; Σε ποια νομιμότητα αναφερόμαστε όταν αγνοούμε την κυρίαρχη εξουσία που
με τον κρατικό της μηχανισμό είναι σε θέση να αναπαράγει με διάφορες μορφές τις
οποιεσδήποτε επταετίες αν ξαναχρειαστεί;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου