Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ, ΜΙΣΘΩΤΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ


Κατά την ειδησεογραφία, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών στηρίζουν τη Συμφωνία των Πρεσπών με υπογραφές σε κείμενα, όπου η συμφωνία θεωρείται πως αντιτίθεται στο σκοταδισμό και εθνικισμό και χαρακτηρίζεται ως παρήγορο γεγονός για την άνοδο της ακροδεξιάς και του εθνικισμού.
        Δεν είναι το πρώτο κείμενο υποστήριξης κυβερνητικών επιλογών από ομάδες ανθρώπων που θα χαρακτηρίζαμε διανοούμενους. Σ’ αυτή την οκταετία της καπιταλιστικής επίθεσης, κατά διαστήματα  εμφανίζονταν υπογραφές ακαδημαϊκών, ανθρώπων της τέχνης, σε κείμενα που σε γενικές γραμμές ήθελαν να μοιάζουν υπερταξικά και απολίτικα κατευθύνοντας προς επιδοκιμασία της κυρίαρχης πολιτικής.
        Στην αρχή της κρίσης, το 2011, κυκλοφόρησε διακήρυξη με τον τίτλο «Τολμήστε»  μιας ομάδας διανοουμένων που προτρέποντας σε ομοψυχία και τονίζοντας την ανάγκη για ηγεσία  ευθύνης και εθνικής ανασυγκρότησης εμμέσως επικροτούσαν την πολιτική των μνημονίων. Πριν τέσσερα χρόνια 300 διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί από όλον τον κόσμο υπέγραψαν κείμενο υποστήριξης στον ελληνικό λαό και το ΣΥΡΙΖΑ. Το 2017, 370 διανοούμενοι υπέγραψαν σε κείμενο υποστήριξης του ΔΟΛ, για συνέχιση της έκδοσης των εφημερίδων του και περιοδικών, με ρύθμιση των χρεών του. 
        Αν έχουν κάποια σημασία αυτές οι διακηρύξεις κι ανακοινώσεις είναι γιατί οι διανοούμενοι θεωρούνται ειδικοί στην παραγωγή και διάδοση των ιδεών. Αποτελούν ένα αισθητήριο της σύγχρονης κοινωνίας, ένα σημείο σύγκλισης όπου εμφανίζονται οι ιδεολογίες για να λάβουν συστηματική μορφή και στη συνέχεια να διαχυθούν μέσω του πολιτικού σώματος. Η διανόηση σ’ ένα βαθμό γίνεται ο μικρόκοσμος της καπιταλιστικής κοινωνίας, αντανακλώντας, και συχνά με διαστρεβλωμένο τρόπο, τις πραγματικές συγκρούσεις του κόσμου γύρω τους.
        Ουσιαστικά, οι διανοούμενοι, όπως τους γνωρίζουμε, είναι δημιούργημα της καπιταλιστικής κοινωνίας, στην οποία οι καινοτομίες –από έντυπα βιβλία και φτηνές εφημερίδες μέχρι τα σύγχρονα ηλεκτρονικά- πολλαπλασιάζουν τα μέσα για κυκλοφορία των ιδεών και για  δημόσιες συζητήσεις, που φτάνουν πια στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. Από κοινωνική άποψη, οι διανοούμενοι απολαμβάνουν ένα ορισμένο κύρος στην αστική κοινωνία, αν και  οικονομικά μπορεί να  υπόκεινται στις ίδιες αντιξοότητες με τις μεσαίες τάξεις. Οι διανοούμενοι που απολαμβάνουν την υψηλότερη εκτίμηση και επιρροή μεταξύ των κυβερνώντων της κοινωνίας είναι πιο συχνά αυτοί που τους εξυπηρετούν με πιο έντονο τρόπο από εκείνους των οποίων οι πνευματικές ικανότητες και επιτεύγματα μπορεί να είναι και μεγαλύτερα. Κι είναι σ’ αυτούς που  πηγαίνουν οι προεδρίες, οι καθηγητικές έδρες και τα ερευνητικά ιδρύματα.
        Οι διανοούμενοι είναι εξαιρετικά ετερογενείς στην κοινωνική τους σύνθεση, που μπορεί να έχουν διαφορετικές κοινωνικές καταβολές, φιλοδοξίες και δεσμεύσεις. Βασικά δεν αποτελούν μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη, αν και  κάθε τάξη έχει τους δικούς της διανοούμενους. Οι διανοούμενοι της κυρίαρχης τάξης συμβάλλουν στην  κυριαρχία της,  γιατί εξασφαλίζουν τη συναίνεση μέσω της πειθούς και διαπαιδαγώγησης. Ανήκουν στα κοινωνικά στρώματα που τουλάχιστον στο παρελθόν εξασφάλιζαν μια  σταθερή θέση στην κοινωνική ιεραρχία και μακροχρόνιες σχέσεις με άλλες ομάδες και τάξεις.
         Κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου η διανόηση, κυρίως ανθρωπιστές, περιελάμβανε ένα σχετικά μικρό τμήμα της κοινωνίας που απολάμβανε την σημαντική  ανεξαρτησία της παραγωγής. Σ’ αυτήν την εποχή της στερέωσης της αστικής τάξης, που ως νέα προοδευτική κοινωνική τάξη εξοβέλιζε τους προηγούμενους ευγενείς, ο διανοούμενος  της αστικής τάξης προσδιοριζόταν από την παρέμβασή του στο πεδίο της πολιτικής. 
      Επειδή μάλιστα η πνευματική παραγωγή  δεν συμμετείχε άμεσα στη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας, ο χαρακτήρας της εργασίας του έμοιαζε αντιπαραγωγικός. Με το να παραμείνει ο διανοούμενος μακριά από την βιομηχανικά οργανωμένη παραγωγή και ταυτόχρονα να είναι ο ίδιος κύριος των «εργατικών εργαλείων» του, δεν αποξενώθηκε από την ατομική παραγωγή του που αποτέλεσε το βασικό περιεχόμενο της κοινωνικά χρήσιμης δραστηριότητάς του. Αυτή η αυτογνωσία του πνευματικού ανθρώπου ως ελεύθερου δημιουργού, χρήσιμου κοινωνικά, τον ανυψώνει στα μάτια του, αναθέτοντας για τον εαυτό του μια ανώτερη κοινωνική θέση, θεωρώντας πως είναι  αποκαθαρμένος από υλικά κίνητρα και ταξικά συμφέροντα που επηρεάζουν τους συμπολίτες του. Αυτές οι ρομαντικές αντιλήψεις των αστών διανοουμένων του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου τους τροφοδοτούσαν με το απατηλό συναίσθημα της δύναμης και ανεξαρτησίας, τους έδινε την αίσθηση της υπεροχής, την ελιτίστικη διάθεση που άλλοτε τους πετούσε στα οδοφράγματα στο όνομα της αλήθειας, ενώ πιο συχνά τους κρατούσε μακριά από τους πραγματικούς ανθρώπους.
         Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει.  Η ανεπάρκεια των αμιγώς οικονομικών μοχλών που ωθούν την εργατική μάζα να υποστηρίξει τις υφιστάμενες σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής και η ανάγκη να ασκηθεί μια άμεση, «επιστημονικά» οργανωμένη επιρροή στη συνείδηση αυτής της μάζας, ( με διαφημίσεις, ταινίες, τηλεόραση, Τύπο, «μαζική» λογοτεχνία, κοινωνιολογικές έρευνες κ.ο.κ.) έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση μιας βιομηχανίας πολιτισμού οργανωμένης στο πρότυπο της βιομηχανικής παραγωγής, που  εξυπηρετείται από άτομα τα οποία παραδοσιακά ανήκαν στην κατηγορία των διανοουμένων.
       Κι έτσι δημιουργήθηκε μια αύξηση του άλλοτε μικρού τμήματος των διανοουμένων που μετατράπηκαν  σε μια σταθερά αναπτυγμένη κοινωνική ομάδα, ενώ συγχρόνως τροποποιήθηκε ο  χαρακτήρας της πνευματικής εργασίας και η  κοινωνική κατάσταση των διανοουμένων. Ο διανοούμενος από  μέλος μιας  ελίτ, μιας κλειστής ομάδας από  «ελεύθερους επαγγελματίες», έχει γίνει ένας υπάλληλος μιας μεγάλης καπιταλιστικής εταιρείας, ένας μισθωτός εργάτης που εργάζεται συχνά μόνο κατά παραγγελία και συχνά εις βάρος της κλίσης του
        Αφού έπαψε λοιπόν να είναι ένας μοναχικός τεχνίτης και έχει στερηθεί των εργαλείων της εργασίας του, ο διανοούμενος  έχει χάσει την προηγούμενη έστω και περιορισμένη, δύναμη πάνω στον εαυτό του, το δικαίωμα να ελέγχει τη δική του δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό καθιστά την κατάσταση του διανοούμενου στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες αντιφατική, και τον φέρνει πολύ κοντά στην κατάσταση που παραδοσιακά αποδίδεται στην μικροαστική τάξη. Αφού οι διανοούμενοι δεν λειτουργούν ως παράγοντες στην καπιταλιστική οικονομία αλλά ως μέρος κοινωνικών θεσμών που απορρέουν απ’ αυτή, η εξάρτησή τους απ’ αυτούς τους οδηγεί να παραμένουν πιστοί στην τάξη που τους υποστηρίζει, δηλ. την κυρίαρχη τάξη.
          Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως διανοούμενοι που να προβάλλουν τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων και να τις βοηθούν να αποκτήσουν συνείδηση της αποστολής τους στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πεδίο είναι λίγοι και ακόμα λιγότεροι αυτών που η φωνή ακούγεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: