Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΙΣΧΥΣ ΤΟΥ ΛΙΓΟΤΕΡΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ


Κι απ’ όλες αυτές τις, μετά τυμπανοκρουσιών, ανακοινώσεις της κυβέρνησης για την αύξηση του κατώτατου μισθού το 2019, αυτό που έχει σημασία από την κατάθεση της αντίστοιχης τροπολογίας στη βουλή είναι η διαδικασία και τα χρονοδιαγράμματά της για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 τον ν. 4172/2013, της κυβέρνησης Σαμαρά. Η όλη διαδικασία που διαρκεί μήνες, περιλαμβάνει εκθέσεις αξιολόγησης του ισχύοντος κατώτατου μισθού από εξειδικευμένους επιστημονικούς φορείς, υπομνήματα των εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων σχετικά με την αναπροσαρμογή του, πορίσματα διαβούλευσης από το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και μετά την εισήγηση του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στο υπουργικό συμβούλιο για τον κατώτατο μισθό, έκδοση της απόφασης του με την οποία καθορίζεται ο κατώτατος μισθός.
               Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που υποστηρίζει πως χάος τη χωρίζει με τη Νέα Δημοκρατία, στηρίζεται σε νόμο της τελευταίας για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού. Κι ενώ αμφότεροι ομνύουν στην ελεύθερη αγορά και τα πλεονεκτήματά της επιστρατεύουν όμως το κράτος, το ταξικό κράτος,  για να ορίσουν το μισθό των εργαζομένων στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ξεχνώντας διακηρύξεις περί ελαχίστου κράτους. Μία ακόμα απόδειξη πώς αν το αστικό κράτος απεμπολεί αρμοδιότητες, κρατά όμως εκείνες που εντάσσονται στον σκληρό κρατικό πυρήνα, και ο έλεγχος των εργαζομένων, προς όφελος του κεφαλαίου, είναι μια από αυτές. Κι επειδή η αποψίλωση του κράτους από υπηρεσίες παροχής δημόσιων αγαθών δικαιολογήθηκε με τον περιορισμό της γραφειοκρατίας είναι άξια απορίας η διαδικασία που ορίζεται για την τελική απόφαση της κυβέρνησης για καθορισμό του ημερομισθίου, η οποία μοιάζει να αποκαθιστά κλασικούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς.  
Γιατί στην τελική, αν σε  αστούς  ιδεολόγους φιλελεύθερους, ή όπως αλλιώς βαφτίζονται, η μαζική διεθνοποίηση της οικονομίας και της παραγωγής βρίσκει την αντανάκλασή της και γίνεται λόγος για συρρίκνωση του  αστικού κράτους ή και ιδιωτικοποίησή του, αυτό δεν σημαίνει ότι ακόμα και οι πολυεθνικές εταιρείες σταματούν τη σύνδεσή τους με αυτό. Η ιδιωτικοποίηση είναι συχνά ένας μανδύας που χρησιμοποιείται από άρχουσες τάξεις που θέλουν να αυξήσουν το επίπεδο εκμετάλλευσης των εργαζομένων καθώς μετακινούνται από εθνικές επιχειρήσεις σε διεθνείς.
Το κεφάλαιο βασίζεται στο κράτος όσο ποτέ, και ας  εξαπλώνεται πέρα από αυτό, γιατί θα ήταν πολύ ευάλωτο να λειτουργήσει σε καταστάσεις «άγριας δύσης», ελπίζοντας στην περίφημη αυτορρύθμιση των αγορών. Είναι το κράτος μέσω της κυβέρνησης που παρέχει τις πολιτικές προϋποθέσεις για την καπιταλιστική παραγωγή και εξασφαλίζει για το κεφάλαιο τον εφοδιασμό με εξειδικευμένη εργατική δύναμη, τη σωστή ρύθμιση των εμπορικών σχέσεων, τη λήψη μέτρων για την προστασία των επιχειρήσεων από ξαφνικούς κινδύνους ακόμη και την παροχή ένοπλης δύναμης ως έσχατη λύση στην προστασία των συμφερόντων του. Εταιρείες και επιχειρήσεις ξέρουν πως η επιτυχία τους σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και από την ικανότητα του κράτους να κρατά χαμηλά το κόστος εργασίας.
Ξεκινώντας η ανάπτυξη του κεφαλαίου  μέσα στα όρια μιας συγκεκριμένης περιοχής διαμορφώνει τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στην εν λόγω περιοχή για να προσαρμοστούν στους δικούς του στόχους. Κι είναι το αστικό κράτος που εξασφαλίζει  την αποδέσμευση κάθε ελέγχου της εργασίας από την ίδια την εργατική τάξη, τη δημιουργία  υποδομών που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του, τη ρύθμιση  σχέσεων ιδιοκτησίας  με νόμους, ακόμα και τη δημιουργία  ένοπλης δύναμης που θα προστατεύει την ιδιοκτησία από παντός είδους απειλές. Κι είναι το αστικό  κράτος που όταν δεν μπορεί να καταστείλει τις αντιδράσεις της εργατικής δύναμης διαπραγματεύεται μαζί της υποχωρεί και παραχωρεί χωρίς όμως  να παραδίνεται ο σκληρός του πυρήνας, όπως συνέβη στην ακμή του εργατικού κινήματος.
               Κι αν λοιπόν οι θέσεις του ΣΕΒ, ενός από τους κοινωνικούς εταίρους,  πως η ανεξέλεγκτη αύξηση του κατώτατου μισθού είναι πιθανόν να επιφέρει εκ νέου αύξηση της ανεργίας δίνουν την ευκαιρία στην κυβέρνηση να διαφωνήσει και να αντιταχθεί σ’ αυτές  επιδεικνύοντας έτσι ένα φιλολαϊκό προφίλ, αυτό λειτουργεί πάλι προς όφελός του, αφού μ’ αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση ελπίζει να περάσει μέτρα που ενώ θα ευνοούν το κεφάλαιο θα προπαγανδίζονται ως φιλεργατικά, για να γίνουν αποδεκτά από τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων.
Σε όλη αυτή την διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, το καπιταλιστικό κράτος μέσω της κυβέρνησης έχει τον τελευταίο λόγο, ενώ οι εργαζόμενοι με τα συνδικάτα τους εξουδετερώνονται από επιστημονικούς φορείς που αξιολογούν και  εκμηδενίζονται από κοινωνικούς εταίρους που διατυπώνουν γνώμες.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: