Κλείνοντας έξι χρόνια από την προσφυγή της Ελλάδας, με κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, στο μηχανισμό στήριξης, με τις συνέπειες που όλοι βιώνουμε, για άλλη μια φορά διλήμματα, εκβιασμοί, λεονταρισμοί, απειλές ένθεν κακείθεν –από κυβέρνηση και δανειστές- προηγούνται της συμφωνίας που απαιτείται να υπογραφεί, ώστε να μην περιλαμβάνει μόνο ένα συνολικό πακέτο μέτρων που αφορά και το ασφαλιστικό και το φορολογικό και αντιστοιχεί στο 3% του ΑΕΠ αλλά και ένα πακέτο προληπτικών, όπως χαρακτηρίζονται, μέτρων, που θ’ αντιστοιχεί στο 2% του ΑΕΠ, σε περίπτωση που δεν επιτευχθούν οι στόχοι. Μια ατέλειωτη επανάληψη λόγων και ενεργειών που κι αν διαπιστώνουμε τον κυνισμό και τη βαρβαρότητά τους ο φόβος μας τ’ ανέχεται. Και τόσα χρόνια ακολουθούμε τις κυβερνήσεις μας στην αναζήτηση των ενόχων – δημόσιοι υπάλληλοι, δάνεια νοικοκυριών, κατανάλωση κλπ –ξεπλένοντας από τις ευθύνες τους όλους αυτούς που είναι κρεμασμένοι από την εξουσία και αγνοώντας τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης που τα προκαλεί.
Και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ξαναθυμόμαστε και επετείους –είτε πραξικοπημάτων, όπως αυτό της 21ης Απριλίου είτε πυρηνικών καταστροφών, όπως αυτό του Τσερνομπιλ – περισσότερο σαν ευκαιρία για αναπαράσταση και ανασυγκρότηση του παρελθόντος με την εμπειρία και την σκοπιμότητα του παρόντος.
Έτσι για τον κυρίαρχο λόγο η επταετία της χούντας αναδεικνύει την αντιστασιακή ενότητα αστών και κομμουνιστών και την άμβλυνση έως εξαφανίσεως της ταξικής πάλης που ο κυρίαρχος λόγος βρίσκει να δικαιώνονται και τα δυο στην μεταμνημονιακή συναίνεση των πάλαι ποτε αντίπαλων στην εξουσία κομμάτων και των κλώνων τους. Η κατάργηση των τάξεων είχε ξεκινήσει από τότε, και οι συνταγματάρχες ήταν οι κακοί που κανείς δεν θέλησε. Κατασκευάζοντας λοιπόν τεχνητά μια ιδιαίτερη κατηγορία καθεστώτων με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, τα δικτατορικά λεγόμενα, δεν εστιάζεται το ενδιαφέρον στο γεγονός ότι αυτά είχαν βάση καπιταλιστική κι επικεντρωνόμαστε στις αυθαιρεσίες και αντισυνταγματικότητα του χουντικού καθεστώτος εξαιτίας της δραστηριότητας επίορκων αξιωματικών κι ελάχιστα στη σύνδεση με τα ντόπια και διεθνή καπιταλιστικά συμφέροντα.
Από την άλλη, το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνομπιλ την εποχή που έγινε αποτέλεσε στη Δύση αφορμή τόσο για σφοδρή κριτική στη Σοβιετική Ένωση για μυστικοπάθεια, που για τους δυτικούς έδειχνε μάλλον το φόβο της για τις αντιδράσεις των πολιτών της με την εξάντληση της ανοχής τους παρά το φόβο της να μη δοθούν όπλα στη δυτική προπαγάνδα εναντίον της, όσο και για υποσχέσεις για βελτίωση των συνθηκών ασφαλείας των πυρηνικών σταθμών, ενώ τα οικολογικά κινήματα της Δύσης βρήκαν λαμπρό πεδίο για δικαίωση της δράσης τους. Τριάντα χρόνια μετά τα οικολογικά κινήματα μετά βίας φυτοζωούν και το γεγονός ότι θέμα της πυρηνικής ενέργειας περισσότερο χρόνο έμεινε στο προσκήνιο μέσα από τη διαμάχη για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν παρά πριν πέντε χρόνια από το πυρηνικό δυστύχημα της Φουκουσίμα, μεγαλύτερου ίσως και από του Τσερνομπιλ, καταδεικνύει τις πολιτικές σκοπιμότητες γύρω από την πυρηνική ενέργεια και τότε και τώρα.
Στα χρόνια μας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε χώρες της Ευρώπης (π.χ. Αυστρία) όλο και υποχωρούν οι αναστολές για υπερψήφιση ακροδεξιών ή και φασιστικών κομμάτων από απογοητευμένους από την αστική δημοκρατία και χωρίς ταξική συνείδηση πολίτες που η σαγήνη της βίας, της υπεροχής και της δύναμης που φαντασιώνονται στα ακροδεξιά ή φασιστικά κόμματα τους οδηγεί σε δράσεις όπου ισχύουν οι νόμοι του Δαρβίνου, πιστεύοντας πως λειτουργούν υπέρ τους. Μόνο που όλα τα φασιστικά κόμματα όταν έφθασαν στην εξουσία πρόδωσαν την αρχική αντιαστική και αντικαταπιταλιστική ρητορική τους και στράφηκαν εναντίον των εργαζομένων, σε αγαστή συνεργασία με την άρχουσα τάξη. Κι αν ακόμα η κυρίαρχη τάξη της Ευρώπη μέσω των πολιτικών της εκπροσώπων δείχνει να αποστρέφεται το φασισμό στα λόγια, με τις δράσεις της δείχνει να τον εκκολάπτει, ώστε σε περίπτωση απειλής της να ζητήσει τη βοήθειά του. Κι αυτό δείχνει την κρισιμότητα των περιστάσεων. Δεν εξυπηρετούν πια τα υποκατάστατα, όπως στα χρόνια της «ευμάρειας» όταν οι μηχανισμοί αφομοίωσης μέσω του θεάματος και του καταναλωτισμού λειτουργούσαν αποτελεσματικά ως βαλβίδες ασφαλείας στις αστικές δημοκρατίες, ενώ μέσα από κινήματα όπως φεμινιστικό, οικολογικό κλπ. που υπόσχονταν αλλαγές σε καταστάσεις που αναφέρονταν περισσότερο στη σφαίρα του ιδιωτικού διοχετεύονταν οι κοινωνικές αντιδράσεις χωρίς ενδιαφέρον για το γενικό δηλ. για τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και τις συνέπειές της. Την εποχή του δυστυχήματος του Τσερνομπιλ τα οικολογικά κινήματα με άλλοθι την ουδετερότητα τους ανάμεσα στις υπερδυνάμεις προσπαθούσαν να υποκαταστήσουν ή και να υπερκεράσουν τα οργανωμένα κομμουνιστικά κόμματα με τον συγκεκριμένο προσανατολισμό για μετασχηματισμό της κοινωνίας ασκώντας κριτική στον καπιταλισμό ώστε να διορθώσει κάποιες στρεβλώσεις του και όχι να ανατραπεί.
Στην εποχή της οικονομικής κρίσης αποδεικνύεται πια από τη μια πως τα κινήματα που στόχευαν σε αλλαγές στο εποικοδόμημα ή στη σφαίρα του ιδιωτικού ήταν παραπλανητικά και ατελέσφορα, κι από την άλλη πως η αστική δημοκρατία της Δύσης που περιφρονούσε τους συνταγματάρχες και περιέθαλπε τους αντιφρονούντες υπάρχει η πιθανότητα να μπει στο πειρασμό να ζητήσει τη βοήθεια των "σκληρών", των φασιστών, σε περίπτωση ισχυρής λαϊκής κινητοποίησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου