Κι αν ανάμεσα στις τελευταίες ειδήσεις –όπως η απόρρητη συνομιλία των Π. Τόμσεν και Ντ.Βελκουλέσκου σχετικά με την
Ελλάδα που διέρρευσαν τα wikileaks
και την ερμήνευσε κατά το δοκούν η ελληνική κυβέρνηση, η διαρροή των Panama
Papers με τις αποκαλύψεις για offshores εταιρείες επιλεγμένων μεγιστάνων του πλούτου και της πολιτικής, οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής
κυβέρνησης με τους δανειστές ή οι εντάσεις και η απελπισία των προσφύγων και
μεταναστών στην Ελλάδα- ξεφούσκωσε όλος ο
θόρυβος που προκλήθηκε από την όψιμη
αντίδραση του καλλιτεχνικού κόσμου στις επιλογές του βραχύβιου καλλιτεχνικού
διευθυντή του φεστιβάλ Αθηνών Γιαν Φαμπρ και τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες,
ο προβληματισμός για το ρόλο και το σκοπό της τέχνης ποτέ δεν σταματά. Κι αυτός
ο προβληματισμός δεν μπορεί να αγνοήσει «την ταξική σφραγίδα» και στην τέχνη ακόμα κι αν αυτή αποσιωπάται. Και
συνεισφορά σε αυτόν τον προβληματισμό είναι και επισημάνσεις του Α. Λουνατσάρσκι από την εισήγησή του σε
κομματική σύσκεψη για τα ζητήματα του θεάτρου το Μάη του 1927
«(…) Υποστηρίζουμε, πολύ σωστά βέβαια, ότι η
τέχνη έχει πάνω της, στην τεράστια πλειονότητα των περιπτώσεων, την ξεκάθαρη
σφραγίδα της μιας ή της άλλης τάξης. Αλλά αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι κάποια
Κεντρική Επιτροπή αυτών των τάξεων ή κάποιες ειδικές οργανώσεις, έστω κρατικές,
καθορίζουν σε σημαντικό ποσοστό τις τύχες της τέχνης. Κάθε άλλο. Η τέχνη σε όλες
τις εποχές αποτελούσε το προϊόν μιας φυσιολογικής άνθισης. Κάθε τάξη ανέπτυσσε
την καλλιτεχνική της κουλτούρα όταν ήταν σφριγηλή, νέα, όταν έφερνε μέσα της καινούριες
ιδέες, καινούριες αντιλήψεις για τη ζωή,
όταν είχε ένα περιεχόμενο που προωθούνταν στη ζωή με συγκρούσεις, με πάλη, και
για το λόγο αυτό έτεινε να εκφραστεί, να εκδηλωθεί ακριβώς μέσα από δραματικές
μορφές. Αυτή είναι η μια πλευρά. Από την άλλη πλευρά, για μια τέτοια άνθιση
χρειαζόταν τη τάξη αυτή να είναι ως ένα βαθμό ώριμη, να μπορεί να
αναδείχνει από τα σπλάχνα της μαστόρους,
ανθρώπους αρκετά έμπειρους στο θέμα της μορφής, που να ξέρουν να εκφράζουν αυτό
το περιεχόμενο έτσι που να συναρπάζουν τις μάζες και το αποτέλεσμα να είναι
πραγματικά καλλιτεχνικό, είτε η τάξη
αυτή να έχει τόσο υψηλά ιδανικά και τόσο υψηλή ιδεολογία, τόση ελκυστικότητα
για τις άλλες τάξεις, ώστε να μπορεί να κάνει ειλικρινείς εκφραστές της τους άλφα
ή βήτα καλλιτέχνες-ειδικούς, ακόμα κι αν δεν ανήκουν σ’ αυτήν την τάξη. Στις περισσότερες περιπτώσεις
όλες οι εποχές έπαιρναν τους καλλιτέχνες τους και τους θεατρικούς τους συγγραφείς,
σε σημαντικό βαθμό, από μια ομάδα κοντινή σε αυτό που λέμε σήμερα διανόηση –από τους ειδικούς μαστόρους. Σπάνια αυτοί ήταν
βλαστάρια της αριστοκρατίας ή της μεγαλοαστικής τάξης. Εκφράζαν ωστόσο σε πάρα πολλές περιπτώσεις
ακριβώς τις τάσεις της κυρίαρχης τάξης.
Για να εκφράζουν οι
καλλιτέχνες-ειδικοί με κάποιο βαθμό καλλιτεχνικής πληρότητας και οξύτητας τις αντιλήψεις
της τάξης-ηγεμόνα, χρειάζεται να έχουν αγαπήσει αυτές τις αντιλήψεις, να τις μεταφέρουν
σαν δικό τους κήρυγμα. Μόνο τότε ένα τέτοιο θέατρο κηρύγματος, προπαγάνδας –και
γι’ αυτό κυρίως μιλάμε- μόνο τότε έπαιρνε ένα πραγματικό πειστικό χαρακτήρα. Οι
λίγο πολύ γερασμένες τάξεις, ακόμα κι όταν ήταν κυρίαρχες και διέθεταν μια
τεράστια αστυνομική παντοδυναμία, μπορούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις να
προσπαθήσουν να δημιουργήσουν θεατρικούς συγγραφείς και θέατρα στο δικό τους πνεύμα
(όπως είχε γίνει στην Αυστρία της εποχής του Μετέρνιχ) αλλά ένα τέτοιο
θέατρο δεν είχε καμμιά αξία: έπεφτε σαν
ένα ξένο, κολλημένο στον οργανισμό σώμα, και η επίσημη αυτή τέχνη, που την
επέβαλλε μια τάξη χωρίς πραγματικές καλλιτεχνικές πηγές, γινόταν αντικείμενο
χλευασμών και μίσους (…)
Η τέχνη είναι αυτογενές και αυθόρμητο φαινόμενο,
συνοδεύει μια ορισμένη περίοδο της ανάπτυξης
των τάξεων. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι μπορούμε να περάσουμε στην άποψη του «laisser faire laisser passer»(ας πάνε όλα μόνα τους). Όχι. Το κράτος έχει υποχρέωση και
μπορεί σε κάποιο βαθμό να επιδράσει στην τέχνη, με κάποιο τρόπο να την
κατευθύνει, ιδιαίτερα ένα κράτος που διαθέτει για το σκοπό αυτό αρκετή πολιτιστική ισχύ. Από την άποψη αυτή
έχουμε το μεγάλο παράδειγμα που ανέφερε και ο Μαρξ. Όπως θυμάστε, ο Μαρξ τόνιζε
με οξύτητα ότι μόνο ένας ηλίθιος μπορεί να
μη συνειδητοποιεί τι σημασία έχει για το προλεταριάτο και τη μελλοντική οικοδόμηση του ο αρχαίος πολιτισμός. Ο Μαρξ
είχε μεγάλη εκτίμηση για το αρχαίο
θέατρο. Ήξερε τους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς απ’ έξω, και πολύ
σωστά, γιατί αυτό ήταν το πιο μεγάλο
θέατρο που υπήρξε ως τώρα. Ηταν μεγάλο επειδή ήταν κρατικό, επειδή ήταν
κρατικό-διαπαιδαγωγητικό, επειδή ήταν γεμάτο ιδέες που συνέπιπταν με τις βασικές
ιδέες μιας απόλυτης ώριμης καλλιτεχνικής
κοινής γνώμης. Βλέπουμε ύστερα πώς μπροστά στα μάτια μας αυτό το θέατρο
περνά σε μια εποχή υπερωρίμανσης. Στην πάλη που δε σταματούσε στον αρχαίο
κόσμο, το θέατρο αυτό έδινε μια τεράστια καθοριστική κατεύθυνση, παραμένοντας
γενικά πιστό στις βασικές κρατικές-διαπαιδαγωγητικές ιδέες που αποτελούσαν για την αθηναϊκή
κοινή γνώμη τη βάση όλης της πολιτιστικής δημιουργίας της. Και μόλις αυτή η
κοινή γνώμη διαλύθηκε, το θέατρο αυτό
άρχισε γρήγορα να περιέρχεται σε κατάπτωση. Ύστερα απ’ αυτό όλες οι προσπάθειες
να διατηρηθεί αυτό το τεράστιο κοινωνικό θέατρο με τα αμφιθέατρά του, με τις πολλές
χιλιάδες του κοινού, με τα ευρύτατα κοινωνικά καθήκοντά του, που έκαναν τη
θεατρική παράσταση παλλαϊκή γιορτή, κατέρρευσαν και προωθήθηκε το μικροαστικό
δράμα, σε μικρό θέατρο, με λιγοστούς θεατές, που περιστρέφονταν γύρα από τις τύχες
μεμονωμένων ατόμων, τον έρωτά τους, τα οικονομικά τους συμφέροντα κλπ. και
αποτέλεσε τη βάση του καθημερινού αστικού θεάτρου.
Το προλεταριάτο είναι μια
τάξη που έχει απείρως μεγαλύτερες δυνατότητες απ’ ό,τι π.χ ο ελεύθερος αθηναϊκός Δήμος. ¨Όσο πλατιά κι
αν ήταν η δημοκρατική ιδέα αυτού του αθηναϊκού Δήμου, ωστόσο στηριζόταν στη
δουλεία, στις αποικίες και δε μπορούσε να διακηρύξει τόσο πλατιά και υψηλά
ιδανικά της ηθικής, της καθημερινής ζωής, της πολιτικής κλπ. σαν αυτά που φέρνει μαζί του το
προλεταριάτο (…)
Από το «Σοσιαλισμός και Κουλτούρα»
του Αντ. Βογιάζου, Θεμέλιο, 1979
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου