Και φέτος δεν ξεχάσαμε να θυμηθούμε την επάρατη 21η Απριλίου όταν 46 χρόνια πριν οι συνταγματάρχες κάνοντας ένα πραξικόπημα που το χαρακτήρισαν εθνική επανάσταση εγκατέστησαν στην Ελλάδα μια δικτατορία που μάλιστα προσπάθησαν να της δώσουν ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο με κεντρικό σημείο αναφοράς τον αντικομμουνισμό.
Με τη δικτατορία πήρε την πιο δυνατή και καθαρή μορφή της η αντίθεση στην οποία μετά τον εμφύλιο ήταν υποταγμένη η Ελλάδα. Η αντίθεση αυτή διαχώριζε τις αντίπαλες δυνάμεις σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Από τη μια μεριά το στρατόπεδο της δεξιάς με το κράτος και το παρακράτος, την ασφάλεια, το παλάτι, τους αμερικάνους, τον αντικομμουνισμό της και από την άλλη η ονομαζόμενη δημοκρατική παράταξη με τις διαιρέσεις της, διαφωνίες και τα διφορούμενα του διμέτωπου αγώνα. Η δικτατορία κατάργησε την κυβερνώσα δεξιά, χώρισε τη κυρίαρχη παράταξη, αφήνοντας βέβαια άθικτη τη ρίζα του πολιτικού ζητήματος. Έτσι όμως το αίτημα για δημοκρατική ομαλότητα έγινε πολύ περισσότερο άμεσο από όσο ήταν πριν από τη δικτατορία και υιοθετήθηκε και από ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού προσωπικού της δεξιάς (μέχρι και ο βασιλιάς προσχώρησε σ’ αυτό), που ένιωσαν να κινδυνεύουν περισσότερο από τους μηχανισμούς που οι ίδιοι για χρόνια στήνανε παρά από τους κομμουνιστές. Κι έτσι μετασχηματίστηκε η προδικτατορική προοδευτική παράταξη διευρυνόμενη επαρκώς σε αντιχουντική. Κι απόμειναν στο αντίπαλο στρατόπεδο οι δοσίλογοι, χαφιέδες, κομμουνιστοφάγοι, θρησκόληπτοι κλπ. που συγκρότησαν τη νέα εξουσία διαθέτοντας όμως βασικό ιδεολογικό εφόδιο τον αντικομμουνισμό, με βάση τον οποίο όμως η δεξιά είχε πολιτευτεί για τριάντα σχεδόν χρόνια μεταπολεμικά. Τον αγώνα εναντίον της χούντας βέβαια κύρια ανέλαβαν να τον οργανώσουν και πάλι οι αριστεροί με στρατηγικό στόχο την πτώση της χούντας. Συγχρόνως όμως με τη χούντα οι αστοί βεβαιώθηκαν ότι ο κίνδυνος ανατροπής τους είχε πια περάσει, αφού και οι αριστεροί δεν πρόβαλλαν πια μια αντίσταση επαναστατικού προσανατολισμού, και έτσι μπορούσαν άφοβα να εκσυγχρονιστούν, νομιμοποιημένοι μέσα από την αντιδικτατορικοί πάλη. Γι’ αυτό και η πτώση της χούντας δεν έγινε με όρους που επέβαλλε η πολιτική της αριστεράς ούτε και οι θυσίες αυτών που αγωνίστηκαν, αλλά με αυτούς που επέβαλλαν στην αντιχουντική συμμαχία, που συμπτύχτηκε χωρίς καθορισμένους όρους παρά μόνο την επάνοδο στη δημοκρατική ομαλότητα, τα συμφέροντα του ισχυρότερου συμμάχου, της αστικής παράταξης. Και μας προέκυψε Καραμανλής τον Ιούλιο του ’74 με άδηλες προθέσεις και άγνωστους όρους που του είχαν επιβάλλει όσοι τον επαναπάτριζαν. Και μέσα σε ελάχιστο χρόνο παρακράτος και επίσημος σκοταδισμός καταργήθηκαν, ενώ φάνηκε ότι βασικοί στόχοι της αριστεράς η δημοκρατική ομαλότητα, η νομιμοποίηση κομμουνιστών πραγματοποιήθηκαν. Ο εκσυγχρονισμός του Καραμανλή σε μια επταετία συμπληρώθηκε από το σοσιαλισμό του Παπανδρέου, που κατέληξε στον εκσυγχρονισμό του Σημίτη μέσα στο πανηγύρι της συναινετικής μας δημοκρατίας. Και στο τέρμα του δρόμου τα μνημόνια.
Με τη χούντα, που τη χρεώθηκε ένα παρακράτος που αποκηρύχτηκε αφού εκτέλεσε το έργο που της είχε ανατεθεί, στη χώρα μας επιβεβαιώθηκε η κυριαρχία της αστικής μας τάξης με όλες τις εξαρτήσεις και παθογένειές της. Τώρα, με το μνημόνιο σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον οργανώνεται η επίθεση της κυρίαρχης τάξης σε άμεση και αγαστή συμφωνία με τα κυρίαρχα πολιτικοοικονομικά ευρωπαϊκά και διεθνή κέντρα. Τη φορά αυτή η πολιτική εξουσία που ανέλαβε την εφαρμογή των κυρίαρχων πολιτικών επιλογών είναι ένα πολιτικό καθεστώς που θεμελιώνεται πάνω στην πίστη μας στην νομιμότητά του (εφόσον δια της αρχής της αντιπροσώπευσης πιστεύουμε ότι συμμετέχουμε στη διακυβέρνηση και θεωρούμε ότι οφείλουν ο αποφάσεις της εξουσίας να ανταποκρίνονται στα συμφέροντα της κοινωνίας). Το ουσιαστικό λοιπόν σ’ αυτήν την νομιμοποίηση είναι η αναγνώριση μιας νομοθεσίας που ισχύει γι όλους τους πολίτες και ενός σεβασμού που της εξασφαλίζεται με τη δικαστική και αστυνομική εκτελεστική εξουσία. Στηριζόμενη η δημοκρατία μας στο Δίκαιο θεωρείται ότι αυτό δεν είναι μόνο ένα μέσο που κάποιες φορές συγκαλύπτει τη βία και εκμετάλλευση αλλά και ένα μέσο διεκδίκησης και πάλης των εξουσιαζομένων. Έτσι πιστεύοντας ότι το Δίκαιο είναι χώρος παρέμβασης και προώθησης διεκδικήσεων και από τους εξουσιαζομένους, θεωρούμε ότι τα όρια προώθησης ευνοϊκών θέσεων μπορεί να μη προσδιορίζονται εκ των προτέρων, αλλά να διευρύνονται ή συρρικνώνονται ανάλογα με τις ικανότητες, τη δύναμη ή και το δίκαιο (σε στιγμές ύψιστου ιδεαλισμού) των αντίπαλων μερίδων. Κι επομένως αυτονόητο είναι οι συγκρούσεις να μεταφέρονται σε δικαστήρια και οι ελπίδες συνεχώς να ανανεώνονται.
Δεν χρειάζονται λοιπόν τανκς ή στρατιωτικά πραξικοπήματα στις συναινετικές μας δημοκρατίες για να επιβληθούν οι αποφάσεις της, παρά έξυπνοι νόμοι που εδράζονται σε λογικοφανείς συλλογισμούς με αρκετή ηθικολογία περί δικαιοσύνης και αξιοκρατίας.
Οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων τον παλιό καιρό γίνονταν για να αποτραπεί η «δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος», ενώ τώρα επικαλούνται και πάλι νόμιμες διαδικασίες για ανανέωση της διοίκησης με αξιοκρατικά κριτήρια απολύοντας τους ανάξιους, επιόρκους, παρανομούντες.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, που από την πλειοψηφία δεν αμφισβητείται, το έγγραφο του διευθυντή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του Ν. Πέλλας για να υποβάλλουν οι εκπαιδευτικοί των σχολείων στο Διευθυντή ή Προϊστάμενό τους Υπεύθυνη Δήλωση του Ν. 1599/86 εάν διώκονται ή δεν διώκονται ποινικά (από 1-1-2007 μέχρι σήμερα), που με άλλο έγγραφο ανακλήθηκε, ακόμα κι αν οφείλεται στον υπερβάλλοντα ζήλο του προϊσταμένου, αποδεικνύει τη μεθόδευση που ακολουθείται.
Μέσα από τις πειθαρχικές διώξεις που στηρίζονται σε κατηγορίες για τις οποίες το τεκμήριο της αθωότητας δεν λαμβάνεται υπόψη, ασκείται η πιο αποφασιστική και αποτελεσματική μορφή ελέγχου στην αρχή στο σώμα των δημοσίων υπαλλήλων, όπου έχοντας επί χρόνια συκοφαντηθεί δεν θα γίνει αντιληπτή ως μια αρνητική διαδικασία από τους υπόλοιπους, και μετά στο σύνολο του κοινωνικού σώματος. Κι έτσι όλοι θα υφιστάμεθα αθόρυβα και σιωπηρά τον ανεξέλεγκτο έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας, με αποτέλεσμα να ενεργούμε υπό το φόβο των ενδεχόμενων κυρώσεων.
Αφού ολόκληρη η κοινωνία τρία χρόνια τώρα μέσα από την προπαγάνδα του κυρίαρχου λόγου παραδόθηκε στο φόβο, τώρα και θεσμοθετημένα θα εγκατασταθεί αυτός στις σχέσεις μας με την εξουσία. Ο συνεχής έλεγχος είναι πια προληπτικός, κατασταλτικός, ιδεολογικός, πολιτικός, πειθαρχικός, πάντα με νόμους που θα ψηφίζει το ελληνικό κοινοβούλιο, δηλ. οι αντιπρόσωποι της λαϊκής βούλησης και με τη δική μας συναίνεση.
Αν την εποχή της χούντας, που το ιδιο το καθεστώς ήταν παράνομο και που θεωρούνταν και από τους αστούς πολιτική εκτροπή, τα όρια ήταν ευδιάκριτα ανάμεσα στο νόμιμο και παράνομο, τώρα και με την υπογραφή της «υπεύθυνης αριστεράς» οι περισσότερες ενέργειες που αντίκεινται στις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας ανακηρύσσοντται παράνομες, περιορίζοντας εως εξαφανίσεως τα όρια νόμιμης αντίδρασης.
Και είναι τόσο σίγουροι για τη δύναμή τους οι κυβερνώντες, ώστε να εξουδετερώνουν και να απαξιώνουν κάθε αντίσταση αστικού προσανατολισμού επιμένοντας στις δικές τους και μόνο επιλογές και των κυρίαρχων ευρωπαϊκών κέντρων;
Δεν σκέφτονται ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ανοίγει, ίσως όχι βραχυπρόθεσμα, αλλά σχεδόν νομοτελειακά ως μόνη αντίσταση για την δική μας επιβίωση μια αντίσταση επαναστατικού προσανατολισμού πια;
Μήπως τώρα πια γίνεται ξεκάθαρος και ο ρόλος της Χρυσής Αυγής που ετοιμάζεται να εκτρέψει την όποια αντίσταση σε ... φιλικά μονοπάτια για το πολιτικοκοινωνικό σύστημα;
Κι είναι τώρα που αναδεικνύεται πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του κομμουνιστικού κόμματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου