Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, πρωτόγνωρα σε έκταση και
ένταση, ενώ θα μπορούσαν να
θεωρηθούν περιθωριακά κι αδιέξοδα, αφού
δεν παρήγαγαν άμεσα κάποιο αποτέλεσμα, έγιναν αντικείμενο πολλών αναλύσεων πριν
τέσσερα χρόνια. Αλλά και σήμερα, εποχή
διάλυσης των ψευδαισθήσεων που διαπερνούσαν τις αντιλήψεις και τη συμπεριφορά
μας για χρόνια ολόκληρα, εποχή που τα αδιέξοδα σωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο,
εκείνος ο Δεκέμβρης συνεχίζει να μας δυσκολεύει στην προσπάθεια για κατανόησή
του και ανάλυσή του. Είναι περίεργο αλλά έχει κανείς την εντύπωση ότι οι
εμπειρίες από κείνο τον Δεκέμβρη ελάχιστα επηρέασαν μακροπρόθεσμα την κοινωνία.
Μοιάζει με έκρηξη που ήρθε από το πουθενά, με σημείο εκκίνησης τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου, και έσβησε σχεδόν χωρίς να αφήσει
ίχνη, ίσως κάποιες ελπίδες μόνο. Τέτοιας μορφής διαπιστώσεις βέβαια δεν διεκδικούν την εγκυρότητα πολιτικής
ανάλυσης, αλλά μάλλον σχηματοποιούν
υποκειμενικούς προβληματισμούς που
στηρίζονται σ’ αυτό που φάνηκε πως ήταν
ο Δεκέμβρης.
Η πρώτη
διαπίστωση είναι πως το βασικό υποκείμενο εκείνης της αντίδρασης είναι η νεολαία και μάλιστα
περιλαμβάνεται σ’ αυτή και εκείνη των πιο άγουρων χρόνων, των μαθητικών. Η
πράξη που τις πυροδότησε ήταν ηθικής τάξης, η αδικία της δολοφονίας ενός νέου
παιδιού (ενδεικτικό το σύνθημα «15 χρονών, ΓΙΑΤΙ;»), η οποία ήταν σαν να
συμπύκνωσε όλες τις πράξεις κατάχρησης εξουσίας και βίας των
κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών. Οι άμεσες και βίαιες αντιδράσεις ήταν
νέων, και περιορίστηκε σ’ αυτούς, γι’
αυτό και σ’ ένα μεγάλο ποσοστό θεωρήθηκε
η σύγκρουση ως σύγκρουση ανάμεσα
στις γενιές, στερώντας την από μια πραγματική ταξική βάση.
Φάνηκε πως οι νέοι ήταν οι πρώτοι που άρχισαν να αντιλαμβάνονται τη
σύγχυση στην οποία ζούσαν και αν και η αντίδρασή τους δεν ήταν παρά μια συνισταμένη από προσωρινές
και στιγμιαίες τακτικές, που δεν
εντάσσονταν σε κάποια στρατηγική, κατέδειξαν ότι υπάρχει πρόβλημα. Πολλοί από τους νέους που
συμμετείχαν βίωναν ήδη από τότε τις επισφαλείς
συνθήκες εργασίας περισσότερο όμως σαν μεταβατικό στάδιο παρά σαν μια
σταθερή, αδιέξοδη κατάσταση, όπως τώρα, και, ελλείψει μιας θεωρητικής
ανάλυσης για τις γενεσιουργικές αιτίες
που να τους είναι πειστική, την έβλεπαν περισσότερο σαν αποτέλεσμα της σήψης της
κοινωνίας, στα πλαίσια πάλι μιας ηθικιστικής
αντίληψης γι΄ αυτήν, χωρίς να
απαρνούνται στην πλειοψηφία τους την
εκδοχή του αμερικανικού ονείρου στα ελληνικά.
Μια δεύτερη διαπίστωση είναι ότι δεν υπήρχε η
αίσθηση κοινού συμφέροντος και κοινής πίστης που να προσβλέπει σε ένα μακροπρόθεσμο κοινό στόχο, αλλά περισσότερο η
έκφραση μιας δυσαρέσκειας που η
συγκεκριμένη πράξη την έκανε οργή και εκδηλώθηκε με άγριες συγκρούσεις,
καταστροφές κλπ. Το ταξικό στοιχείο δεν ήταν το πιο καθοριστικό, ίσως γιατί
πίστευαν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων στο
μεταβατικό χαρακτήρα της κοινωνικής τους θέσης,
εφόσον ακόμα τότε πίστευαν στις δυνατότητες διαπήδησης από τάξη σε τάξη. Έτσι, για τις πολλές μέρες της εξέγερσης
επιδιώκονταν μικρές και περιορισμένης εμβέλειας παρεμβάσεις, (όπως απελευθέρωση
των συλληφθέντων) και το
βασικό αίτημα παρέμενε η τιμωρία
των ενόχων, χωρίς την αναβάθμισή του σε αιτήματα που αφορούν στην αλλαγή της
πολιτικής και κοινωνικής δομής. Ίσως
γιατί τα τελευταία χρόνια δεν υπήρξε
εμφανής προσπάθεια για θεωρητική
παραγωγή που θα ανέλυε την ελληνική πραγματικότητα σε όλο αυτό το χώρο τον αναρχικό, από τον οποίο στην πραγματικότητα ξεπήδησαν οι
πρωταγωνιστές των συγκρούσεων και οι οποίοι είχαν μια αρνητική στάση απέναντι
στην πολιτική και ιδιαίτερα στις παραδοσιακές οργανώσεις της αριστεράς. Στο
υπόβαθρο παρέμενε βέβαια πάντα, στους πιο συνειδητοποιημένους, η σταθερή τους πεποίθηση που συνδυάζει την πίστη στη δυνατότητα βίαιης και ξαφνικής
μεταμόρφωσης της κοινωνίας με την
εμπιστοσύνη στη δυνατότητα ανθρώπινης βελτίωσης και τελείωσης. Δεν υπήρχε όμως
καμιά επεξεργασία για το πώς αυτή η βασική πεποίθηση θα μετουσιωθεί σε πράξη
μετασχηματισμού της κοινωνίας. Και τελικά όλη αυτή η έκρηξη προσέκρουε σε μια
σχεδόν ολοκληρωτική πολιτική απομόνωση, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε προσπάθεια ιδιοποίησής
του μάλλον μικροπολιτικής στόχευσης, και εξαντλήθηκε σε ένα είδος
συγκρουσιακής λογικής χωρίς κατάφαση.
Μια τρίτη διαπίστωση είναι πως πέρα
από μια στοιχειώδη συσπείρωση και
συντονισμό ομάδων για άμεση δράση ούτε
υπήρξε μια ευρύτερη οργάνωση ούτε ακολουθήθηκε μια συγκεκριμένη στρατηγική και
ούτε υπήρξε μια ηγετική πρωτοπορία. Περισσότερο ήταν μια επίθεση, με σκληρό και
άμεσο τρόπο, ενάντια στις αξίες και τους θεσμούς της κατεστημένης κοινωνικής
και ηθικής τάξης πραγμάτων. Εμφανίστηκε ξαφνικά
και φάνηκε ότι είχε την ικανότητα δημιουργίας καταστάσεων,
απελευθερώνοντας μάλιστα και
δημιουργικές δυνάμεις που παρέσυραν
στη δίνη τους πολλούς νέους (να θυμηθούμε καταλήψεις ΜΜΕ, διακοπή
θεατρικών παραστάσεων κλπ.), αλλά μάλλον μόνο επιφανειακά. Ήταν στο εποικοδόμημα
που γινόταν η επίθεση και όχι στο επίπεδο υλικής καταπίεσης. Αν προκάλεσε
φόβο ήταν γιατί διαλύθηκε ο μικροαστικός μύθος της μη βίας. Σε πολλές πόλεις πλήθος τρομοκρατημένοι πολίτες, ιδίως
μαγαζάτορες, στρέφονταν, συνεπικουρούμενοι από αστυνομία, μέλη Χρυσής Αυγής,
εναντίον φοιτητών με το φόβο καταστροφής της περιουσίας τους. Αυτή η πρακτική των συγκρούσεων δεν έγινε κατανοητή από ευρύτερες μάζες κι
ίσως εμπόδισε την επέκταση της αντιπαράθεσης στο σύνολο της κοινωνίας. Μα και
οι ίδιοι που συμμετείχαν σ’ αυτήν την
έκρηξη έδειξαν ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να οργανώσουν τις πρωτοβουλίες που
έπαιρναν. Δεν υπήρχαν πρωτοπορίες η
τουλάχιστον δεν αναδείχτηκαν και όλο το κίνημα δεν συντρίφτηκε, αλλά απλά
έσβησε. Η κυβέρνηση της Ν.Δ, ακόμα κι αν το έκανε από φόβο, που το έκανε, είχε την πρόνοια να υποχωρήσει. Έτσι φάνηκε
να έχασε μια μάχη, αλλά απέφυγε τον
πόλεμο, που υπήρχε ο φόβος να συσπείρωνε
πολλές δυνάμεις πιο οργανωμένες και με προοπτική.
Δεν είναι βέβαια η αστική τακτική που έσβησε
την έκρηξη, αλλά μάλλον το πολιτικό και οργανωτικό κενό, η αδυναμία
προώθησης παραπέρα των αντιθέσεων και σύνδεσης με κοινωνικούς
και εργασιακούς χώρους. Το ζήτημα είναι ότι δεν θα μπορούσαν έτοιμες πολιτικές
γραμμές να έχουν καμιά τύχη σε ένα χώρο που δεν είχε συνολική εικόνα της πολιτικοοικονομικής κατάστασης, αλλά
περισσότερο δεν θα μπορούσαν να πείσουν
όλους αυτούς που περισσότερο με το ένστιχτο συλλάμβαναν τους κραδασμούς
της κοινωνίας, ξεκινώντας από το μικρόκοσμό τους. Και σ’ αυτό το σημείο φάνηκε η αδυναμία του
κομμουνιστικού λόγου να ακουστεί. Ίσως η
αδυναμία του ΚΚΕ να παρέμβει μέσα σ’ ένα
κλίμα αναταραχής με δυσδιάκριτα ιδεολογικά στοιχεία είχε σαν αποτέλεσμα να περιοριστεί η
πειστικότητά του σε στρώματα του πληθυσμού που ψυχανεμίζονταν από τότε αυτό που
βιώνουμε τώρα. Σίγουρα σε κείνη την
έκρηξη συμμετείχαν παιδιά χωρίς όραμα, τρελαμένα από τις συνθήκες που βίωναν, πρόδρομες
αυτών που θα επικρατούσαν με το μνημόνιο, και αντέτασσαν βία στη βία της εξουσίας. Αλλά δίπλα σ’ αυτούς ήταν κι ο άνεργος και ο σπουδαστής, με
ελάχιστες προοπτικές στο χώρο εργασίας, και ο εργαζόμενος των 700 ευρώ τότε,
που δεν ανέχονταν την κρατική καταστολή, που διαμόρφωναν
δικούς τους κώδικες επικοινωνίας και αντιπαράθεσης, αλλά κι ενσωμάτωναν
ένα σύνολο από ιδεολογικά στοιχεία που έφερνε η αναρχική κριτική στο σύστημα, αλλά και η κομμουνιστική ιδεολογία (και βέβαια δεν
έλειπαν οι προβοκάτορες, αλλά πότε λείπουν;).
Παρόλο λοιπόν που το κυρίαρχο σύστημα συνήλθε πολύ γρήγορα από το σοκ
του Δεκεμβρίου και δεν υποχώρησε από τους σχεδιασμούς του κι ενώ στο σύνολο της
κοινωνίας φαίνεται σαν ελάχιστα να την επηρέασε, ακόμα και σήμερα δεν ξέρουμε
τι υπόστρωμα δημιουργήθηκε από τότε για τροποποίηση του συσχετισμού των
δυνάμεων που συγκρούονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου