Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

ΠΡΟΣ ΕΜΠΕΔΩΣΗ


     Τι μας εμποδίζει να αναγνωρίσουμε το δικό μας συμφέρον;   Γιατί υπάρχει τέτοια διάσταση  ανάμεσα σε ανθρώπους που πρακτικά έχουν τα ίδια συμφέροντα και όμως επιδεικνύουν μια  τέτοια αδυναμία να το συνειδητοποιήσουν;  Είναι που δεν έχουμε κατανοήσει τη διαδικασία παραγωγής και διανομής των αγαθών; Η ικανότητά μας να αντιδράσουμε είναι ανάλογη προς τον βαθμό κατανόησης της δομής και λειτουργίας του όλου κοινωνικού συνόλου;
      Μήπως πρέπει να επιστρατεύσουμε  ψυχολογικές ερμηνείες για να κατανοήσουμε την αδυναμία μας  αυτή; Αν ο πλούτος σε απομονώνει η φτώχεια δεν σε απομονώνει λιγότερο. Μήπως επειδή ο  καθένας είναι αρπαγμένος από τη θλίψη του και την προσπάθειά του, βλέπει στον άλλο περισσότερο έναν αντίπαλο, παρά έναν σύντροφο στην εξαθλίωση, νομίζοντας πως η μερίδα αυτουνού είναι κομμένη από τη δική του ;  Στην αναζήτηση εργασίας, όσοι  υποσκελίζονται  βλέπουν τους άλλους σαν   παρείσακτους που τους κλέβουν; Ακόμα κι αν  έχουν  άδικο πιθανόν να νιώθουν πως η  αδικία τους  ανακουφίζει όταν αισθάνονται κι αυτοί θύματα  της αδικίας.
     Και τελικά ο  πόλεμος των εργαζομένων όχι εναντίον της φύσης ή εναντίον των συνθηκών, όχι εναντίον των πλουσίων για  να τους  αρπάξουν το ψωμί,  ο πόλεμος  των εργαζομένων εναντίον των  εργαζομένων, για ν΄ αρπάξει ό ένας  απ’ τον άλλο τα κομμάτια το ψωμί, τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των πλουσίων  αυτό δεν είναι  η μεγαλύτερη  εξαθλίωση; Παραμένοντας στην κατάσταση του πρωτόγονου πολέμου, ο ένας εναντίον του άλλου, δεν ενώνουμε τις δυστυχίες μας, απλώς τις πολλαπλασιάζουμε.
     Είναι δυνατό να ξαναγυρίζουμε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αρνούμενοι τη συσπείρωση των εργαζομένων σε σωματεία, όταν οι εργαζόμενοι μάθαιναν για πρώτη φορά για συνδικαλισμό, συνένωση δυνάμεων, αλληλεγγύη κλπ; (τουλάχιστον τότε πρωτακούγονταν στ’ αυτιά πολλών αυτές οι διεκδικήσεις).  Στις μέρες μας  έχοντας όλα αυτά απαξιωθεί δεν μπαίνουμε καν στο κόπο να προβληματιστούμε όταν τα απορρίπτουμε, γεμάτοι αυτοπεποίθηση για την ημιμάθειά μας.
        Μέσα στις πλατείες ζούμε την αυταπάτη ότι καταλύεται η παλιά τάξη πραγμάτων και θεμελιώνεται μια καινούργια, ενώ δεν κάνουμε  τίποτε άλλο από το να οικειοποιούμαστε όλα τα στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας ανανεώνοντάς τα, με το να τα αλλάζουμε  απλώς μορφή.  Ο ατομικισμός  απογειώνεται σε μαζική ιδεολογία. Η καταφυγή σε συλλογική δράση  γίνεται  μόνο για την προάσπιση εκείνων των  κανόνων οικονομικού ανταγωνισμού που μέχρι και  πέρυσι δεν τους ένοιωθε η πλειονότητα ότι έχουν παραχαραχθεί εις βάρος της. Η αλαζονεία  των ημιμαθών, παραφουσκωμένων από την άσχημα διαλεγμένη και την ακόμα πιο άσχημα χωνεμένη γνώση, ο θεατρινίστικος εγωισμός, που βρίσκει να τον εκφράζουν τα κούφια πομπώδη λόγια, περισσεύουν σε πολλούς που παίρνουν το λόγο στις πλατείες και  ακόμα περισσότερο σ’ αυτούς που περιγράφουν με θαυμασμό τα τεκταινόμενα σ’ αυτές. Μήνες στη βουλή συζητούν, διαπληκτίζονται  και στο τέλος υπακούουν και αποδέχονται τις άνωθεν εντολές. Για τρίτη βδομάδα συζητούν στις πλατείες και στο τέλος πηγαίνει καθένας στο σπίτι του ή στη δουλειά του, αν έχει, αν όχι κατασκηνώνει στην πλατεία. Βέβαια, η  επιμονή και η δυναμική του πλήθους πάντα δίνει ελπίδες - αλλά προς ποια κατεύθυνση;
       Συνεχίζουμε να πιστεύουμε  στο δημοκρατικό αξίωμα, στα  δικαιώματα του  ανθρώπου.  Στους καιρούς της ευμάρειας, μας φαινόταν αδικία τα δικαιώματα αυτά να τ’ αποστερείται ο πληθυσμός του τρίτου κόσμου, και δώστου συναυλίες και happening  για να υποστηρίξουμε την εδραίωσή  τους.  Σήμερα, ακόμα δεν έχουμε αντιληφθεί ότι  η αδικία , αν μπαίνει  ακόμα ζήτημα δίκιου ή άδικου, είναι  το ότι υπήρχαν  αυτά τα δικαιώματα μόνο  για τους προνομιούχους.  Δεν υπάρχουν δικαιώματα. Ο εργαζόμενος  δεν έχει δικαίωμα σε τίποτα. Τίποτα δεν μας  ανήκει, πρέπει κάθε πράγμα να το καταχτάμε  από την αρχή, κάθε μέρα. Τα δικαιώματα τελικά αποδεικνύονται ότι είναι μια επινόηση απάτης του πονηρού κεφαλαιοκράτη,  για να επικυρώσει τα λάφυρα της περασμένης του νίκης εφησυχάζοντας τον αντίπαλο, για να μην αντιληφθεί  ότι  ο πόλεμος συνεχίζεται. Τώρα ακόμα και  το μοναδικό δικαίωμα, αυτό της εργασίας, μας το έχουν αποστερήσει.
     Διδαχτήκαμε πώς να χειριζόμαστε τη σκέψη μας  κι όχι πώς να σκεφτόμαστε. Ασκηθήκαμε, όσο πιο λίγο σκεφτόμαστε με το δικό μας μυαλό τόσο πιο πολύ ευτυχισμένοι και περήφανοι να νιώθουμε.
    Κι είναι αλήθεια, τώρα που οι υποσχέσεις για ευμάρεια αποδείχτηκαν φρούδες … αγανακτήσαμε και  καταβάλουμε προσπάθειες να αντιδράσουμε, χωρίς όμως να διακινδυνεύσουμε παρά ελάχιστα. Νιώθουμε αδυναμία να υποστηρίξουμε το δίκιο μας και απολογούμαστε συνέχεια για λάθη ενώπιον αυτών που μας κυβερνούν. Ακολουθούμε τους κανόνες που μας έχουν επιβάλει από φόβο των κυρώσεων. Λιποταχτήσαμε από τους κοινωνικούς ταξικούς αγώνες και παρασυρόμαστε από  ξαναζωντανεμένα παλιά όνειρα εθνικής περηφάνιας.
      Η αγωνιστικότητα και η συλλογική  διεκδίκηση είναι ένα ποτό που η ανώδυνη χρήση του επιτρέπεται σε καιρούς ευμάρειας και κοινωνικής ειρήνης, κι απαγορεύεται σε καιρούς  ταξικού πολέμου και συγκρούσεων, γιατί τότε η χρήση του θα είναι  αποτελεσματική.

2 σχόλια:

Αντωνης είπε...

Ακόμα ένα εξαιρετικό κείμενο. Μπράβο.

Προλύτης είπε...

Ευχαριστώ για σχόλιο. Εκτιμώ πολύ τη δουλειά σου στο μπλογκ σου, γιατί βοηθά ακόμα και αυτούς που είναι μοιρασμένοι σ’ αντίθετους δρόμους να ξεκαθαρίσουν κάποια πράγματα…