Τις τελευταίες δεκαετίες συνεχώς γίνονται αναφορές για πολιτική, πολιτιστική ακόμα και ηθική ανανέωση, όπου σημαντικό είναι πια ο καθένας να είναι ο εαυτός του, να μπορεί να εκφράζεται, ν’ αναγνωρίζεται κοινωνικά και να μην επιτρέπεται τίποτε να εμποδίζει την κατοχύρωση των ατομικών του δικαιωμάτων. Ο ατομικισμός έφτασε μέσα από περίπλοκες ίσως ατραπούς να γίνει μαζική ιδεολογία που αποτρέπει τους ανθρώπους από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και φυσικά αγωνιστικές δράσεις
Περιγραφή και ανάλυση μιας τέτοιας ατραπού
Τo σύνθημα «δικαίωμα στη διαφορά» ακούστηκε επιτακτικά κι επίμονα σε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες τον Ιανουάριο του 1987. Στο σύνθημα αυτό συνοψιζόταν η αιτιολόγηση του αιτήματος για αποφυλάκιση του Χ. Ρούσου, ομοφυλόφιλου, που είχε καταδικαστεί για το φόνο του εραστή του. Το σύνθημα στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση αναφερόταν ιδιαίτερα στις προσωπικές ερωτικές επιλογές του συγκεκριμένου ατόμου.
Το ίδιο σύνθημα σε αιτιολογική διατύπωση «επειδή η διαφορά είναι δικαίωμα» υπήρξε τίτλος περιοδικού για «σπαστικά παιδιά». Στην περίπτωση αυτή λειτουργεί καθαρά ως αιτιολόγηση μιας δεδομένης κατάστασης Με το σύνθημα αυτό εκδηλώνεται η απαίτηση για .δικαίωμα στη διαφοροποίηση των ατόμων σε επίπεδο νοητικό και σωματικό, που προϋποθέτει κάποια ανομοιότητα ανάμεσα στους ανθρώπους και μας παραπέμπει στη μοναδικότητα του ανθρώπου ως ατόμου.
Επομένως, το σύνθημα αυτό βρίσκεται σ’ άμεση σχέση με τη διαπίστωση και παραδοχή της μοναδικότητας του κάθε ατόμου.
Από το λεξικό Δημητράκου η ερμηνεία των λέξεων του συνθήματος:
Δικαίωμα: πράξις δικαία, το αποτέλεσμα ενεργείας γενομένης συμφώνως προς το δίκαιο – νεωτ. η εκ του νόμου ή εκ του αγράφου δικαίου απορρέουσα αξίωσις, απαίτησις
Διαφορά: ανομοιότης
Το σύνθημα δηλ. καταφάσκει στην απαίτηση ή αξίωση, που απορρέει από κάποιο νόμο ή άγραφο δίκαιο, της ύπαρξης της ανομοιότητας και βέβαια αφού εκφράζεται από κοινωνικές ομάδες, αυτή η απαίτηση αφορά στον κοινωνικό χώρο. Το σημαντικό είναι πως αυτή η απαίτηση στηρίζεται κάπου η σε κάτι (κάποιο νόμο ή άγραφο δίκαιο) που φυσικά πρέπει να γίνεται αποδεκτό και μπορεί να επιβάλλεται σ’ όλους.
Επομένως ο άνθρωπος ως προς αυτό, είτε δίκαιο είναι είτε έθιμο ή κάτι άλλο, τείνει ν’ αντιμετωπιστεί ως μέρος ενός συνόλου με κοινά γνωρίσματα και από την άλλη, αφού διαφέρει, ως άτομο που ξεχωρίζει και διακρίνεται για τη μοναδικότητά του. Άρα, το ίδιο το σύνθημα έτσι που είναι διατυπωμένο αυτοαναιρείται, εξ αιτίας της αντίθεσης που υπάρχει ανάμεσα στο νόημα των λέξεων δικαίωμα –διαφορά κι ακριβώς καθρεφτίζει τις αντιθέσεις στις οποίες οδηγεί η ύπαρξη της διαφοράς κι ακόμα περισσότερο η παραδοχή της.
Ο κάθε άνθρωπος, σύμφωνα με το σύνθημα, έχει το δικαίωμα να δεχτεί και να προβάλλει ό τι τον διαφοροποιεί από τον άλλον και κατά συνέπεια ν’ αφήνεται ελεύθερος να εκδηλώνεται και να εκφράζεται με το δικό του τρόπο. Η λέξη δικαίωμα πάλι υπονοεί την ύπαρξη κάποιου κανόνα ή κοινού μέτρου που επιτρέπει τη «διαφορά»| και συνακόλουθα μια διαδικασία εσωτερίκευσης της αποδοχής του αυτού του κανόνα. Η επίκληση στο «δικαίωμα στη διαφορά» προϋποθέτει γνώση της διαφοράς, της ανομοιότητας, σε σχέση με το κοινό μέτρο που λειτουργεί ως κανόνας αφού και η ίδια η λέξη διαφορά προϋποθέτει σύγκριση, δεν νοείται απόλυτα.
Αυτοί λοιπόν που πραγματικά διαφοροποιούνται από το κοινό μέτρο το διαπιστώνουν εξ αιτίας αυτών που έχουν καθιερώσει ή ακολουθούν το μέτρο κι όχι γιατί οι ίδιοι θεωρούν τον εαυτό τους «διαφορετικό». Η εικόνα των άλλων για τον εαυτό τους που είναι «διαφορετικός» γίνεται και δική τους εικόνα. Έτσι, ουσιαστικά, αυτοί που ακολουθούν τον κανόνα είναι που βάζουν ως επιδίωξη την πραγμάτωση του συνθήματος για χάρη αυτών που δεν τον ακολουθούν. Κάνουν λοιπόν μια παραχώρηση, και γιατί όχι; ένα είδος φιλανθρωπίας, σ’ αυτούς που δεν είναι όμοιοί τους. Κι ίσως γίνεται αυτό, όχι γιατί ενδιαφέρονται για τους «διαφορετικούς», αλλά γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνουν το κοινό μέτρο. Αφού πρώτα επιβλήθηκε ένα κοινό μέτρο, μετά εξοβελίστηκαν ως διαφορετικοί αυτοί που είχαν άλλο κριτήριο, χωρίς όμως να είναι δυνατή η εξαφάνισή τους, αφού ακριβώς η ανομοιότητά τους επιβεβαιώνει και κάνει συνειδητή την ενστέρνιση του κοινού μέτρου. Ο αφέντης πως θα επιβεβαίωνε την εξουσία του χωρίς την ύπαρξη του δούλου; Και μάλιστα τότε τον έχει περισσότερο ανάγκη, όταν αρχίζει κι ό ίδιος ν’ αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητα της εξουσίας του.
Η παραχώρηση λοιπόν που γίνεται στο «διαφορετικό» μπορεί να προέρχεται είτε γιατί σε κάποια δεδομένη στιγμή υπάρχει ανάγκη απ’ αυτό το «διαφορετικό» είτε γιατί ακόμα το «διαφορετικό» ασκεί πίεση και ζητά να καθοριστεί ένα νέο μέτρο ή τουλάχιστον να υπάρχει ένα παράλληλο, με το καθιερωμένο, μέτρο. Μη ξεχνάμε ότι με τις κάποιες παραχωρήσεις αποδυναμώνεται η όποια διεκδίκηση.
Από τη στιγμή πάντως που τέτοιου είδους συνθήματα προβάλλονται και απ’ αυτούς που ακολουθούν το κοινό μέτρο και απλώς αυτοί που είναι «διαφορετικοί» ενθαρρύνονται να το ενστερνιστούν, το αίτημα τότε, σε όποιο βαθμό προχωρήσει η πραγματοποίηση του, παραμένει μια παραχώρηση των «ομοίων» και μια κατάφαση της «ομοιότητας» που συνεχίζει να θεωρείται το «σωστό»
Το σύνθημα επομένως, όπως είναι διατυπωμένο, επιβεβαιώνει τη διάκριση ανάμεσα στους «κανονικούς» από τη μια και τους «διαφορετικούς» από την άλλη.
Το συμπέρασμα είναι πως όταν οι «διαφορετικοί» κραυγάζουν αυτό το σύνθημα, παίζουν με τους όρους των «κανονικών», αφού δέχονται την ύπαρξη ενός κριτηρίου διάκρισης. Στην καλύτερη περίπτωση δε δέχονται το συγκεκριμένο κριτήριο κι όχι αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη οποιουδήποτε κριτηρίου η κοινού μέτρου.
Το να έχει όμως κανείς «δικαίωμα στη διαφορά» προϋποθέτει ένα πρότυπο, το οποίο πρότυπο επιτρέπει την παρέκκλιση απ’ αυτό, κι έτσι και η παρέκκλιση εξαρτάται από το πρότυπο το οποίο γίνεται δεκτό Επομένως, το σύνθημα ενώ φαίνεται πως καταφάσκει στη διαφορά, έμμεσα προβάλλει τη «νομιμότητα» της ύπαρξης ενός προτύπου κι επομένως, με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο, μάλλον τείνει να οδηγήσει ή εύχεται να οδηγήσει στην εξάλειψη της διαφοράς.
Από την άλλη, η παραδοχή και προβολή αυτής της ιδιαιτερότητας είναι το σημείο εκκίνησης, για να γίνει πράξη από το άτομο, η απελευθέρωσή του Εγώ, ώστε ν’ αποτινάξει περιττά νοητικά σχήματα που το κάνουν να θεωρεί φυσική κι αυτονόητη την όποια συμπεριφορά του που προκαθορίζεται από μηχανισμούς οι οποίοι το καθυποτάσσουν.
Έσχατη βέβαια συνέπεια τέτοιων αντιλήψεων κι ενεργειών θα είναι η άρνηση κάθε μηχανισμού που ισοπεδώνει τα άτομα, άρα κάθε είδους εξουσίας. Η οποία εξουσία υπερβαίνει τα άτομα και επιδιώκει τη δημιουργία προτύπων, ώστε με την υπέρβαση το άτομο να μη μπορεί ν’ αναγνωρίσει την πηγή της όποιας κατάστασής του, ενώ με την κατασκευή προτύπων να δημιουργούνται συλλογικά ασυνείδητα, που να διαμορφώνουν την ατομικότητα σύμφωνα με προκαθορισμένα σχήματα.
Καταλήγοντας, η αντίθεση που ενυπάρχει στις έννοιες δικαίωμα – διαφορά αντικατοπτρίζει τις αντιθέσεις της κοινωνικής πραγματικότητας ανάμεσα στο σύνολο και το άτομο και τον αγώνα να υπάρξει κάποιος συμβιβασμός – η κι αλλιώς, ισορροπία – ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο.
Το αίτημα λοιπόν της ατομικής απελευθέρωσης, που υπονοείται στο σύνθημα, μας οδηγεί σε συλλογισμούς, όπου το προβάδισμα έχει το άτομο, μ’ όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται, θετικές βέβαια όταν τις αναλύουμε από την πλευρά του μεμονωμένου ατόμου. Μέσα όμως απ’ αυτούς τους συλλογισμούς δεν αποσαφηνίζεται η σχέση του με την κοινωνική πραγματικότητα, απ’ όπου προέρχεται και το σύνθημα, κι από την άλλη δείχνει και την κατεύθυνση που ακολουθεί η κριτική του για το κοινωνικό σύστημα και την προσπάθεια για το ξεπέρασμα ή κατάργηση του κοινωνικού συστήματος
Στόχος παύει πια να είναι η οργάνωση των ανθρώπων για τη συντριβή του συστήματος στη βάση, γιατί ακριβώς υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει στη στέρηση της ελευθερίας της ατομικότητας, στην αντιμετώπιση του ατόμου ως εξάρτημα της κοινωνικής μηχανής, έστω και με σκοπό την ανατροπή της παρούσας οργάνωσής της, με έσχατο κίνδυνο την ολική κυριαρχία της, ανεξάρτητα από το είδος της κοινωνικής οργάνωσης.
Έχοντας λοιπόν το άτομο την εμπειρία των συνεπειών από την εξουδετέρωσή του, ανεξάρτητα για ποιον σκοπό γίνεται, ανακαλύπτει πάλι την ιδιαιτερότητα, το ανόμοιο που αντιστέκεται, κι όταν ακόμα δεν το συνειδητοποιεί, σε κάθε εξουσία που δεν μπορεί να υπάρξει διαφορετικά παρά ισοπεδώνοντας, εξουδετερώνοντας, επιβάλλοντας ομοιομορφία.
Δηλ. στο τέλος τέλος, το σύνθημα αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διακήρυξη της άρνησης της εξουσίας, δυστυχώς όμως με τους κανόνες του παιχνιδιού της – που αλλού παραπέμπει αυτή η λέξη δικαίωμα;
Η λέξη όμως διαφορά μας ανοίγει πεδία ανεξερεύνητα, προκλητικά, μ’ έναν ορίζοντα που συνεχώς μετακινείται, και γι’ αυτό και επικίνδυνο.
Μ’ αυτήν την ερμηνεία του συνθήματος, το άτομο έχει το προβάδισμα. Φορέας κι υποκείμενο κάθε επαναστατικής ανατροπής ή απλώς μιας μετατροπής των κοινωνικών πραγμάτων, γίνεται ακριβώς αυτό το συγκεκριμένο άτομο ή ακόμα σύνολα ή ομάδες συγκεκριμένων ατόμων (βασικός προβληματισμός πόσο ουτοπικό είναι αυτό) κι όχι κάποιες αόριστες γενικές εκπροσωπήσεις ομάδων που αντιπροσωπεύουν πια τα κόμματα ή κοινωνικές κατηγορίες ή τάξεις. Αυτά καταλήγουν να καταπνίγουν όποια διαφορά εν ονόματι μιας ενότητας ή ενός στόχου, πολλές φορές αμφίβολου, που εξουθενώνουν το άτομο, καταπνίγοντας όποια πρωτοβουλία και δημιουργική του ενέργεια κι αναπαράγοντας έτσι την εξουσία.
Κι όμως στο τέλος δεν υπάρχει φόβος να καταλήξουμε σε λατρεία ενός Εγώ που δεν ορίζεται, δεν αναγνωρίζεται και σε ενέργειες πολλών υποκειμένων που κατακερματίζονται και διαχέονται χωρίς να επικεντρώνονται σ’ έναν στόχο, για να μπορούν να τον επιτύχουν;
Και φτάνουμε στα χρόνια του μνημονίου. Ζώντας σε ιδεολογικό περιβάλλον που εκθειάζεται το άτομο, απομυθοποιούνται οι ιδεολογίες και αποϊδεολογικοποιούνται τα προβλήματά μας χωρίς να εντάσσονται σε ένα σύστημα ερμηνείας, οδηγούμαστε σε κοινωνική μοιρολατρεία όπου όμως μας κάνουν να πιστεύουμε ότι διασώζεται το άτομό μας έστω κι αποστερημένο από τα δικαιώματά του αλλά περιμένοντας κάποια ευκαιρία για την αποκατάσταση της ισορροπίας και πάλι ….
1 σχόλιο:
Όπου διαφορά και ταυτότητα. Ταυτότητα το αφηρημένο ανθρώπινο υποκείμενο δικαίου, που συνιστά μια ανθρώπινη οντότητα με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Πυρηνικά στοιχεία της έννοιας ''άνθρωπος'' θεωρείται, μεταξύ άλλων, η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, μητρικό δικαίωμα των δικαιωμάτων της ελεύθερης συμμετοχής στην οικονομική ζωή του τόπου, της ελευθερίας των συμβάσεων, της ελευθερίας του λόγου κλπ κλπ. Δηλαδή αυτή η ταυτότητα του αφηρημένου νομικού υποκειμένου εμπεριέχει ως ουσιώδη στοιχεία της σύστασής της όλα τα τυπικά γνωρίσματα του ατομικού, εγωιστικού υποκειμένου των αστικών σχέσεων παραγωγής. Με βάση αυτήν την ταυτότητα και τα ουσιώδη της γνωρίσματα, ο,τιδήποτε επουσιώδες και συμπτωματικό-''τυχαίο'' ως προς τον νόμο της ταυτότητας, θεωρείται διαφορά. Η γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, οι σεξουαλικές προτιμήσεις κλπ, συνιστούν επουσιώδη στοιχεία της ταυτότητας του αστικού υποκειμένου, επομένως συνιστούν ''διαφορές'' σε σχέση με τον νόμο της ταυτότητας, ενυπάρχουσες σε αυτή την ταυτότητα, ''τυχαίες'' και απειράριθμες ιδιότητες. Όμως, όπως περιγράφει και ο Μπαντιού στην ''Ηθική'', μπορεί κανείς να προσάψει άπειρα κατηγορήματα (''διαφορές'') σε κάποιον (χρώμα ματιών, μαλλιών, πολιτιστικές αναφορές κλπ κλπ). Αυτή η απειρία των διαφορών δεν έχει κανένα νόημα, παρά μόνο σε σχέση με την κυρίαρχη ταυτότητα. Ο λόγος περί του ''δικαιώματος στη διαφορά'' είναι απολογητικός της ταυτότητας που επιβάλλει η αστική νομική μορφή του ανθρώπου, μια νομική μορφή βασική για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων. Στόχος της κομμουνιστικής αριστεράς πρέπει να είναι η καταφατική συγκρότηση του νόμου της ταξικής ταυτότητας, που θα καθιστά όλες τις υπόλοιπες διαφορές έθνους κλπ, τυχαίες και επουσιώδεις.
Δημοσίευση σχολίου