Μετά
το μνημόνιο εντάθηκαν οι φωνές που μιλούν για πνευματική κρίση και
εστιάζουν σ’ αυτή αφήνοντας εσκεμμένα την πολιτική και οικονομική
κρίση στην ασφαλή ομίχλη του ανεξήγητου η δυσερμήνευτου. Έτσι
προτρέπουν τους ανθρώπους να αναζητούν μικροχαρές που μπορούν να
αποκτούν τονίζοντας ότι είναι καιρός πια να ενδιαφερόμαστε για το
ποιοτικό, για τη βελτίωση της καθημερινότητάς μας με τους άλλους, για
το πνευματικό τοπίο της κοινωνίας.
Η μακροοικονομία και η παγκόσμια αγορά, παρόλο που έφτασαν ξεκάθαρα ,
άμεσα και συγκεκριμένα να επηρεάζουν την κοινωνία μας (είτε αναφέρονται
ως κερδοσκόποι ή ως ισχυρές χώρες που επιβάλλουν για καλό μας
συγκεκριμένους δημοσιονομικούς κανόνες) εξακολουθούν, μέσα κυρίως από
τα τηλεοπτικά δελτία των οκτώ, να προβάλλονται σαν χώροι του
απροσδιόριστου, μιας καθαρής επικράτησης της μοίρας που δεν μπορούμε να
της αντισταθούμε ούτε να την αλλάξουμε, απλώς να υπακούμε στις επιταγές
της.
Η εθνική οικονομική πολιτική θεωρείται πως δεν έχει καμιά θέση πια η
δε ανεργία και η αποβιομηχάνιση δεν μπορούν να δαμαστούν και το μόνο
που μπορούμε να κάνουμε είναι να συναινούμε σε αποφάσεις που λαμβάνονται
από αδιαφανή κέντρα αποφάσεων, που η μόνη επίδρασή μας σ’ αυτά είναι με
τις αντιδραστικές ενέργειές μας να τα θυμώσουμε, με αποτέλεσμα να μας
τιμωρήσουν.
Οι σοσιαλιστές του Γ. Παπανδρέου που μας κυβερνούν συνεχίζουν να
περισώζουν κάποια απομεινάρια φρασεολογίας σοσιαλιστικής διακυβέρνησης
(μεταθέτοντας σ’ ένα ομιχλώδες μέλλον μια σοσιαλίζουσα κοινωνία που
μάλιστα θα προκύψει από τούτη εδώ που βάλθηκαν με διατάγματα να
αποδομήσουν), ενώ στην πράξη συμφωνούν απολύτως με την πιο σκληρή
φιλελεύθερη πολιτική θεωρώντας το κράτος πηγή κάθε δεινού. Κυριαρχεί
πλήρως ο οικονομισμός και το συναλλακτικό πνεύμα ενώ οι περισσότεροι
διανοούμενοι προβάλλουν τα πολιτικά ιδεώδη και τις κοινωνικές
υποσχέσεις του παρελθόντος, από τα οποία πρέπει και να απαλλαγούμε, το
λιγότερο ως αφελή.
Ακόμα κι όταν κάποιος από τους οργανικούς διανοούμενους (και είναι οι
μόνοι των οποίων η φωνή πολλαπλασιαστικά ηχεί) μιλά για λαϊκή αντίδραση
ποτέ δε θέτει σε αμφισβήτηση τα θεμέλια της κοινωνικοοικονομικής τάξη.
Αντιθέτως μας επισείει συνεχώς είτε τον κίνδυνο της χρεωκοπίας είτε την
αδυναμία οποιουδήποτε πολιτικού ή κοινωνικού φορέα να προτείνει
εναλλακτική λύση, πάντα βέβαια μέσα στα πλαίσια του συστήματος. Τα
φόβητρα αυτά τα έχει απόλυτη ανάγκη η πολιτικοοικονομική πραγματικότητα
για να μας συσπειρώσει γύρω από τις αποφάσεις της, να μας
αδρανοποιήσει.
Δεν επιτρέπεται, ως παρωχημένο κι εκτός πραγματικότητας, να γίνεται
λόγος για αγώνα ή ένταξη, ούτε τα θύματα αυτής της πολιτικής να
θεωρούνται ότι ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη. Όλα τα
θύματα του μνημονίου, που ακόμα δεν ολοκλήρωσε την καταστροφική του
ενέργεια, δεν αντιμετωπίζονται ως ενδεικτικά μια γενικότερης κατάστασης,
αλλά περισσότερο ως θύματα μιας μοιραίας κατάστασης που μάλιστα
προκλήθηκε από τους ίδιους (« μαζί τα φάγαμε»)
Υποστηρίζεται από τους κυβερνώντες και τους υποτακτικούς τους, σ’
όλους τους τόνους, ότι καμιά ενέργεια του λαού δεν μπορεί να αλλάξει
τη μοίρα της εθνικής και παγκόσμιας οικονομίας. Ακόμα και σ’ αυτήν την
έσχατη ώρα οι όποιες αντιδράσεις οδηγούνται στον κατακερματισμό και στην
ανάπτυξη μικροπραγματικοτήτων. Την ίδια στιγμή που υπάρχει απόλυτη
ανάγκη για παγκόσμιες κινήσεις ο λαός συνεχίζει να είναι δύσπιστος σ’
αυτές απεμπολώντας σχεδόν το πολιτικό στοιχείο στις αντιδράσεις του,
που είναι από τη φύση του συνδεδεμένο με μια διεθνή πρακτική.
Πολλοί στρεφόμαστε στους τεχνοκράτες που ανήκουν στον κόσμο της
δράσης και της εξουσίας, που δέχονται τον κόσμο όπως είναι και
συμβιβάζονται μαζί του όχι όμως για να τον αλλάξουν αλλά για να
κυριαρχήσουν περισσότερο πάνω στην κοινωνία και να διευρύνουν τις
αρμοδιότητές τους. Ολόκληρη η κυβέρνηση, που μέσα στα πλαίσια του
πολιτικού συστήματος έχει την νομιμοποίηση της εξουσίας της, υπακούει
τυφλά στην περίφημη τρόικα των τεχνοκρατών, ανεξάρτητα αν εκπροσωπούν
πολιτικές κρατών η στους δικούς της αδιευκρίνιστων αρμοδιοτήτων
συμβούλους
Η κυρίαρχη αντίληψη μας στερεί ακόμα και τα εργαλεία εκείνα της
σκέψης που θα μας επέτρεπαν να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο κατά τρόπο
διαφορετικό. Ακόμα και την οικονομία την ανακήρυξε ουδέτερο τομέα,
σχεδόν μη πολιτικοποιημένο, χωρίς διασύνδεση με τον τρόπο παραγωγής και
τις ταξικές σχέσεις που θα μπορούσαν να εξηγήσουν την πορεία της. Το
αποτέλεσμα είναι ότι η όποια προσπάθεια για πολιτική ερμηνεία της
οικονομικής κρίσης απαξιώνεται η και χλευάζεται. Καταδικάζεται κάθε
απόπειρα αλλαγής του κόσμου σύμφωνα με ένα αφηρημένο ίσως και γενικό
πρόγραμμα που μπορεί όμως να ανοίγει ένα παράθυρο σε κάποιο όραμα.
Ο έλληνας της εποχής του μνημονίου δεν προσδοκά τίποτε παρά μόνο τη
διασφάλιση σ’ ένα μίνιμουμ ποσοστό, που όλο και συρρικνώνεται,
δικαιωμάτων και ποιότητας ζωής που κέρδισαν οι προηγούμενες γενιές.
Δεν επιδιώκει να αντιταχθεί στους ισχυρούς πολιτικούς ή οικονομικούς
παράγοντες, ντόπιους και ξένους, απλώς έχει περάσει στη σφαίρα της
καθαρής αγανάκτησης και καταγγελίας σε ατομικό επίπεδο, που μάλλον
καταλήγει σε μια παθητική συμφωνία, χωρίς ουσιαστικά κοινή δράση .
Και κοντά έναν αιώνα μετά οι «Μοιραίοι» του Βάρναλη μέσα από
διαδικασίες χειραγώγησης που κράτησαν κάποιες δεκαετίες ξαναγίνονται
επίκαιροι. Το θαύμα που προσμένουμε είναι ότι κάποιοι άλλοι, χωρίς να
«ξοδευτούμε» οι ίδιοι θα αντιδράσουν.
Εκείνοι οι ΜΟΙΡΑΙΟΙ όμως είχαν άγνοια. Εμείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου