Σχετικά με το τραγικό δυστύχημα που προκάλεσε η Πόρσε, στα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης έκαναν εντύπωση σχόλια που μαζί με λόγια καλοκάγαθα και
παρηγορητικά για τα θύματα περιλάμβαναν κατάρες κι αναθέματα για τον κάτοχο της
Πόρσε, έκφραση πίκρας, ακόμα και μίσους που πυροδοτούσε η οικονομική κατάσταση
του κατόχου του αυτοκινήτου. Σαν όλοι οι δυστυχισμένοι άνθρωποι να ένιωθαν πως
η πίστωση από παράπονα κι απογοητεύσεις, πένθη και πίκρες, που η τελευταία
επταετία της οικονομικής εξαθλίωσης τους είχε ανοίξει, έπρεπε τώρα να πληρωθεί.
Όλα αυτά τα πικρόχολα, πολλά απ’ αυτά
γεμάτα μίσος, σχόλια έδειχναν σαν να ανακάλυψαν ξαφνικά όλοι αυτοί οι συντάκτες των σχολίων πού
κρυβόταν ο οφειλέτης του λογαριασμού από πόνο και δυστυχία. Ο κάτοχος της Πόρσε
πλήρωνε σε μνησικακία το μερίδιό του για την εξαθλίωση των εργαζομένων. Σε
πολλά σχόλια έμοιαζε να μην υπάρχει καμιά λύπηση για τη δική του δυστυχία κι όλα
αυτά τα σχόλια άφηναν μια γεύση πίκρας και ξεραϊλας, το μίσος και η μνησικακία πηγμένα
στην καρδιά μας. Σε πολλά σχόλια αναδύονταν σχεδόν μια χαρά για τη δυστυχία των
κοινωνικά προνομιούχων. Παρακολουθώντας με φθόνο την προνομιούχα τάξη να
χαίρεται τα καλά της σαν να περιμέναμε τη θανατερή κατάληξη για να νιώσουμε κι
ανακουφισμένοι που ακόμα και οι προνομιούχοι μπορεί να γίνουν δυστυχείς. Και
την ίδια στιγμή αυτά τα γεμάτα μίσος σχόλια αποδείκνυαν αυτό που σε όλους τους
τόνους αποσιωπάται και αποκρύπτεται, ότι υπάρχει ταξικό μίσος. Πίσω απ’ αυτά τα σχόλια διακρίνονταν μια ολόκληρη τάξη
που πεθαίνοντας σιγά σιγά, αποδεκατισμένη και καταστραμμένη από τη
συγκεκαλυμμένη χρεωκοπία των φτωχικών της οικονομιών και από τους μισθούς πείνας που σαν ξεροκόμματο οι
κοινωνικά προνομιούχοι της πέταγαν, εξέφραζε σχεδόν τη χαρά της, έστω και
συγκεκαλυμμένα, για τον πόνο τους.
Και
συγχρόνως αυτά τα σχόλια δεν ήταν παρά
μια θλιβερή υπόμνηση για το βαθμό ταξικής συνειδητοποίησης μεγάλου αριθμού
εργαζομένων. Όχι, δεν υπήρχε ταξική συνείδηση πίσω από το μίσος και τον φθόνο
για τους πλούσιους εκμεταλλευτές της εργατικής δύναμης ούτε αποκαλύπτονταν
ικανότητα εκτίμησης της κατάστασης με σαφήνεια και ρεαλιστικότητα ή βαθύτερης
κατανόησης της απειλητικής κατάστασης που ζούμε. Στη δουλειά μας ή στην ανεργία
μας η συσσώρευση των πιο παράλογων πραγμάτων και αντιφάσεων, η διεύρυνση του
χάσματος αξιοπιστίας στη διακυβέρνηση από την
άρχουσα τάξη δεν μοιάζει να συμβάλουν καθόλου στη διαύγεια της σκέψης
μας, στην εδραίωση της πίστης για ριζική οικονομική και κοινωνική μεταβολή με
τη δική μας δράση. Μοιάζει στην σκέψη μας να επικρατεί το χάος ενός
παραστρατημένου πνεύματος που το τροφοδοτεί η έσχατη απελπισία και η βίαιη
αγανάκτηση. Φυλακισμένοι σ’ αυτή την σκοτεινή φυλακή των ενστίκτων και
συναισθημάτων, χωρίς ελπίδα, μοιάζει μόνο μια κοινή μανία να μας ενώνει, το
μίσος εναντίον των κοινωνικά προνομιούχων που πνίγουν τη ζωή μας. Χωρίς
συνειδητοποίηση των δικών μας ιδιαίτερων, αντικειμενικά καθορισμένων θεμελιακών
συμφερόντων, των διαφορών μας, των αντιθέσεών μας ή και σύμπτωσης τους με τα
συμφέροντα άλλων τάξεων, μένουμε στην έκφραση συναισθημάτων και οργής, ανίκανοι
να προβάλλουμε τη δική μας κοινωνικοπολιτική οπτική. Ενάμιση αιώνα μετά τον
Μαρξ και όλη αυτή η μάζα των εργαζομένων, με ευέλικτα ωράρια και μισθούς
πείνας, ενώ είναι μια τάξη σε σχέση με το κεφάλαιο δεν είναι ακόμα για τον ίδιο
τον εαυτό της. Αυτό το μίσος που σε πολλά σχόλια ξεχείλιζε ήταν έκφραση ενός
τμήματος μιας τάξης που υπάρχει αντικειμενικά ως τάξη «καθ’ εαυτήν», που όμως η
υποκειμενική της διαμόρφωση σε «τάξη δι’ εαυτήν» μοιάζει να μην έχει συντελεσθεί.
Είναι
που η στρεβλή απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας με τον αστικό τρόπο
προσέγγισης εξουδετερώνει κάθε
προσπάθεια ερμηνείας της με όρους
ταξικής σύγκρουσης αντιτιθέμενων συμφερόντων κι επομένως ακυρώνει ως
μάταιο κάθε αγώνα για μετασχηματισμό της κοινωνίας. Κι όμως
είναι μέσα στον ταξικό αγώνα, με όλες τις μορφές του, είναι μέσα από την οργάνωση στο δικό τους
κόμμα, το κομμουνιστικό, που οπλισμένοι με την επιστημονική γνώση των ταξικών τους
συμφερόντων οι εργαζόμενοι συσπειρώνονται και συγκροτούνται ως τάξη δι’ εαυτήν.
Γι’ αυτό και όλη η απαξίωση για κάθε
αγωνιστική κινητοποίηση, γι’ αυτό για άλλη μια φορά και όλες αυτές οι δηλώσεις
για την απεργία, αυτή τη φορά στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ο αρχηγός της
αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκης παίρνει αφορμή απ’ αυτή την απεργία
για να απαιτήσει αλλαγή συνδικαλιστικού νόμου στο θέμα της απεργίας, ενώ η
κυβέρνηση βρίσκει πάλι την ευκαιρία να
παραπλανήσει, καθώς στα λόγια παρουσιάζεται
συνήγορος των λαϊκών αγώνων, όταν
ακριβώς μεθοδεύει με τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, θεσμοί ή τρόικα κι αν
ονομάζονται, την καταστολή τους.
Κι όταν
το ταξικό μίσος δεν εκφράζεται με αγώνες και διεκδικήσεις, αλλά με
συναισθηματικές εξάρσεις, που περισσότερο ακολουθούν
ανεξέλεγκτα ένστικτα, σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αυτό δεν είναι παρά μια συνέπεια της καπιταλιστικής αποσύνθεσης που αγκαλιάζει
το σύνολο και φυσικά και την εργατική τάξη. Ακόμα κι όταν αγκαλιάζουμε νέα
ιδανικά και ξανοιγόμαστε σε νέους δρόμους δεν είναι δυνατό παρά να σέρνουμε μαζί μας επιβιώσεις αυτού
του κόσμου, πόσο μάλλον όταν δεν βάζουμε μπροστά μας σκοπούς διαφορετικούς, δεν
ερμηνεύουμε ορθολογικά την πραγματικότητα και επικαλούμαστε μεσσιανικές λύσεις.
¨Οσοι το θάνατο του γιού του ιδιοκτήτη των καταστημάτων jumbo Γ. Βακάκη
το είδαν ως μια δίκαιη τιμωρία ενός ανάλγητου επιχειρηματία συγχέουν μια
συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα, που δεν κατανοούν ότι οι άνθρωποι διαμορφώνουν, με την πίστη σε μια
ανώτατη εξωλογική αρχή που αναλαμβάνει να δράσει προς όφελός τους στο υπαρξιακό
πεδίο, επιβάλλοντας την επιθυμητή δικαιοσύνη. Ψευδαισθήσεις και φαντασιοπληξίες ενάμιση αιώνα μετά τον Μαρξ!
«Η κατάργηση της θρησκείας σαν φανταστικής ευτυχίας του
λαού χρειάζεται για την πραγματική
ευτυχία του λαού. Το αίτημα της εγκατάλειψης των φαντασιοπληξιών για την
κατάστασή του, είναι το αίτημα της εγκατάλειψης μιας κατάστασης που χρειάζεται
φαντασιοπληξίες.» (Κ.Μαρξ «Κριτική της φιλοσοφίας
του Δικαίου του Χέγκελ», εκδ. Αναγνωστίδη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου