Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ;

 

Σ’ όλη την Ευρώπη, και βέβαια και στην Ελλάδα, οι πολιτικές των κυβερνήσεων πρωτίστως προσπαθούν πάση θυσία να εξασφαλίσουν τη διατήρηση των ταξικών προνομίων της κυρίαρχης τάξης  αυξάνοντας την κερδοφορία του κεφαλαίου, πάντα εις βάρος των εργαζομένων. Κι επειδή, για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου πρέπει να ενταθεί η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, χρόνια τώρα όλες οι κυβερνήσεις προωθούν με νόμους και ατέλειωτες δικαιολογίες τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Ροκανίζοντας η πολιτική εξουσία  χρόνο το χρόνο εργασιακά δικαιώματα που κατακτήθηκαν με αγώνες, μεθοδεύει την παράταση της εργάσιμης ημέρας πέρα από το 8ωρο, στην αρχή ως δυνατότητα και εξαίρεση, για να νομοθετηθεί μετά από λίγο καιρό ως  υποχρεωτική η δήθεν προαιρετική δυνατότητα.
         Στο  νέο λοιπόν  νομοσχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη  με το βαρύγδουπο παραπλανητικό τίτλο «Δίκαιη εργασία για όλους», για τη διάταξη που αφορά 13αωρη εργασία σε έναν εργοδότη πάλι διαβεβαιώνει η κυβέρνηση ότι δεν γίνεται υποχρεωτικό το 13αωρο και ανερυθρίαστα υποστηρίζει ότι  απαιτείται συναίνεση εργαζομένου. Γι΄ αυτό  έχει προκηρυχθεί 24ωρη απεργία  για την 1η Οκτωβρίου, και στην οποία σύρθηκε και η ΓΣΕΕ, ενάντια σ’ αυτό  το αντεργατικό νομοσχέδιο και η μαζικότητά της θα πρέπει να δείξει την αποφασιστικότητα των εργαζομένων.  
       Οι φωνές  απαξίωσης  της συμμετοχής σε μια 24ωρη απεργία ως αναποτελεσματικής και οι επικρίσεις προς τα ταξικά συνδικάτα για υποτονική αντίδραση σ’ ένα τέτοιο αντεργατικό νομοσχέδιο δεν λείπουν κι αυτή τη φορά. Κι ενώ δίνουν την εντύπωση μιας επαναστατικότητας, επί του πρακτέου όμως περιορίζονται σε λόγια ηχηρά, λες και αρκεί ο λόγος για να πραγματοποιηθούν και οι πράξεις. Αυτές οι φωνές μοιάζουν περισσότερο να αντηχούν τον κυρίαρχο λόγο που μας εκπαιδεύει στην ταχύτητα απόδοσης οποιασδήποτε ενέργειας, με συνέπεια οι κινητοποιήσεις  που δεν έχουν άμεση αποτελεσματικότητα να απαξιώνονται.  Κι αυτή η οπτική δεν καλλιεργεί παρά την ηττοπάθεια, ώστε μοιρολατρικά να γίνονται αποδεκτές οι αποφάσεις των κυβερνώντων, αφού δεν έχουν τη δύναμη οι αντιδράσεις των εργαζομένων να τις αλλάξουν.
Μόνο που ο αγώνας των εργαζομένων, όπως και κάθε αγώνας καταπιεσμένων, είναι πάντα μακροχρόνιος, συνεχής και σκληρός. Δεκαετίες ολόκληρες το εργατικό κίνημα δεχόταν χτυπήματα  από το κράτος, την εργοδοσία  και βέβαια από  ρεφορμισμούς που με μάσκα επαναστατική διακήρυτταν την ανεξαρτησία των εργαζομένων από κόμματα και συνδικάτα. Και μαζί με την κυρίαρχη εξουσία που με νόμους και μεθοδεύσεις αλυσόδεσαν και ήλεγξαν τον συνδικαλισμό, κατάφεραν όλοι να απαξιώσουν το συνδικαλιστικό κίνημα για να αφεθούν εντελώς εκτεθειμένοι οι εργαζόμενοι στις κυρίαρχες πολιτικές. Καταλήξαμε λοιπόν σ΄ ένα συνδικαλισμό που ήθελε να προωθήσει  μεταξύ των εργοδοτών και εργαζομένων σχέσεις ειρηνικές, αρμονικές, που ήθελε να απομακρύνει  τις συγκρούσεις, τον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ των δυο τάξεων και φιλοδοξούσε να εξαφανίσει την πάλη των τάξεων, διαλύοντας στην ουσία  τον συνδικαλισμό  και αποτρέποντας τη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων. Και όλα αυτά βέβαια σταδιακά νομοθετήθηκαν, δυσχεραίνοντας την συνδικαλιστική δράση. Οι ολέθριες επιπτώσεις φάνηκαν στην κρίση που εξαθλίωσε μεγάλο μέρος εργαζομένων. Ο καθένας, σε μεγάλο ποσοστό, αντιμετώπιζε μόνος του το πρόβλημά του, πίστευε ότι  είναι μια μοναχική μοναδικότητα και ότι με διάφορους τρόπους μπορεί σε ατομικό επίπεδο να ξεφύγει, είτε με τη θεά τύχη είτε με την απώλεια της αξιοπρέπειάς του είτε με το ζαρώνει φοβισμένος  στο χώρο του, για να γίνεται αόρατος, είτε παρακαλώντας για λίγα αποφάγια που με μορφή επιδομάτων τον ελεούσε η κυβέρνηση λόγω μεγαθυμίας.
Στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης στον ταξικό συνδικαλισμό, η κατανίκηση του φόβου για οργάνωση στα ταξικά σωματεία δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Και σ’ αυτό πρωτοστάτησε το Κομμουνιστικό Κόμμα  και ήταν και είναι συνεχείς οι αγώνες των κομμουνιστών για ενίσχυση της μαζικότητας των συνδικάτων για  να αυξηθεί η δύναμή τους. Γιατί πάνω από ενάμιση αιώνα είναι κυρίως οι αγώνες των κομμουνιστών, ιδιαίτερα στη χώρα μας, που σημάδεψαν την εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι στενοί δεσμοί εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος σημαίνουν και στενό δέσιμο του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος με πολιτικές κινήσεις για ανατροπή του συστήματος εκμετάλλευσης, υψηλό βαθμό πολιτικοποίησης και αγωνιστική συμμετοχή στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Ακόμα και η δομή του συνδικαλιστικού κινήματος, η ενιαία συνδικαλιστική εκπροσώπηση είναι αποτέλεσμα της ενιαίας πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης που εκφράστηκε και στο οργανωτικό επίπεδο. Γι’ αυτό και ο κρατικός παρεμβατισμός στο ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων ήταν για το ΠΑΣΟΚ, που σφετερίστηκε τον αριστερό λόγο, στο επίκεντρο της πολιτικής του.   
Αδιαλείπτως η πολιτική της κυρίαρχης εξουσίας αποβλέπει στο κτύπημα και ακύρωση  οποιασδήποτε οργάνωσης  που ξεκινά από τα κάτω, στους χώρους δουλειάς  και  δεν μπορεί να ελεγχθεί από την ίδια. Ο φόβος της εξουσίας σε κάθε απεργία είναι μήπως ο εργαζόμενος συνειδητοποιώντας τη δύναμή του διεκδικήσει τον εργατικό έλεγχο πάνω στη δουλειά και τα προϊόντα της, βάζοντας καθαρά στόχο, σαν διαδικασία αλλά και προϋπόθεση για τον εργατικό έλεγχο,  την κατάληψη της κεντρικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Γι’ αυτό λοιπόν η κυρίαρχη τάξη φροντίζει,  για να μην αποκτήσουν ποτέ ταξική συνείδηση, αυτοπεποίθηση, αγωνιστικότητα  οι εργαζόμενοι, κάθε αγώνας να καταλήγει σε ήττα, κάθε αγωνιστική συμπαράσταση να συκοφαντείται, κάθε συνδικάτο ή κόμμα που τους συσπειρώνει  αγωνιστικά να  απαξιώνεται και να διαλύεται.
Από την άλλη, η ανακήρυξη, από μέρους μιας αριστερής επαναστατικότητας,   της αυριανής απεργίας ως  καταλύτη για την εξέλιξη του εργατικού κινήματος, η χρέωση  μάλιστα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, τα ταξικά σωματεία και τους  συνδικαλιστές τους της όποιας αναντιστοιχίας μαζικότητας με το διακύβευμα του εργασιακού χρόνου δεν απηχεί παρά το μικροαστικό φαντασιακό που απαιτεί άμεση αποτελεσματικότητα, γρήγορες λύσεις μέσα από θεατρικούς εντυπωσιασμούς ατομικών πρωτοβουλιών. Παραβλέπεται λοιπόν ο σκληρός αγώνας που δίνεται στους χώρους δουλειάς, στα σωματεία για να συσπειρωθούν πάλι οι εργαζόμενοι, να  μάθουν ή και να ξαναθυμηθούν πώς είναι να απεργούν οργανωμένοι, πειθαρχημένοι, έτοιμοι για δράση, αλληλέγγυοι η μια κοινωνική ομάδα στην άλλη. 
Η κεντρική αιχμή σε μια απεργία έγκειται στο κατά πόσο προωθεί την ενότητα στη βάση, την αυτοπεποίθηση, τη ριζοσπαστικοποίηση και γενικά την ταξική συνείδηση και την οργάνωση σαν τάξη  των εργατών, για να συνεχίζεται ο αγώνας. Η μαζικότητα και διάρκεια ενός αγώνα είναι προϋποθέσεις για τη ρήξη με το κυρίαρχο σύστημα και την υποχώρησή του. Η συμμετοχή λοιπόν  στη 24ωρη απεργία θα πρέπει να είναι τόσο μαζική, ώστε να δώσει το μήνυμα  ότι το εργατικό κίνημα είναι ρωμαλέο και αποφασισμένο να μην υποχωρήσει. Θα δοθεί από τους εργαζομένους αυτό το μήνυμα;

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

ΕΦΙΑΛΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ


Κι αυτή η ασφυξία από μια πραγματικότητα που δεν σου δίνει περιθώρια ανάσας, όχι μόνο με τους πολέμους ολόγυρα, αλλά και μ’ αυτήν τη σήψη που επικρατεί και δημιουργεί ένα περιβάλλον γλιτσερό που ενθουσιασμοί, αγώνες και  ελπίδες βουλιάζουν για να εξαφανιστούν μέσα σε λάσπες αμοραλισμού, ψεμάτων και συμφερόντων. Στη συνεχή, χωρίς αμφισβήτηση, έμπρακτη κυβερνητική υποστήριξη του Ισραήλ στη γενοκτονία του, στις  κυβερνητικές μεθοδεύσεις και παλινωδίες για την τραγωδία στα Τέμπη που καθοδηγούν και  τις δικαστικές ενέργειες  και  ενισχύουν τις υποψίες για συγκάλυψη ενός εγκλήματος που δεν φαίνεται οι αιτίες του να περιορίζονται  μόνο στην εξασφάλιση κερδοφορίας σε εταιρείες, στην  εμφανή γελοιοποίηση  από την κυβερνητική πλειοψηφία της λειτουργίας επιτροπών της βουλής όπως της εξεταστικής για το ΟΠΕΚΕΠΕ καθρεφτίζεται  η πολιτική της  αστικής τάξης. Μιας πολιτικής, στην οποία στενεύουν τα περιθώρια ελιγμών πριν αποκαλυφτεί πλήρως το ψέμα της δημοκρατίας της με τη διαφθορά, αυταρχικότητα, οικονομική ανέχεια, αδικία, ανισότητα που επικρατούν.  Γιατί όταν ο καπιταλισμός με τους  εσωτερικούς ανταγωνισμούς του προσπαθεί να ξεπεράσει τις κρίσεις του επιστρατεύει όλα τα μέσα. Και  αν η δημοκρατία του είναι εμπόδιο στην ολοκληρωτική   εκμετάλλευση  της εργατικής δύναμης δεν διστάζει να την αντικαταστήσει και με το φασισμό.
          Στην Ελλάδα, και σ’ όλη την καπιταλιστική Δύση, στο στόχαστρο των κυβερνήσεων βρίσκονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, γιατί η εργατική τάξη βρίσκεται στην καρδιά της εκμετάλλευσης.  Η θεσμοθέτηση του 13αωρου, με δόλιο και υπονομευτικό στα εργασιακά δικαιώματα τρόπο, που επιτρέπει στην υπουργό εργασίας Ν. Κεραμέως να υποκρίνεται ότι δεν καταστρατηγείται το οκτάωρο,  αποκαλύπτει την αλαζονεία και σιγουριά μιας εξουσίας που πιστεύει ότι τα επικοινωνιακά τεχνάσματά της  αρκούν, για να ευθυγραμμιστούν οι εργαζόμενοι με την αντεργατική πολιτική της. Όλη η προσπάθεια των κυβερνώντων επικεντρώνεται να παραμένουν οι εργαζόμενοι ένα ετερόκλητο πλήθος από αντιφατικές αντιδράσεις, εγωισμούς και μικροσυμφέροντα χωρίς ταξική συνείδηση, που μπορεί να υποφέρουν, αλλά να μην  ξέρουν τις αντιδράσεις τους να κατευθύνουν στον πραγματικό  στόχο, για να είναι εύκολο να συντριβούν.
Κι αν η  υποκρισία του δημοκρατικού κράτους επιτρέπει την πολυτέλεια της ιδεολογικής ελευθερίας όταν δεν του στοιχίζει καθόλου, όμως πάντα   η αγωνία του είναι να χειραγωγήσει τη διογκούμενη δυσφορία οδηγώντας τη σε οδούς  που ελέγχει. Γιατί βέβαια η φτώχεια και η απόγνωση δεν είναι  αρκετές για να γεννήσουν την επιθυμία για αγώνες για  μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αγωνιστικές κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις  απαιτούν πάντα προσωπικές θυσίες και επιλογές που κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για την επιτυχία τους. Όμως σε μια κοινωνία  στην πλειοψηφία της μικροαστική, με ένα  πλήθος μικροαστών, πολέμιων κάθε κοινωνικής αναστάτωσης, που φοβούνται τη προλεταριοποίησή τους, που επαναπαύονται σε επιδόματα και υποσχέσεις βελτίωσης της ζωής  περιμένοντας σωτήρες ή το θαύμα, είναι πολύ δύσκολο να διαμορφωθεί μια πλειοψηφία που θα αγωνίζεται για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της.
Οι μικροαστοί ξέρουν ότι υποφέρουν, φοβούνται για τα χειρότερα, συγκρίνουν τα φορτία τους και κατηγορούν όποιον έχει μικρότερο, οργίζονται με τους κυβερνώντες για αθέτηση υποσχέσεων και ζητούν κάποιον να εκδικηθούν. Και όταν οι εναλλακτικές πολιτικές της αστικής δημοκρατίας, που να πείθουν ότι θα επιδιορθώσουν την κυβερνητική πολιτική χωρίς όμως να απειλείται η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος, έχουν εξαντληθεί, είναι τότε που έρχονται οι φασίστες με τις προκλήσεις, τους παραπλανητικούς λαϊκισμούς τους που αναλαμβάνουν το ρόλο του εκδικητή και μπορούν να εκμεταλλευτούν ακόμα και κινήματα με λαϊκή αφετηρία.
Φαίνεται και στη χώρα μας  η  αστική μας δημοκρατία με τον διαφημιζόμενο πλουραλισμό της να έχει φτάσει στα όριά της, αποδεικνύοντας τον παραπλανητικό χαρακτήρα της. Όλα τα αστικά κόμματα μετά την οικονομική κρίση αποκαλύπτονται χωρίς διαφοροποιήσεις, κυρίως μετά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ιδιαίτερα  η δικαστική εξουσία με τον τρόπο που λειτουργεί στο έγκλημα των Τεμπών αποκαλύπτεται θεραπαινίδα της εκτελεστικής εξουσίας. Εξωθώντας μάλιστα ένα πατέρα θύματος, τον Πάνο Ρούτσι, να καταφύγει σε απεργία πείνας για το αυτονόητο στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, την εκταφή του παιδιού του για ταυτοποίηση και τοξικολογικές εξετάσεις, το κύρος της καταποντίζεται. Προς το παρόν,  το σύστημα ακόμα αναζητεί κόμματα  για μια εναλλαγή στην εξουσία που θα τροφοδοτεί αυταπάτες για δικαίωση των ελπίδων στην οικονομία, στις εργασιακές σχέσεις και προπάντων στη δικαιοσύνη που η μεγάλη πλειοψηφία με το έγκλημα στα Τέμπη συνειδητοποιεί ότι ούτε ανεξάρτητη από πολιτικές σκοπιμότητες  ούτε ανεπηρέαστη από ταξικά συμφέροντα είναι.
 Και φυσικά κανένα κόμμα δεν μπορεί ν’ αποτολμήσει, παρά μόνο για να παραπλανήσει, την υπέρβαση του συστήματος εν ονόματι της κατεξοχήν κυριαρχούμενης τάξης χωρίς την άμεση  συμμετοχή της. Κι εφόσον η ενότητα και η πολιτική ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων διαμορφώνεται στο πεδίο του αστικού κράτους, η ενότητα των κυριαρχούμενων τάξεων χρειάζεται το κόμμα της για να υπάρξει, το κόμμα της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό  χρειάζεται το Κομμουνιστικό Κόμμα που  σταθερά προσανατολισμένο σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, να οργανώνει και συνενώνει την εργατική τάξη, για ν’ αγωνιστεί για τα συμφέροντά της.
              Γιατί καμιά ριζική  πολιτική και κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να συμβεί αν οι εκμεταλλευόμενες τάξεις  δεν κατανοήσουν την κοινωνική πραγματικότητα και δεν προχωρήσουν στην κριτική  εξέταση των αιτιών των προβλημάτων της, αναγνωρίζοντας τον βασικό οικονομικό τρόπο παραγωγής που πρέπει να αντικατασταθεί. Διαφορετικά, με τον κυρίαρχο λόγο να ενσπείρει την ηττοπάθεια για την αδυναμία αλλαγής, όλα αυτά τα σκάνδαλα, οι προκλητικές συμπεριφορές κυβερνώντων σε όλα τα επίπεδα θα συνεχίσουν να συνθέτουν το εφιαλτικό τοπίο μιας κοινωνίας που μοιρολατρικά οδεύει στον αφανισμό της. Γιατί, αν όλοι πιστεύουν ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει ενάντια σε όλα αυτά είναι σίγουρο ότι κανένας αγώνας για διεκδικήσεις και ανατροπή δεν θα υπάρξει.

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

Η πόλη της Γάζας εξαφανίζεται ολοσχερώς, με κτίρια που ανατινάζονται από τον ισραηλινό στρατό και μια μαζική  προσφυγιά χιλιάδων ανθρώπων να συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Και καθώς έχει φροντίσει η κτηνωδία του ισραηλινού στρατού να μην  έχουν απομείνει σχεδόν καθόλου δημοσιογράφοι για να καλύψουν τη φρίκη, στην πραγματικότητα δεν έχουμε ιδέα πόσοι έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εξόντωσης του Ισραήλ που αποσκοπούσε από την αρχή στην κατοχή και την εθνοκάθαρση. Τα δυτικά όμως μέσα ενημέρωσης συνεχίζουν να ψάχνουν δικαιολογίες στην αυτοάμυνα για τις θηριωδίες του Ισραήλ και δυτικά κράτη τώρα που σβήνεται από το χάρτη αναγνωρίζουν Παλαιστινιακό κράτος,
        Στις ΗΠΑ με πρόσχημα τη δολοφονία του φασίστα Τσάρλι Κερκ ο πρόεδρος Τραμπ προωθεί την ίδρυση ενός είδους  Υπουργείου αλήθειας για τον περιορισμό του λόγου σε έναν προτεινόμενο νόμο με το όνομα του δολοφονηθέντα. Στην πραγματικότητα βέβαια, στο όνομα καταπολέμησης της προπαγάνδας επιδιώκεται να δοθεί στην κυβέρνηση η άνευ προηγουμένου εξουσία να ορίζει τι επιτρέπεται να δημοσιοποιούν ειδησεογραφικά πρακτορεία, εταιρείες ή απλοί άνθρωποι. Ο πρόεδρος Ντ. Τραμπ χρησιμοποιεί τη δολοφονία του Κερκ ως πρόσχημα για ήδη σχεδιασμένες καταστολές κατά πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
        Στη χώρα μας ύπουλα αλλά συστηματικά η ποικιλότροπη εξάρτηση των μέσων ενημέρωσης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη γενίκευσε τη μονοφωνία τους, σε σημείο πολλές φορές, χωρίς προσχήματα, να μετατρέπονται σε φερέφωνα της κυβέρνησης.
         Σε  όλη τη διαφημιζόμενη δημοκρατική  Δύση δεν κρύβεται η τάση του καπιταλισμού, που τα συμφέροντά του εξυπηρετεί το πολιτικό προσωπικό κάθε χώρας, να βασίζεται σε φασιστική ρητορική και τακτικές για να διατηρήσει τον έλεγχο. Αντιμετωπίζοντας οικονομική και πολιτική αστάθεια που απειλεί τα κέρδη της, η καπιταλιστική τάξη επιστρατεύει  για άλλη μια φορά, με διάφορες μορφές,  τον φασισμό. Το κεφάλαιο φυσικά, είχε πάντα τον έλεγχο, αλλά τώρα οι απειλητικές συνθήκες ανταγωνισμού και οικονομικών διακυβευμάτων το υποχρεώνουν να ασκήσει τον έλεγχο πιο απροκάλυπτα, ακόμα και χωρίς ιδιαίτερη μεταμφίεση, αλλά με επίχρισμα   φιλελεύθερης δημοκρατίας. Δεν υπάρχει βέβαια καμιά ανάγκη να καταφεύγει σε απαρχαιωμένες, από τις δεκαετίες του ’60 και ’70, δικτατορίες, γιατί με το νομικό οπλοστάσιο  της αστικής διακυβέρνησης εύκολα μπορεί να τις αφομοιώσει σε απειράριθμους διακανονισμούς της  όπου απαγορεύσεις και λογοκρισίες συγχωνεύονται γλυκά με δικαιώματα και απολαβές.  Στη διαφημιζόμενη δημοκρατική  Ευρώπη το πολιτικό κουκλοθέατρο των διαφορετικών αστικών κομμάτων που μπορούν να επιλέξουν οι πολίτες υπάρχει μόνο για να τους παραπλανεί, ενισχύοντας την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα κερδίζει κάθε φορά τις εκλογές.
          Κι εκείνο το δείπνο που παρέθεσε ο βασιλιάς της Μ. Βρετανίας στον πρόεδρο Τραμπ, όπου βασιλιάδες, τραπεζίτες και επιχειρηματίες της τεχνολογίας κάθονται στο ίδιο τραπέζι είναι  η πιο παραστατική  εικόνα της εξουσίας που θέλει να  κανονίζει τους λογαριασμούς των λαών ανά τη γη.
       Στη χώρα μας, που το ένα σκάνδαλο διαδέχεται το άλλο, η κυβέρνηση και οι συν αυτή δεν παρουσιάζουν απλώς μια εικονική πραγματικότητα όπου πρωθυπουργός και υπουργοί δεν φέρουν καμία ευθύνη, αλλά επιμένουν σε αφηγήσεις που αποδεικνύονται τρωτές στο ψέματα.  Το έγκλημα των Τεμπών με τις καταγγελίες συγγενών των θυμάτων για ανορθόδοξο κλείσιμο της ανάκρισης, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ με τον πρωθυπουργό να αποδίδει την εμπλοκή στελεχών της παράταξής του στη μαζικότητα της, οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες στη ΔΕΘ με τα ψίχουλα παροχών στους εργαζόμενους, ενώ προωθείται η 13ωρη ημερήσια απασχόλησή τους βρίσκονται στο επίκεντρο της κυβερνητικής προπαγάνδας που υπονομεύει την αίσθηση της πραγματικότητας, με στόχο η κυβερνητική πλειοψηφία να παραμένει υπεράνω κριτικής. Η δυστοπική πραγματικότητα όμως, με την απεργία πείνας  του Πάνου Ρούτσι σαν έσχατη διαμαρτυρία για την άρνηση της δικαιοσύνης να επιτρέψει εκταφή του γιου του που σκοτώθηκε στα Τέμπη, με την άδικη προφυλάκιση των εθελοντών που κατηγορήθηκαν για εμπρηστές,  με την κυβερνητική αδράνεια  στην αντιμετώπιση της ευλογιάς των αιγοπροβάτων και την αλαζονική αδιαφορία της ακόμα και να κρατήσει τα προσχήματα μιας αντικειμενικότητας στις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, με τον διαστρεβλωτικό λόγο της υπουργού εργασίας Ν. Κεραμέως για τη νομοθέτηση του 13ωρου  ως αίτημα τόσο των εργαζομένων όσο και των επιχειρήσεων,  μοιάζει να δημιουργεί ρωγμές στο κυβερνητικό αφήγημα που όλο και λιγότερο πείθει. 
          Και όσο τα ψέματα πολλαπλασιάζονται, με την πραγματικότητα να τα διαψεύδουν, το αποτέλεσμα δεν είναι το ψέμα να γίνεται πιστευτό, αλλά να χάνεται η πίστη στην αλήθεια και το ακόμα πιο επικίνδυνο, οι άνθρωποι να γίνονται επιρρεπείς να πιστέψουν οτιδήποτε ή να μην πιστεύουν τίποτε. Τα ψέματα δεν αντικαθιστούν την πραγματικότητα, αλλά την υπονομεύουν, γιατί καταστρέφεται η έννοια με την οποία προσανατολιζόμαστε στον πραγματικό κόσμο. Το συνεχές ψέμα από τη μηχανή προπαγάνδας της κυβέρνησης οδηγεί σ’ έναν κυνισμό και διαμορφώνει έναν λαό που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμος να πιστέψει το χειρότερο, ανεξάρτητα από το πόσο παράλογο είναι και θεωρώντας κάθε δήλωση ψέμα, ούτως ή άλλως, να μην αντιδρά αν εξαπατηθεί. Ένας λαός όμως που δεν έχει πουθενά εμπιστοσύνη στερείται από την ικανότητα όχι μόνο να δρα αλλά και να σκέφτεται και να κρίνει κι επομένως δεν μπορεί ούτε καν να αποφασίσει. Κι έτσι η χειραγώγησή του είναι βέβαιη.
        Η συσκότιση, με τη χειραγώγηση των γεγονότων,  του σαφούς ορίου που διαχωρίζει το γεγονός από το ψέμα, η ολική υποκατάσταση της πραγματικότητας από ψέματα και  κατά συνέπεια η αμφισβήτηση όλων των ισχυρισμών της αλήθειας οδηγεί σ’ έναν κυνισμό που αρνείται να πιστέψει ότι υπάρχει στην πραγματικότητας ένας σταθερός πραγματικός κόσμος. Συγχρόνως όμως, η υπονόμευση όλων των  αξιώσεων  για σταθερές και πραγματικές αλήθειες καθιστά δυνατή τις συνεκτικές φαντασιώσεις που παραπλανούν και  προωθεί ο κυρίαρχος λόγος. Οι κίνδυνοι από το  μεταναστευτικό  είναι μια απ’ αυτές  που προωθεί τόσο ο Ντ. Τραμπ στις ΗΠΑ, όσο και  ο Κ. Μητσοτάκης στην Ελλάδα, αλλά και άλλοι ηγέτες στις αστικές μας δημοκρατίες. Γιατί όλους αυτούς τους ενώνει, ακόμα κι αν τους χωρίζουν τα συμφέροντα,  ο κοινός στόχος  να χειραγωγήσουν πριν συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους, τους λαούς, που φοβούνται.
M
T
G
Y
Η λειτουργία ομιλίας περιορίζεται σε 200 χαρακτήρες