Τα τελευταία χρόνια τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των πολιτικών,
με τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη να κάνει εβδομαδιαίους απολογισμούς, πάντα
σχεδόν θριαμβευτικούς, της διακυβέρνησής του. Από κοντά οπαδοί ή «πληρωμένα
τρολ» με παραποιημένα επιχειρήματα ή πληροφορίες προσπαθούν να ενισχύσουν μια
κατασκευασμένη πραγματικότητα που δικαιώνει την αποφάσεις και δράσεις της
διακυβέρνησης της Ν. Δημοκρατίας του Κ. Μητσοτάκη. Κόμματα, όπως του Σ.
Κασσελάκη μοιάζει να προσπαθούν να πείσουν
ότι η εικονική πραγματικότητά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αντιστοιχεί σε
επιρροή στον πραγματικό κόσμο. Βίντεο
που καθηγητές σε πανεπιστήμια εξωτερικού, κατά δήλωσή τους, καταγγέλλουν τις
τριγωνικές σχέσεις εξουσίας ξεσηκώνουν διαμαρτυρίες από υπουργούς, όπως ο Α.
Γεωργιάδης, γιατί γίνεται απαξιωτική και χλευαστική αναφορά στο δημοσιογράφο,
φωνή της κυβέρνησης, Α. Πορτοσάλτε.
Γενικώς δίνεται η εντύπωση ότι τα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης παράγουν πολιτική. Όπως πριν μια δεκαπενταετία, με
την «αραβική άνοιξη» εκθειαζόταν η δυναμική του φέισμπουκ που οργάνωνε
κινητοποιήσεις, μέχρι που όλη αυτή η δυναμική κατέληξε σε δικτατορίες και
διαλύσεις κρατών. Ακόμα και στα καθ’ ημάς, οι αγανακτισμένοι των πλατειών με τη
ψηφιακή τεχνολογία συνδέονταν με καλέσματα στο φέϊσμπουκ ή αναλύσεις στην
μπλογκόσφαιρα που ήταν τότε στις δόξες της, για να διαλυθούν, αφού έδωσαν φιλί ζωής στο
απαξιωμένο σύστημα και συμβάλλαν όσο μπορούσαν στη νεκρανάστασή του.
Είναι αλήθεια ότι η άφιξη της
ψηφιακής επανάστασης έχει ταράξει τις καθιερωμένες ισορροπίες και στον τομέα
των επικοινωνιών, με τα κοινωνικά δίκτυα να έχουν γίνει ουσιαστικό μέρος της
διαδικτυακής επικοινωνίας. Η ευκολία, η ποικιλομορφία των κοινωνικών δικτύων
και η ελεύθερη πρόσβαση σ’ αυτά δημιούργησαν ένα νέο δημόσιο χώρο όπου μοιάζει όλοι
έχουν την ευκαιρία να εκφραστούν. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια δίνεται η
εντύπωση ότι τα κοινωνικά δίκτυα έχουν αποκτήσει μεγάλο βάρος στη λειτουργία
των δημοκρατιών μας, αφού παρηγορούν μεγάλες ομάδες πληθυσμών ότι δεν καταδικάζονται
στη σιωπή και δεν ουρλιάζουν στο κενό χωρίς κανείς να τις ακούσει.
Το διαδίκτυο φαινόταν στην αρχή
ότι προοριζόταν να είναι ένας ανοιχτός, ελεύθερος και αποκεντρωμένος χώρος. Μέσα
σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, μελωδίες υποσχέσεων νανούριζαν για άλλη μια
φορά μια μεγάλη πλειοψηφία για τη
δημιουργία ενός οργάνου απόλυτης ελευθερίας, ικανό να προσφέρει σε όλους την
ίδια πρόσβαση στην πληροφόρηση, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, χωρίς ιεραρχία ή
φίλτρο. Η εμφάνιση των κοινωνικών δικτύων πρόσθεσε και τη δυνατότητα σε όλους
για δημόσια έκφραση των απόψεών τους και φάνηκε η προσδοκία να αποτελέσουν τα
κοινωνικά δίκτυα μια αληθινή δημοκρατική επανάσταση ικανή να καταρρίψει το
μονοπώλιο του κυρίαρχου λόγου και να αναδιανείμει τα μερίδια της φωνής με
ισότιμο τρόπο στο επίπεδο του δημόσιου λόγου να γίνεται πραγματικότητα.
Μόνο που
δεν πέρασε πολύς καιρός και ο καπιταλισμός και σ’ αυτόν τον τομέα φάνηκε
πώς λειτουργεί, με την εξαγορά και
υπαγωγή τους στα εμπορικά και στρατηγικά συμφέροντα μεγάλων ομίλων. Και πάλι
εμφανίστηκαν οι κίνδυνοι της αυθαίρετης λογοκρισίας, κι αποκαλύφτηκε η
ικανότητα των κοινωνικών δικτύων για διακριτική αλλά καθοριστική λογοκρισία,
ώστε ορισμένες ιδέες ή προσωπικότητες να γίνονται
αόρατες. Έτσι π.χ είναι γεγονός ότι τα
εγκλήματα του Ισραήλ στη Γάζα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγιναν γνωστά,
αφού τα συστημικά μέσα ενημέρωσης συστηματικά τα αγνοούν. Γι’ αυτό όμως από τη
μια και το Ισραήλ φρόντισε να
δολοφονήσει περίπου 200 δημοσιογράφους,
ώστε να μην υπάρχουν μάρτυρες για τη γενοκτονία και από την άλλη, με διάφορους
τρόπους τα κοινωνικά δίκτυα φροντίζουν να
μην προβάλλουν ή προωθούν εικόνες και πληροφορίες για τα εγκλήματα του
ισραηλινού στρατού.
Ενώ λοιπόν φαίνεται ότι τα
κοινωνικά δίκτυα κατέστησαν δυνατές πολυάριθμες προόδους όσον αφορά τον
εκδημοκρατισμό του πολιτισμού και την πρόσβαση στην πληροφόρηση, στην τελική
όμως οι αλγόριθμοί τους δεν αντικατοπτρίζουν πλέον την πραγματικότητα, αντίθετα
προσπαθούν να τη διαμορφώνουν επιβάλλοντας
τον κυρίαρχο λόγο και ενισχύοντας τις πιο δυνατές φωνές. Επιπλέον και η ανάγκη
επιβεβαίωσης καταλήγει να εγκλωβίζει τους συνδρομητές σε πολύ ομοιογενείς κοινότητες που σκέφτονται
αποκλειστικά σαν αυτούς. Η ανάγκη για προσέλκυση και διατήρηση της προσοχής των συνδρομητών
για όσο το δυνατόν περισσότερο καταλήγουν να διαμορφώνουν τη δικτυακή
πραγματικότητα.
Κι αν φαινόταν να αληθεύει ότι τα κοινωνικά δίκτυα επέτρεψαν, αρχικά, ορισμένες πολιτικές απόψεις
που είχαν περιθωριοποιηθεί μέχρι τώρα στη δημόσια συζήτηση να εκφραστούν και να
ακουστούν στις διάφορες κοινότητες τους, αυτό έγινε μάλλον συμπτωματικά. Γιατί
το ενδιαφέρον δεν είναι η ανανέωση της πολιτικής συζήτησης, αλλά απλά η
ανάδειξη θεμάτων που ενθαρρύνουν τους χρήστες του Διαδικτύου να παραμείνουν
συνδεδεμένοι όσο το δυνατόν περισσότερο, χωρίς αυτό να γίνεται επικίνδυνο για
το status quo. Αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίο δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτά τα δίκτυα δεν υπερασπίζονται πάντα την ελευθερία της έκφρασης με μεγάλο
ζήλο, αλλά αντίθετα επιτρέπουν να επικρατήσει μια νέα και πιο αυθαίρετη μορφή
λογοκρισίας. Το δικαίωμα κάποιου να εκφραστεί όλο και πιο συχνά τίθεται υπό
αμφισβήτηση από πολυεθνικές ψηφιακών
δικτύων που ξεφεύγουν από νομικούς κανόνες, αλλά που δεν παραλείπουν να συνδράμουν
την κυρίαρχη εξουσία. Ακόμα και οι προσπάθειες για τη δημιουργία νομικού πλαισίου μάλλον
ενισχύουν αυτήν την τάση παρά που υπερασπίζονται την ελευθερία της έκφρασης.
Κανονισμοί ευρωπαϊκοί που ισχυρίζονται ότι έχουν σκοπό την καταπολέμηση του
μίσους και κάθε παράνομου περιεχομένου στην πραγματικότητα επιδιώκουν
ευθυγράμμιση με τον κυρίαρχο λόγο, όπου ορισμένες απόψεις διαγράφονται συστηματικά. Επομένως ευνοείται και σ’ αυτόν τον τομέα η πολιτική
παρέμβαση.
Η εποπτεία περιεχομένου μ’ αυτό το σκεπτικό οδηγεί σε
νέα μορφή λογοκρισίας. Δεν υπάρχει πια ανάγκη να διαγράφεται ένας λογαριασμός
για να μη διαδίδεται το περιεχόμενό του, γιατί οι αλγόριθμοι είναι σε θέση να κάνουν
κάποιο περιεχόμενο ουσιαστικά αόρατο, χωρίς ποτέ να το αφαιρέσουν ρητά. Το
φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα ολέθριο, γιατί ξεφεύγει από το άγρυπνο βλέμμα
του κοινού. Οι χρήστες μπορούν να συνεχίσουν να δημοσιεύουν ό,τι θέλουν, αλλά η
εμβέλεια των αναρτήσεών τους μειώνεται δραστικά. Αυτή η έλλειψη ορατότητας
συνιστά σοβαρή απειλή για την ελευθερία της έκφρασης, επειδή πνίγει ορισμένες
φωνές αντιφρονούντων υπό αλγοριθμική σιωπή, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας
συναίνεσης που δεν υπάρχει και διατηρώντας την ψευδαίσθηση μιας ελευθερίας της έκφρασης.
Στην τελική, από τη στιγμή που τα κοινωνικά δίκτυα
είναι ιδιωτικές εταιρείες που επιδιώκουν κέρδος και δεν παύουν να ενεργούν υπό την πίεση κρατικών απαιτήσεων
το βάρος τους στην πολιτική επικοινωνία θα ευνοεί πάντα την κυρίαρχη εξουσία. Γι’
αυτό και καταλήγουν ιδιωτικοί λογοκριτές, έτσι ώστε κάθε φορά η κυβερνητική λογοκρισία να εμφανίζεται με διακριτικό
τρόπο, είτε με πίεση είτε με ενθάρρυνση σε εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης για
να καταδικάζουν στην αφάνεια δράσεις, ενέργειες ή απόψεις που είναι δυσμενείς
για την κυρίαρχη τάξη. Και όλοι οι υπόλοιποι, μακάριοι μέσα στις ψευδαισθήσεις τους,
να είναι σίγουροι για την ελευθερία που
εξασφαλίζει η αστική μας δημοκρατία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου