Η απεργία – αποχή, που ξεκίνησε από την προηγούμενη σχολική
χρονιά, από τις διαδικασίες που προβλέπονται από τον νόμο 4823/21 σχετικά με
την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
και των σχολικών μονάδων αποκάλυψε το παλιό γνώριμο πρόσωπο μιας εξουσίας που
φτιασιδώθηκε για να μοιάζει διαφορετικό. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την
επιβολή των κυβερνητικών αποφάσεων είναι τα ίδια τα παλιά, καθαιρέσεις
διευθυντών, γιατί συμμετείχαν στην απεργία-αποχή, πιέσεις σε εκπαιδευτικούς για
διακοπή της απεργίας, πειθαρχικές διώξεις κατά νεοδιόριστων εκπαιδευτικών. Δεν
είναι μόνο που η κυβέρνηση πιέζει να επιβάλλει την εκπαιδευτική της πολιτική,
είναι που θέλει γενικά να κάμψει κάθε μορφή αντίδρασης στους στόχους της, εκφοβίζοντας
με μιαν αυταρχικότητα που ν’ αποτρέπει από κάθε αντίσταση στην πολιτική της.
Στο
επίκεντρο της πολιτικής του Υπουργείου βρίσκεται η αξιολόγηση των
εκπαιδευτικών, με υποδόριες απόψεις να
διαχέονται που αποδίδουν τα προβλήματα της παιδείας στην ευθύνη των
εκπαιδευτικών ως ανάξιων. Κι αυτές οι απόψεις, υποβαθμίζοντας την αξιολόγηση των υπολοίπων
παραγόντων, σχολικά κτίρια, βιβλία, προγράμματα κλπ. παρόλο που η εκπαίδευση είναι
κάτι το πολυσύνθετο, αφού για τη διαμόρφωσή της παίρνουν μέρος πολλοί παράγοντες, είναι επικίνδυνα
απολογητικές της ιεραρχημένης εκπαίδευσης.
Αν όμως ουσία της αξιολόγησης είναι η ανατροφοδότηση,
ώστε να είναι τελική επιδίωξη της
αξιολόγησης η συμβολή της στην βελτίωση
των εκπαιδευτικών πραγμάτων, για να ωφεληθούν απ’ αυτό όσο γίνεται οι μαθητές,
τότε θα πρέπει να στοχεύει στη βελτίωση των εκπαιδευτικών, για να ανακαλύψουν
δυνατότητες και αδυναμίες, ν’ αποκτήσουν περισσότερη αυτογνωσία. Το τι λοιπόν αξιολογείται έχει άμεση σχέση με τις προσδοκίες που έχουμε από τον
εκπαιδευτικό, που δεν μπορεί να είναι
διαφορετικές από το γενικό σκοπό και τις επιμέρους επιδιώξεις της Εκπαίδευσης.
Συνεχίζεται όμως η τρέχουσα
πρακτική της αξιολόγησης στο σχολικό πλαίσιο να συνδέεται με τη λειτουργία
της ταξινόμησης και όχι της διάγνωσης πώς θα έπρεπε να είναι, και αυτή η
ταξινόμηση να ορίζεται σε αριθμούς ποσοτικοποιώντας
την εκπαιδευτική διαδικασία. Η εκπαίδευση και η μάθηση στην πραγματικότητα
γίνονται προϊόντα και ο κίνδυνος να μετατραπούν τα σχολεία σε παρόχους και οι εκπαιδευτικοί
σε φορείς προσχεδιασμένων πακέτων μάθησης είναι ορατός. Κι αυτό, γιατί τίθεται
στόχος για το σχολείο να ανταποκριθεί σε μια συνεχώς αναπτυσσόμενη αγορά και
στην εμπορευματοποίηση της γνώσης, προμηθεύοντας εξειδικευμένο προσωπικό στην
αγορά εργασίας
Παρόλες λοιπόν τις διακηρύξεις και τις μεγαλοστομίες, τελικά
και το πρόβλημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών φαίνεται ότι αντιμετωπίζεται όχι
ενταγμένο μέσα στο πλέγμα της εκπαιδευτικής
διαδικασίας, αλλά μάλλον ξεκομμένα απ’ αυτό, κλείνοντας το μάτι στις αλλαγές της οικονομίας και τις πολιτικές
που αυτή επιβάλλει. Μοιάζει να λειτουργεί ακόμα και εκβιαστικά, τη στιγμή που
επηρεάζει την υπαλληλική κατάσταση του εκπαιδευτικού και φαίνεται ότι μάλλον
ενδιαφέρεται να δημιουργεί πειθήνια όργανα και όχι ελεύθερες προσωπικότητες, με
κριτική στάση απέναντι στα προβλήματα
εκπαίδευσης και ζωής.
Στις
μέρες μας διανύουμε περίοδο έξαρσης της αξιολόγησης σε όλους τους τομείς
δραστηριότητας. Μόνο που και στην εκπαίδευση η αξιολόγηση δεν είναι αυστηρά
εσωτερική υπόθεση του εκπαιδευτικού θεσμού. Οι διαδικασίες της εκπαιδευτικής
αξιολόγησης και φυσικά οι σύμφυτες με
αυτές εξουσιαστικές σχέσεις αποτελούν μια σημαντική περίπτωση, έναν βασικό παράγοντα της αξιολογικής διάστασης του
συνόλου των κοινωνικών σχέσεων, που αναδεικνύει τη διαπλοκή και αλληλεπίδραση
της εκπαίδευσης, της αξιολόγησης, της εξουσίας στη διάρθρωση των κοινωνικών
σχέσεων. Η σχετική με την αξία μάλιστα ορολογία
ανέκυψε από έναν κόσμο στον οποίο άμεσα προβάλλει στο προσκήνιο η ποσοτική πλευρά των ανταλλακτικών αξιών των εμπορευμάτων. Τα
σχετικά με την αξιολόγηση στοιχεία βασικά στηρίζονται στην εξίσωση των εργασιακών
δυνάμεων διαφόρων ανθρώπων, στην εξίσωση της ποικιλομορφίας των ανθρωπίνων
δραστηριοτήτων που πραγματοποιείται στη λεγόμενη αγορά εργασίας, με την υπαγωγή
της εργασίας στο κεφάλαιο.
Το
ιδεολόγημα της αξιοκρατίας εκφράζει το μηχανισμό ιδεολογικής αφομοίωσης των
κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων και της κυρίαρχης ιδεολογίας της αστικής τάξης,
έτσι που ο καθένας να συμμορφώνεται με τη θέση και το ρόλο του στην κοινωνία,
γιατί κατέχει αυτό που του αξίζει. Στο ιδεολόγημα της αξιοκρατίας κατέληξε το αίτημα της ανερχόμενης αστικής τάξης περί
ισότητας και ελευθερίας. Αυτά τα αιτήματα πια έχουν επαναπροσδιοριστεί
υποβαθμιζόμενα στην τυπική αρχή των ίσων
ευκαιριών ή δυνατοτήτων. Η αξιολόγηση λοιπόν από το σχολείο ως εφαρμοσμένη
εκδοχή του ιδεολογήματος των ίσων ευκαιριών αντί να διασφαλίζει την ισότητα εκλογικεύει την ανισότητα. Και
ουσιαστικά μέσω αυτής της αρχής πραγματοποιείται μια εδραίωση του ανταγωνισμού
ως βασικού αξιώματος του κυρίαρχου τρόπου ζωής. Ο ανταγωνισμός αυτός αποκτά
νόημα στο βαθμό που αναδεικνύει, εγκαθιδρύει και επικυρώνει ιεραρχικά συστήματα
κοινωνικών κατηγοριών. Και καθώς τα κριτήρια είναι ασαφή και διάχυτα και οι
δοκιμασίες αλλεπάλληλες, το άτομο ενστερνίζεται το κόστος και τη μόνιμη απειλή
της αποτυχίας ως προσωπική ενοχή και βρίσκεται σε μόνιμη ανασφάλεια. Και το
αίτημα για δικαιοσύνη εξαντλείται στους όρους
διεξαγωγής του κοινωνικού ανταγωνισμού κι επικεντρώνεται στην αναζήτηση
αντικειμενικών κριτηρίων αξιολόγησης. Κι έτσι να εξυψώνεται τεχνηέντως η
κοινωνική αξία των αρίστων και
προικισμένων.
Και είναι το εξεταστικοκεντρικό
εκπαιδευτικό σύστημα που προσφέρεται ως προνομιακό πεδίο δοκιμών αυτών των
ιδεολογημάτων, που γίνεται ένας δοκιμασμένος τρόπος διατήρησης της ταξικής
δομής της κοινωνίας μέσω του αποκλεισμού των παιδιών με κατώτερη
κοινωνικοοικονομική προέλευση, μέσω του ανταγωνισμού μεταξύ σχολείων και
εκπαιδευτικών. Η αξιολόγηση μαθητών και εκπαιδευτικών αποτελεί το εκπαιδευτικό
ανάλογο των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων που κυριαρχούν στην κοινωνία.
Βέβαια, το εκπαιδευτικό σύστημα μ’ ένα ιεραρχικό καταμερισμό αρμοδιοτήτων και
αξιωμάτων, με μια οργάνωση που διέπεται από τυπικούς και απρόσωπους κανόνες
καθολικής ισχύος θέλει να ενισχύει την επίφαση
της αμερόληπτης, υπερταξικής και εμφορούμενης από το γενικό συμφέρον
λειτουργίας.
Και
τελικά, η υποβάθμιση του εκπαιδευτικού σε εκτελεστικό όργανο, η υπαγωγή της
παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης σε προκαθορισμένα μοντέλα συμπεριφοράς και μάθησης με στόχο την προσαρμογή στις απαιτήσεις της οικονομίας
της αγοράς δημιουργούν μια αλλοτριωτική ρουτίνα που οδηγεί στην αντιμετώπιση
της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως μετρήσιμου φυσικού μεγέθους. Και στο τέλος η
βασική μέριμνα του εκπαιδευτικού συρρικνώνεται
στην αναζήτηση αντικειμενικών κριτηρίων για την αποδοχή της ποσοτικής
ιεράρχησης ανθρώπων στην εκπαίδευση. Το ποσοτικά συγκρίσιμο και μετρήσιμο
σημασιοδοτείται ως αντικειμενικό και κοινωνικά ουδέτερο. Έτσι η αξιοκρατία
χρησιμοποιείται για να δικαιολογεί την κυριαρχία, μέσα στο αστικό
καθεστώς, με το επιχείρημα ότι ασκείται
από τους περισσότερο προικισμένους πνευματικά και τους περισσότερους
δραστήριους εκπροσώπους όλου του λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου