Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

 

Και κάθε φορά, σε κάθε επέτειο γίνονται εμφανείς οι προσπάθειες της κυρίαρχης τάξης να κατασκευάσει το νόημα του παρελθόντος, να το διαδώσει  και να το επιβάλλει ελέγχοντας τη συλλογική μας μνήμη. Γιατί αν η πολιτική της μνήμης έχει τις ρίζες της στο παρελθόν, όμως η επιθυμητή επικοινωνιακή επίδρασή της υποκινείται από σύγχρονες πολιτικές εκτιμήσεις,   αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι σημαντικοί παράγοντες και το σύνολο σκέφτονται και αντιδρούν σε καταστάσεις στο παρόν. 
          Και είναι οι τελετουργίες, όπως οι εθνικές επέτειοι,  οι παρελάσεις, οι τόποι μνήμης που εκπέμπουν μηνύματα για το παρελθόν και συμβάλλουν στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης. Τα μηνύματα της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας σε κάθε επέτειο συνοψίζουν σχηματοποιώντας το νόημα κορυφαίων ιστορικών γεγονότων στο παρόν, καθοδηγώντας μας σ’ αυτό που πρέπει να θυμόμαστε. Με τα χρόνια μέσα από διάφορους τέτοιους μηχανισμούς το παρελθόν σχηματοποιείται, εξορθολογίζεται γίνεται ένα στερεότυπο, χάνει τις αμφίσημες ή και περίπλοκες διαστάσεις του και αποκτά ένα νόημα βολικό για την κυρίαρχη τάξη  που εκπέμπει το μήνυμα.   
            Και στη φετινή λοιπόν επέτειο της 28ης Οκτωβρίου ό,τι  διασώθηκε από το ιστορικό γεγονός στα μηνύματα πρωθυπουργού και προέδρου Δημοκρατίας είχε να κάνει με τις ένοπλες δυνάμεις και την ενότητα. Ο Κ. Μητσοτάκης  με την αοριστολογία του μηνύματός του, που ούτε καν υπαινίσσονταν το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, βρήκε την ευκαιρία εμμέσως να δικαιολογήσει τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες και να προτρέψει συνεργασία και συναίνεση,  σημεία όπου εστίασε και  το δικό της μήνυμα  η πρόεδρος Κ. Σακελλαροπούλου. Σε αντιδιαστολή, στο μήνυμα του  ο γ.γ του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας αναφέρεται στο φασισμό και ιμπεριαλισμό που συνδέει το τότε με το τώρα. Και αυτό είναι ενδεικτικό της μόνιμης και συνεχούς αντιπαράθεσης ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη και τις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Η κυρίαρχη τάξη με την επίκληση της εθνικής ενότητας, αποσιωπώντας καπιταλιστικά συμφέροντα και ιμπεριαλιστικές σκοπιμότητες θέλει πάντα να παρασύρει στις δικές της επιδιώξεις τις λαϊκές τάξεις. Έτσι σφετερίζεται λαϊκούς αγώνες, ενώ η ίδια είναι πάντα απούσα.
          Μέσα λοιπόν  από τα μηνύματα της πολιτικής ηγεσίας γίνονται φανερές οι διαφορετικές εκδοχές για το παρελθόν και οι ανάγκες που καλύπτουν στο παρόν. Και αυτές οι διαφωνίες για το παρελθόν εισχωρούν και επηρεάζουν λειτουργίες επίσημων θεσμών του κράτους και διαμορφώνουν συνειδήσεις,  αποδεικνύοντας ότι  ο πόλεμος του ΄40 και η εθνική αντίσταση συνεχίζουν και διατηρούν την πολιτική τους σημασία  επηρεάζοντας τα πολιτικά πράγματα 80 χρόνια μετά.
         Κι αν το ξαναγράψιμο της ιστορίας όλο και πιο ξεκάθαρα αρθρώνει λόγο που υποτιμά την εθνική αντίσταση και τους αγώνες στα χρόνια της κατοχής, είναι γιατί καθώς έχει βιολογικά χαθεί η γενιά της αντίστασης, θα πρέπει να παροπλιστεί η μνήμη και η σύνδεση με το παρελθόν, σε μια ισοπέδωση στην ματαιότητα όλων των αγώνων. Μόνο που η εθνική  αντίσταση,  παλλαϊκή, οργανωμένη κατά βάση από το ΚΚΕ, με απούσα σε μεγάλο βαθμό ή συνεργαζόμενη με τον κατακτητή αστική τάξη,   οργάνωσε τρόπους επιβίωσης στις απάνθρωπες συνθήκες της κατοχής, σφυρηλάτησε περήφανο φρόνημα και  επιτάχυνε  κι αυτή την απελευθερωτική διαδικασία παρέχοντας σημαντική βοήθεια στους Συμμάχους και ακινητοποιώντας μεγάλες γερμανικές δυνάμεις μέσω των ενεργειών της. Η αστική μας τάξη λοιπόν, μετά  τη στομφώδη εθνικιστική, αντικομμουνιστική ρητορική της  στα μεταπολεμικά χρόνια  και την προσπάθεια μετά την πτώση της χούντας να οικειοποιηθεί αγώνες από τους οποίους ήταν απούσα, τα τελευταία χρόνια  δεν σταμάτησε την καλλιέργεια μιας ηττοπαθούς μοιρολατρίας. Η οποία, μεταμφιεσμένη σε πραγματισμό ενσωματωμένη στην κυρίαρχη ιδεολογία, αντλεί επιχειρήματα δικαίωσης από παραδείγματα λαών και χωρών στους οποίους ο φόβος για την επιβίωση και η αποδοχή της θυματοποίησής τους  δεν πυροδότησε αντιστάσεις και αγώνες, αλλά εξασφάλισαν την επιβίωση και μακροπρόθεσμα αξιοζήλευτη οικονομική εξέλιξη. Κι έτσι υποτιμώνται και απαξιώνονται οι αγώνες για αξιοπρέπεια και  ελευθερία, για να διαιωνίζεται  η ίδια τάξη πραγμάτων, αφού  οι άνθρωποι που δεν διεκδικούν, που καθησυχάζονται με δικαιολογίες για να μην αντεπιτεθούν και να νικήσουν την τρομοκρατία της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης δεν αποτελούν απειλή γι’ αυτή.
          Απαξιώνοντας κάθε αντιστασιακή δράση, ευτελίζοντας προσδοκίες και διεκδικήσεις, ισοπεδώνοντας συμπεριφορές ο κυρίαρχος λόγος ενισχύει κι επιβραβεύει ποικιλοτρόπως την ενσωμάτωση στην καθεστηκυία τάξη. Δεν αφορά λοιπόν μόνο το παρελθόν  η δήθεν κριτική, στην πραγματικότητα απαξιωτική, αντιμετώπιση δράσεων και συμπεριφορών που αντιτίθενται στην αυταρχικότητα και αναλγησία μιας κυρίαρχης εξουσίας που χειραγωγεί και ελέγχει για να νομιμοποιείται στην συνείδηση των λαϊκών τάξεων, αλλά κυρίως το σήμερα. Για να μετατραπούν οι λαϊκές μάζες σε παθητικά θύματα εσωτερικεύοντας τις δικαιολογίες της κυρίαρχης εξουσίας, για να μην αντεπιτεθούν και νικήσουν τη νομιμοποιημένη τρομοκρατία της, να μην αγωνιστούν για το δικό τους όραμα του κόσμο.
        Όπως συνέβη με τους Εβραίους στο β παγκόσμιο πόλεμο που συμπεριφέρθηκαν σαν υποδειγματικά θύματα και γι’ αυτό οι πράξεις αντίστασης κατά της σκλαβιάς και του θανάτου κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος ήταν ελάχιστες. Και γι’ αυτό περίμεναν την γενναιοδωρία των νικητών του πολέμου να τους δικαιώσει για το Ολοκαύτωμα. Ήταν η βαναυσότητα των ναζί και όχι ο αγώνας εναντίον τους  που χάρισε στους Εβραίους ένα έδαφος για πατρίδα.  Και ίσως γι’ αυτό  το Ισραήλ τόσο εύκολα έχει μετατραπεί σε κράτος τρομοκράτης  στην περιοχή. Και γι’ αυτό  ένα χρόνο τώρα δεν έχει σταματήσει τη μεγάλη σφαγή των Παλαιστινίων, με την απαίτηση κανείς να μην του ασκεί κριτική απειλώντας τους πάντες με την κατηγορία του αντισημιτισμού. Βολεύτηκε στο ρόλο θύματος και το ίδιο του κράτος του Ισραήλ που τροφοδοτεί με δικαιολογίες τους πολίτες του για να αντιμετωπίζουν σχεδόν όλο τον κόσμο σαν αποδιοπομπαίο τράγο και σαν υπανθρώπους του Παλαιστίνιους και απαιτώντας από τη διεθνή κοινότητα της καπιταλιστικής Δύσης να το ελεήσει με όπλα και χρήματα για να σκοτώνει, επαναλαμβάνοντας το δικό του Ολοκαύτωμα στους Παλαιστίνιους.
          Όταν λοιπόν στη συλλογική μνήμη των λαών το κυριότερο σημείο αναφοράς σχετίζεται με εξέγερση και αντίσταση τότε αυτοί οι λαοί δεν παύουν να αγωνίζονται και είναι  για την κυρίαρχη εξουσία απειλή που πρέπει να εξουδετερωθεί. Γι’ αυτό και γίνεται προσπάθεια να απαξιωθεί αυτό που αποτελεί επίκεντρο και στη δική μας συλλογική μνήμη, η δυναμική των λαϊκών αγώνων.  

 

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

ΠΑΝΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ

 

Και είναι τον τελευταίο χρόνο  που κυβέρνηση και μέσα μαζικής ενημέρωσης ανακάλυψαν τη βία των ανηλίκων. Μόνο που η βία στα σχολεία είναι πιθανότατα τόσο παλιά όσο και το ίδιο το σχολείο. Επί μακρόν ήταν αόρατη ή κοινότυπη, ενώ τους τελευταίους μήνες  έγινε ένα σημαντικό δημόσιο πρόβλημα. Τα δελτία ειδήσεων αφιερώνουν μεγάλο μέρος τους σε λεπτομερείς περιγραφές βίαιων, περισσότερο ή λιγότερο,  περιστατικών μεταξύ παιδιών  και η κυβέρνηση, με προεξάρχοντα τον πρωθυπουργό υπόσχεται αυστηροποίηση των ποινών σαν μέσο αποτροπής της βίας. Από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδη,  που αποδίδει το θέμα της βίας στη «χαλαρή νομοθεσία», μέχρι τον υπουργό Παιδείας Κ. Πιερρακάκη  που έχει αυστηροποιήσει τα πειθαρχικά μέτρα με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, όλοι επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην τιμωρία και καταστολή. Και τα μέσα ενημέρωσης κάνουν κύρια είδηση τις ανακοινώσεις του υπουργού Κ. Πιερρακάκη για τον αριθμό των αποβολών για χρήση κινητών και των καταγγελιών ενδοσχολικής βίας στην πλατφόρμα  stop-bullying.
        Γιατί όμως για ένα φαινόμενο που δεν είναι  τόσο πρόσφατο δημιουργείται από κυβερνώντες και συστημικά μέσα ενημέρωσης ένας τέτοιος πανικός;
          Φαίνεται πως αναγνωρίζεται ότι στη φαντασία της νεανικής απειθαρχίας, η βία έχοντας  γίνει οικεία και καθημερινή παρέκκλιση, πολλές φορές κάτι κοινότυπο, μετατρέπεται σε πρόβλημα ευρύτερο που  αφορά όλη την κοινωνία. Οι  κυβερνώντες λοιπόν κάνοντας επίδειξη της αγωνίας τους  για τη νεολαία, που την έχουν υποβιβάσει απλώς σε μια κοινωνική κατηγορία προς ενσωμάτωση, και έχοντας  ενδείξεις ότι μπορεί να ξεφύγει από τα συστήματα ελέγχου που έθεσαν σε  εφαρμογή γι’ αυτό το σκοπό, εντείνουν την επιτήρηση και καταστολή.
      Την τελευταία δεκαπενταετία ο αποκλεισμός δεν είναι πλέον το κρυμμένο πρόσωπο κάποιας ευημερούσας κοινωνίας που περιλάμβανε περιθωριακούς, κρατούμενους, ανάπηρους κλπ. αλλά  αφορά πια και μεγάλο κομμάτι της νεολαίας με την ανεργία και την επισφάλεια σε πολλά επίπεδα. Από περιφερειακό λοιπόν πρόβλημα έχει γίνει κεντρικό, γιατί  καθιστά τους πάντες πιθανούς παρίες και κατά συνέπεια ποικιλοτρόπως διαμαρτυρόμενους και αγωνιζόμενους. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η όψιμη κινητοποίηση για τη βία των ανηλίκων, η οποία περισσότερο αντιμετωπίζεται με αστυνομικά και κατασταλτικά μέτρα,  μπορεί να εξηγηθεί όχι τόσο από το αίσθημα ενδιαφέροντος προς τη νεολαία όσο από τη σπουδή των κυβερνώντων για έλεγχο και πειθαρχία.  Γι’ αυτό φαίνεται ότι οι πράξεις βίας και ασυδοσίας στο σχολείο δεν βρίσκουν μια εκπαιδευτική απάντηση, αλλά μάλλον αστυνομική και μετατρέπονται σε αγώνα ισχύος μεταξύ εκπαιδευτικής κοινότητας και κέντρων εξουσίας.
        Εξάλλου η νεολαία, επειδή είναι φορέας κοινωνικής ευαισθησίας μέσω του σχολικού δεσμού, ευαισθητοποιείται απ’ αυτήν την  εμπειρία για το μελλοντικό της κοινωνικό περιβάλλον.  Κι αν στο πρόσφατο παρελθόν η ανοχή της εξουσίας για τις υπερβολές της νεολαίας είχε τις ρίζες στην ιδέα ότι σύντομα θα έπαιρνε τη θέση της στον επαγγελματικό στίβο, σήμερα οι δυσκολίες μεγάλου μέρους της νεολαίας, που συνδυάζει κοινωνικές σχέσεις αποκλεισμού με τη σύγκλιση διαφορετικών βαθμών σχολικής αποτυχίας, την απειλή της μελλοντικής ανεργίας και του κοινωνικού υποβιβασμού, αμφισβητούν την ικανότητα ενσωμάτωσης στο προσφερόμενο κοινωνικό μοντέλο του καπιταλισμού.  Υπό το πρίσμα λοιπόν των νέων συνθηκών άρθρωσης του σχολείου με το καπιταλιστικό περιβάλλον, το σχολείο μοιάζει να αντιμετωπίζεται σαν ένα  γρανάζι  ελέγχου και πειθαρχίας και υποβιβάζεται σε  ένα είδος σούπερ μάρκετ στο οποίο οι νέοι ανταγωνιστικά εφαρμόζουν στρατηγικές απόκτησης προσόντων.
          Επειδή όμως τα δημόσια προβλήματα είναι συλλογικές δραστηριότητες, για να κατανοήσουμε τη γένεση και το νόημά τους, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη όλα τα μέρη που εμπλέκονται σε αυτή τη γενικευμένη αλληλεπίδραση. Το σχολείο δεν είναι ένας αποστειρωμένος χώρος, αλλά αντανακλά τη βία που βιώνεται, και πολλές φορές προβάλλεται επαναλαμβανόμενα και στην κοινωνία. Όταν επομένως το σχολικό πρόβλημα στον κυρίαρχο λόγο δεν συμπλέκεται με το κοινωνικό τότε υπάρχει μια αποπολιτικοποίηση των σχολικών προβλημάτων και της ρητορικής γύρω από την επίλυσή  τους. Και μπορεί η πολιτική να απορρίπτεται, όμως πραγματικά αυτή εμφανίζεται ακόμα και στην επιστημονική και διοικητική διαχείριση των προβλημάτων που διακηρύττει ότι  βασίζεται.  
      Καθώς η σχολική βία προκύπτει από το ίδιο το σύστημα, οι μέθοδοι ελέγχου της απειθαρχίας αναδιαμορφώνονται κάθε φορά αναλόγως των στόχων. Η  εστίαση στη δικαστική και αστυνομική προσέγγιση της μηδενικής ανοχής σε μια υπόσχεση  εξάλειψης του κινδύνου, στην ουσία αποβλέπει στην επέκταση και επιβολή τους  κλιμακωτά  σε όλα τα κοινωνικά  επίπεδα. Το πρόβλημα λοιπόν της νεανικής απειθαρχίας επεκτείνεται πέρα από την αυστηρή εφαρμογή του νόμου. Είναι ένας ολόκληρος τομέας που αναφέρεται γενικά στον μη συμμορφούμενο που καθίσταται τιμωρούμενος.  
         Τα περιστατικά σχολικής βίας, παρόλο που ο κυρίαρχος λόγος αποφεύγει να  τα αντιμετωπίσει ως κοινωνικά κατασκευασμένα φαινόμενα, γίνονται για τους κυβερνώντες αφετηρία ανησυχίας γι’ αυτή σε εθνικό επίπεδο και  φαίνεται ότι τη χρησιμοποιούν για την κλιμάκωση ελέγχου και καταστολής σε όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα. Ανυψώνουν τη σημασία της ασφάλειας μέσω μιας διαδικασίας αποκλεισμού των νέων και μιας επέκτασης της αστυνομίας και άλλων κατασταλτικών μέτρων, ενώ περιορίζουν εκπαιδευτικά και κοινωνικά προγράμματα. Η προτίμηση για την πολιτική αποκλεισμού και τιμωρίας εκδηλώνεται στο σχολείο με διάφορες μορφές απαγόρευσης, μηδενικής ανοχής, καταστολής και αποβολής, όλα στο όνομα της προώθησης της ασφάλειας. Μακροπρόθεσμα αυτές οι τιμωρητικές ενέργειες μειώνουν τη μελλοντική συμμετοχή ως ενηλίκων σε συλλογικές δραστηριότητες αποθαρρύνοντας κοινωνικούς δεσμούς, αγωνιστικές διεκδικήσεις. Επιπλέον,  τα σχολικά πειθαρχικά μέτρα συνοδεύονται συνήθως, για να ενισχυθούν, από  άλλες πρωτοβουλίες, όπως τις  υποχρεωτικές τυποποιημένες εξετάσεις και την αύξηση της λογοδοσίας των εκπαιδευτικών. Η καταστολή και τιμωρία εφαρμόζεται και στο εκπαιδευτικό προσωπικό, απαγορεύοντας (όπως έγινε με τη σημερινή απεργία των εκπαιδευτικών) κάθε κινητοποίηση, απαξιώνοντας κάθε διαμαρτυρία. Η πειθαρχία και ο έλεγχος εγκαθίστανται σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής κοινότητας.
         Καθώς λοιπόν  η καπιταλιστική επίθεση επεκτείνεται, αποδεικνύονται ιδιαίτερα χρήσιμες οι αντιλήψεις για την αξιοκρατία για να δικαιολογούνται στρατηγικές εκπαιδευτικής διαδικασίας που με την πειθαρχία, το φόβο, την ανασφάλεια μέσα από συνεχείς εξετάσεις, αποκλεισμούς, περιορισμούς  εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κέρδους. Για το σκοπό αυτό εφευρίσκονται διάφοροι δείκτες για αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών που δήθεν καταγράφουν ουδέτερους και αντικειμενικούς στόχους. Η εκπαίδευση εν ολίγοις αναπαράγει τον ταξικό καταμερισμό εργασίας, τις σχέσεις παραγωγής, κοινωνικοποιώντας τους νέους  στη μισθωτή  εργασία και κυρίως στην αποδοχή της τύχης τους, έτσι όπως επιβάλλεται  από τη σχολική αξιοκρατία με τον ισχυρισμό ότι είναι δίκαια και αξιοκρατικά καθορισμένη. Κι  ενσταλάζεται η πίστη στην τελειότητα και τη δικαιοσύνη της  αστικής δημοκρατίας.
         Επομένως, όλη αυτή η κινδυνολογία για τη σχολική βία τελικά ευνοεί την κατασταλτική δράση και την επέκταση της αστυνομικής επιτήρησης, αναδιαρθρώνοντας έτσι και τις κοινωνικές σχέσεις. Η αυξημένη χρήση της σχολικής επιτήρησης της συμπεριφοράς των μαθητών και της τιμωρίας ακόμα και για ήσσονος σημασίας αδικήματα, επεκτείνεται και στους εκπαιδευτικούς και   επαναπροσδιορίζεται σε μια συζήτηση περί «ασφάλειας» και«αξιοκρατίας» που τελικά εξαπλώνεται σε όλο τον κοινωνικό ιστό. Μάλιστα  με την καταστολή και αστυνόμευση επιβάλλονται τιμωρίες για παραβάσεις σχολικών κανόνων, που μπορούν να οδηγήσουν στην ποινικοποίηση ακόμα και  φυσιολογικής νεανικής συμπεριφοράς,  λειτουργώντας κάποιες φορές για τους νέους  ως αγωγός από το σχολείο στη φυλακή.
         Στην πραγματικότητα, η αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων θα απαιτούσε την απομάκρυνση από τις τρέχουσες κοινωνικές αξίες που είναι βουτηγμένες στην επιθετικότητα, τα όπλα και την απληστία και την ανασυγκρότηση ενός συστήματος εκπαίδευσης που προωθεί θετικές κοινωνικές αξίες αλληλεγγύης και δημιουργικότητας. Γι’ αυτό και ενώ είναι ουσιαστικό στοιχείο η  αναγνώριση ότι τα σχολεία είναι μικρογραφία των κοινοτήτων και των γειτονιών στις οποίες βρίσκονται και του πολιτικοοικονομικού συστήματος  πάντα σχεδόν αυτό παραβλέπεται, αφού έτσι θα άνοιγε η χαραμάδα για κριτική της κοινωνικής πραγματικότητας. 

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ

 

Μετά   τη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο για το έγκλημα στα Τέμπη, στις  κριτικές κάποιοι που  ενοχλήθηκαν από  τη λαϊκή απήχηση που αυτή είχε, αλλά δεν ήθελαν να εκπέσουν απλώς σε οπαδούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη, εστίασαν τις διαφωνίες τους στο λαϊκισμό του τραγουδιού του Φ. Δεληβοριά, ενώ οι υπερασπιστές του εξήραν το λαϊκό αίσθημα που σιχαίνεται η συντήρηση. Ο λόγος για τον καθηγητή Στ. Καλύβα που με επιμονή και συνέπεια χρόνια τώρα θέλει να αποδομήσει ευτελίζοντας κάθε λαϊκό αγώνα, ξεκινώντας από την αντίσταση στο ναζισμό,  και την Εφημερίδα των Συντακτών που προσπαθεί να διασώσει ένα αριστερό προφιλ πέρα από τον  ορυμαγδό του Συριζαϊκού ριάλιτι.
         Τις τελευταίες δεκαετίες η έννοια του λαϊκισμού στοιχειώνει τις αστικές μας δημοκρατίες. Η υποτιμητική χρήση της λέξης χρονολογείται από τη δεκαετία του 1980 και ο χαρακτηρισμός λαϊκιστής δεν σημαίνει περιγραφή, αλλά απαξίωση. Ο λαϊκισμός δεν είναι μια ιδεολογία και μάλλον το νόημά του ποικίλλει ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τις ιστορικές συνθήκες.  Στα καθ’ ημάς ο  λαϊκισμός ταυτίστηκε από τους αντιπάλους του με τον Πασοκικό λόγο που στα χρόνια του μνημονίου κληρονόμησε ο ΣΥΡΙΖΑ του Α. Τσίπρα. Και είναι αυτός ο λαϊκισμός που παραπλανούσε ακόμα και ριζοσπαστικά  τμήματα του πληθυσμού  για να εξασφαλίσει τη συναίνεση στην κυρίαρχη πολιτική.
         Σε αντίθεση με τον επαναστατικό λόγο, ο λαϊκιστικός λόγος στοχεύει λιγότερο στον μετασχηματισμό της πραγματικότητας και περισσότερο στην εξαφάνισή της. Είναι σαν ο λαϊκισμός να μετατρέπει το καθεστώς της παγκόσμιας αντιπαλότητας που είναι τώρα αυτό του καπιταλιστικού συστήματος σε κοινωνικό συναίσθημα. Η σύγκρουση εξευγενίζεται. Ασφαλώς, το «σύστημα» καταγγέλλεται βάναυσα, αλλά η αντίδραση δεν ξεπερνά το γλωσσικό φράγμα και είναι το εκλογικό χαρτί που παίζεται. Τον ταξικό διαχωρισμό που φτάνει μέχρι το νεφελώδη διαχωρισμό αριστεράς και δεξιάς αντικαθιστά το χάσμα μεταξύ λαού και ελίτ ή στην πασοκική γλώσσσα μη προνομιούχων και προνομιούχων.
          Κι αφού αποδόθηκε σ’ αυτόν εν πολλοίς  η αποτυχία του συστήματος, κατηγορείται τώρα   ο λαϊκισμός ως έκφραση ανικανοποίητων προσδοκιών αυτών των μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια κατηγορούνται για τη δυσκολία ενσωμάτωσής τους στην καπιταλιστική κοινωνία του κέρδους. Δηλ.  η …ανεπαρκής ενσωμάτωση στον καπιταλισμό και η προσδοκία καλύτερων συνθηκών ύπαρξης σ’ αυτόν θεωρείται εμμέσως το μέγιστο κακό.
         Κι επειδή οι σημερινοί κυβερνώντες νιώθουν σχεδόν άτρωτοι χωρίς αντίπαλο, με ένα λαϊκό κίνημα που φαίνεται μεν να βρίσκει το βηματισμό του αλλά όχι ακόμα ρωμαλέο, ελάχιστα διστάζουν να προβάλλουν την ισχύ τους και τον πλούτο τους. Ίσως μάλιστα να γίνεται και εσκεμμένα για να νιώθει ο λαός μίζερος, ανίσχυρος, αγνοημένος και σε απόγνωση. Έτσι βαφτίζουν από τη μια κάθε αντίδραση στην πολιτική τους λαϊκισμό και από την άλλη λαϊκίζουν ασύστολα με τα αποφάγια που μοιράζουν σε κοινωνικά δεινοπαθούντες.
          Γι’ αυτό  λοιπόν από τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, που στις ευρωεκλογές καλούσε του πολίτες να μην επιτρέψουν το λαϊκισμό τοξικότητας και λεφτόδεντρων να ξανασηκώσει κεφάλι, μέχρι τον υπουργό εθνικής Οικονομίας Κ. Χατζηδάκη, που υπερηφανεύεται για τις αναγκαίες αλλαγές που θα γίνουν στην οικονομία μακριά από τον λαϊκισμό,  κατηγορούνται  όλοι οι άλλοι για λαϊκισμό. Ενώ  οι ίδιοι διακρίνονται για τη δημαγωγική αναφορά τους στο λαό, υποστηρίζοντας πάντα  ότι αρχή τους είναι η προτεραιότητα της θέλησης του λαού. Αναζητώντας ερείσματα στις μάζες και χειραγωγώντας τες εξωραΐζουν την πολιτική τους που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, υποκρινόμενοι ενδιαφέρον για τις λαϊκές ανάγκες. Βασικά, για να το επιτύχουν αναπλάθουν στο λόγο τους, αλλοιώνοντας  τες, τις κοινωνικές προσδοκίες των κοινωνικών στρωμάτων που υποφέρουν από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, με υπεράσπιση του αταξικού  δρόμου κοινωνικής εξέλιξης και απόρριψη τόσο των ταξικών διαφορών όσο και των ταξικών ρόλων των ηγετών.
        Αυτά όμως τα μη «προνομιούχα» στρώματα χωρίς ταξική συνείδηση που απευθύνονταν ο λαϊκιστικός λόγος και πλήττονται τώρα με την επίθεση του κεφαλαίου, με διαψευσμένες ελπίδες, συνεχίζουν να δελεάζονται απ’ αυτόν. Σ’ αυτό βοηθά και η σχετικοποίηση όλων των σκέψεων με την εξάλειψη των μεγάλων αξιών και ιδανικών, που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η διαχειριστική και καταναλωτική ιδεολογία έχουν επιβάλει πεισματικά για αρκετές δεκαετίες Αυτά τα στρώματα αηδιασμένα καθώς είναι από τη διαφθορά των ελιτ και ζώντας σε μια κοινωνία δυσπιστίας αμφιβάλουν για τους  πολιτικούς ηγέτες έχοντας την αίσθηση της εγκατάλειψης απ’ αυτούς. Ο λαϊκισμός επωφελείται απ’ αυτό και  καταδεικνύει μια ηθική απαίτηση. Χρησιμοποιώντας λοιπόν επ’ ωφελεία του τον λαϊκισμό ένας επίδοξος ηγέτης μπορεί, καταγγέλλοντας ελίτ και διαφθορά και υποκρινόμενος ριζοσπαστικοποίηση, να τα παρασύρει σε μια σαγηνευτική ψευδαίσθηση. Αυτό που ο ορμώμενος από την Αμερική  έκπτωτος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πολεμά να πετύχει.  
           Ο Στ. Κασσελάκης έχει ή τουλάχιστον προσποιείται ότι έχει χαρακτηριστικά ενός λαϊκιστή ηγέτη, που θέλει να πείσει ότι είναι κομμάτι του λαού, που δεν τον εκπροσωπεί απλώς, αλλά τον ενσαρκώνει.  Ο τρόπος που επιδρά είναι απλουστευτικός και άμεσος μέσω του συναισθήματος, εκθέτοντας το συναίσθημα σε σημείο κωμικής υπερβολής. Καθώς όσοι τον ακολουθούν είναι όλο και λιγότερο ικανοί να κατανοήσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν, ο λαϊκιστής Κασσελάκης  προσφέρει αυτό το πολύτιμο πλεονέκτημα, της αντιμετώπισης του περίπλοκου κόσμου με απλές ιδέες. Απαξιώνεται η διαμεσολάβηση και οι μεσάζοντες και απέναντι σε μακρινές και αδιαφανείς ελίτ, ο επίδοξος ηγέτης  καλλιεργεί την εγγύτητα και τη διαφάνεια. Είναι υπέρ της άμεσης ή συμμετοχικής δημοκρατίας αμφισβητεί την αντιπροσώπευση,  απεχθάνεται και παρακάμπτει τη διαμεσολάβηση. Θεωρεί ότι θεσμικά μέσα έκφρασης είναι οι οθόνες, καθώς έτσι απευθύνεται άμεσα στους οπαδούς του. Οι δημοκρατικές διαδικασίες αμφισβητούνται στην πράξη κι ενώ επικαλείται τη θέληση  του λαού με τεχνάσματα προσπαθεί να του επιβληθεί. Μόνο που ο λαός στον οποίο απευθύνεται δεν είναι ένα σύνολο, μια συλλογικότητα,  παρά το άθροισμα ενός πλήθους ατόμων για τα οποία η κοινωνική τάξη δεν τα χαρακτηρίζει, αλλά τα ιδιαίτερα συμφέροντα.
        Όσο  λοιπόν κι αν φαίνονται γελοία τα δρώμενα στο ΣΥΡΙΖΑ η απόπειρα επιβολής του Στ. Κασσελάκη στα πολιτικά πράγματα, ανεξάρτητα από την κατάληξη του συγκεκριμένου εγχειρήματος, εγκαινιάζει μια νέα μορφή  λαϊκιστικής πολιτικής. Που παρουσιάζεται τόσο ως κριτική της δημοκρατίας και ως απόρριψη της δημοκρατίας στην αντιπροσωπευτική της μορφή, όσο και ως αίτημα για δημοκρατία, με μια  γλώσσα στρεβλωμένης αμφισβήτησης που υποκαθιστά την ταξικότητα και διαμορφώνει οπαδικούς πολίτες. Και μπορεί να διαλυθεί μέσα στον ευτελισμό και γελοιότητα, αλλά και  να βάλει παρακαταθήκη για πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης που ακόμα και την αστική δημοκρατία να στραγγαλίζουν.
         Σε ποια κατεύθυνση θα οδηγηθούν τέτοια εγχειρήματα εξαρτάται από τις αντιδράσεις,  την οργάνωση και  αγωνιστικότητα του λαϊκού κινήματος  Ο δρόμος όμως έχει ανοίξει και ο κίνδυνος είναι ορατός.