Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Η ΠΕΙΘΩ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

 

Για μέρες το κατά Λύτρα ανάγνωσμα, που περιλάμβανε πλούτο, διασημότητα, έμφυλα δικαιώματα,  απασχόλησε τα μέσα ενημέρωση και κοινωνικής δικτύωσης, σχεδόν αποκλειστικά,  με τους συνήθεις προβληματισμούς  στα όρια που επιτρέπει η κυρίαρχη προπαγάνδα, για να αναδειχτούν οι ευαισθησίες των κυβερνώντων και η ποιότητα της δικαιοσύνης. Στα ίδια μέσα οι κινητοποιήσεις για τη ΛΑΡΚΟ αξιώθηκαν ελάχιστης έως μηδενικής  προσοχής, και οι φωτιές που ολοκληρώνουν καταστροφές των προηγούμενων χρόνων παρουσιάζονται ως  δικαίωση του αφηγήματος της κλιματικής αλλαγής που η προσωπική ευθύνη του καθενός δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά. Γεγονότα που προβάλλονται στη πρώτη γραμμή της επικαιρότητας επιλέγονται, περιγράφονται  και σχολιάζονται πάντα με στόχο τη διαμόρφωση συνειδήσεων που καταξιώνει   την κυρίαρχη εξουσία. Γιατί έτσι χειραγωγούνται συνειδήσεις για να καταστέλλονται εν τη γενέσει τους τυχόν διαμαρτυρίες.
         Με τον ίδιο στόχο και όλοι ετούτοι που ντε και καλά ενεργούν σαν αντιπολίτευση και δεν απορρίπτουν κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες,  αλλά κάθε φορά θέλουν εγγυήσεις για την επιτυχία τους, που τις ανακαλύπτουν στην αλλαγή φρουράς στον κυβερνητικό θώκο. Από κοντά και οι ψύχραιμοι και νηφάλιοι που επικαλούνται αντικειμενικότητα, ιδιαίτερα όταν επιστρατεύουν μαθηματικά νούμερα, για να συμβουλεύουν και να προωθούν ξεκάθαρα την αποδοχή μιας  κατάστασης στην οποία δεν υπάρχει εναλλακτική. Δημοσιογράφοι και influencer, διανοούμενοι και πολιτικοί μοιράζονται ρόλους, δημιουργούν την ιδανική εικόνα μιας εφιαλτικής πραγματικότητας.  Και κάπως έτσι η  δημόσια συναίνεση για το  status quo εξακολουθεί να κατασκευάζεται με πολύ υψηλό βαθμό επιτυχίας.
          Γι’ αυτό το  ζητούμενο είναι η ανάδειξη  προβλημάτων με τις αιτίες τους. Απέχουμε πολύ από το να μπορούμε να επιβάλλουμε πραγματικές λύσεις όταν η πλειοψηφία δεν γνωρίζει όχι μόνο τις αιτίες για πολλά από τα προβλήματα που υπάρχουν, αλλά δεν αναγνωρίζει και τα ίδια τα προβλήματα. Όλοι ετούτοι που περνούν το χρόνο τους στο διαδίκτυο παίζοντας τους γενναίους επαναστάτες και μιλώντας για την ετοιμότητά τους να στήσουν γκιλοτίνες και να πάρουν τα όπλα ενάντια στην άρχουσα τάξη, παραμυθιάζουν και παραμυθιάζονται για κάτι που έχει μηδενικές πιθανότητες να γίνει πραγματικότητα, όπως έχουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή. Κάθε στάση εργασίας, κάθε 24ωρη απεργία, κάθε διαδήλωση απαξιώνεται κατηγορώντας το ΚΚΕ ότι πρωτοστατεί στο μπλοκάρισμα της επαναστατικότητας. Παίζουν ρόλους σαν επαναστάτες σε έναν κόσμο φαντασίας, με το παιχνίδι τους να μην έχει κανένα βάρος, να μην συνεπάγεται πραγματικό υλικό κίνδυνο. Αυτές οι μαξιμαλιστικές προτάσεις αγωνιστικότητας επί του πρακτέου δεν διαφοροποιούνται από όλες  αυτές   τις φωνές που ισχυρίζονται ότι αντιπολιτεύονται κυβερνητικές επιλογές, εφόσον αμφότερες οδηγούν σε παθητικότητα και αποδοχή της πραγματικότητας. Θα είχαν κάποιο νόημα τέτοιες κορώνες επαναστατικές αν ο φορείς τους αγωνίζονταν για να δημιουργηθούν οι συνθήκες μέσα στις οποίες θα μπορούσαν να αποκτήσουν νόημα. Αυτό όμως  γίνεται μόνο  όταν αφυπνίζονται οι  εργαζόμενοι  από τη δυστοπία που ζουν, αποκτούν συνείδηση της κατάστασης που βιώνουν και της δύναμης που έχουν να την αλλάξουν.  
         Το αποκαρδιωτικό είναι ότι ενώ  βρισκόμαστε  μέσα σε ένα φλεγόμενο σπίτι, οι άνθρωποι μέσα δεν πιστεύουν ότι θα καούν και νομίζουν ότι εν πολλοίς όσοι το λένε αυτό είναι τρελοί   και εκτός πραγματικότητας. Και αυτή είναι η  επιτυχία της κυρίαρχης προπαγάνδας, που μπορεί  χωρίς βία να  μας δένει στο άρμα των συμφερόντων της. Το να καταφέρει κανείς να κάνει τους ανθρώπους να δουν τη φωτιά μέσα στην οποία είναι, αποτελεί το πιο δύσκολο βήμα, και το ΚΚΕ αυτό προσπαθεί να κάνει.
          Συμμετέχουμε σε επιχειρήσεις πολεμικές, όπως η ευρωπαϊκή επιχείρηση «ΑΣΠΙΔΕΣ» στην Ερυθρά θάλασσα, διακινδυνεύοντας ζωές και αναλώνοντας πόρους που κατά τους κρατούντες  δεν περισσεύουν, και τη μεγάλη πλειοψηφία μοιάζει να μην την αφορά, δεν συνειδητοποιεί τους πραγματικούς κινδύνους που φτάνουν στην πόρτα μας,  πιστεύοντας στην προπαγάνδα για μια εθνική εξωτερική πολιτική κύρους.
         Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ελευθερία μας είναι η πεποίθηση των ανθρώπων ότι είναι ήδη ελεύθεροι. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για μια δίκαιη και ελεύθερη  κοινωνία είναι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι ζούμε ήδη σε μια τέτοια κοινωνία. Ο προπαγανδιστικός λόγος περί δικαιωμάτων, ισότητας και ελευθερίας σκεπάζουν με ομίχλη την πραγματική κατάσταση και ακόμα και όταν βιώνουμε τη σκληρότητά της αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε τις αιτίες της. Κι έτσι πειθόμαστε για το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων για την ευημερία των λαϊκών στρωμάτων, επειδή αυτές  διακηρύττοντας το στόχο της δίκαιης φορολόγησης επιβάλλουν πρόστιμα μερικών χιλιάδων ευρώ, ούτε όσο τα κέρδη μιας ημέρας, σε πολυεθνικές. Και παραβλέπουμε πολιτικές και νόμους που δεν κάνουν άλλο από το να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, καταδικάζοντας τους εργαζομένους σε ατέλειωτη μιζέρια.   
         Πρέπει λοιπόν πρώτα ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας να αντιληφθούμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Γιατί κανένα  πρόβλημα δεν λύνεται ποτέ από τους ανθρώπους έως ότου οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουν το πρόβλημα που υπάρχει, καταλάβουν το πρόβλημα και τις αιτίες του και δημιουργήσουν τις απαραίτητες συνθήκες για να καταστούν εφικτές οι λύσεις του. Αν  δεν καταλάβουμε τις ταξικές διαστάσεις των προβλημάτων θα απαξιώνουμε αγωνιστικές κινητοποιήσεις για τη λύση τους. Θα περιμένουμε  λύσεις σε ένα καπιταλιστικό κράτος από μια πολιτική ηγεσία που κύριο μέλημά της είναι η προώθηση συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης. Έτσι όπως αποδεχτήκαμε την ενοχοποίησή μας για την πτώχευση του κράτους θα  αποδεχόμαστε και τη μίζερη ζωή που μας επιφυλάσσεται με επιδόματα ή  με ελπίδες για βελτίωσή της αν προσαρμοστούμε στις πολιτικές της ηγεσίας που διαφημίζει τη συμπαράστασή της στους ευάλωτους.
        Δυο πόλεμοι γύρω μας, μια παρατεταμένη οικονομική δυσπραγία και ακόμα σε μια μεγάλη πλειοψηφία εργαζομένων η αλήθεια για το πολιτικό κατεστημένο και την κυβέρνηση, για τα μέσα ενημέρωσης και τον κόσμο τους μοιάζει κρυμμένη πίσω από τόνους προπαγανδιστικού λόγου. Είναι δύσκολο να περάσει κανείς από την πλήρη πίστη στην κυρίαρχη κοσμοθεωρία προπαγάνδας, στη συνειδητοποίηση ότι όλα όσα έχει εκπαιδευτεί να πιστεύει για τον κόσμο είναι ένα ψέμα. Αυτή την οκνηρία πνεύματος, τις γνωστικές προκαταλήψεις εκμεταλλεύεται η κυρίαρχη προπαγάνδα και προωθεί πληροφορίες και πολιτικές που εξυπηρετούν την εξουσία με τρόπους που είναι …εύγευστοι και εύπεπτοι.

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΥΡΩΚΕΛΟΓΕΣ

 

Με τις ευρωεκλογές ο κόσμος δεν έγινε λιγότερο χαοτικός ούτε και περισσότερο επικίνδυνος. Είναι βέβαιο το λιγότερο παράδοξο αναλυτές και πολιτικοί να εκφράζουν ζωηρή ανησυχία για την άνοδο της ακροδεξιάς, όλο και περισσότερο αποφεύγεται να χαρακτηρίζεται φασιστική, τόση όσο δεν εκφράσανε για κανένα από τους πολέμους, της Ουκρανίας και της σφαγής στη Γάζα. Αν κάτι δείχνει η μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά είναι ότι έχει χαθεί η εμπιστοσύνη στις αστικές κυβερνήσεις, με συκοφάντηση κάθε σοσιαλιστικής εναλλακτικής, με πολλούς ευρωπαίους να είναι απογοητευμένοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι αν τα ακροδεξιά ή φασίζοντα κόμματα κέρδισαν σημαντικό έδαφος σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση, ακριβώς γιατί υπόσχονταν  ανατροπή του κατεστημένου πολιτικού συστήματος, 15 χρόνια μετά εκφράζονται, αφού ενσωματώθηκαν ομαλά στο πολιτικό σύστημα,  με μεγαλύτερη μετριοπάθεια και θέλουν να φαίνονται ότι αυτό που υπόσχονται είναι μια σταθερότητα. Περιγράφοντας τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς, εκτός από τους ίδιους φυσικά, ως διεφθαρμένους και παρηκμασμένους, εκμεταλλευόμενοι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στέλνουν το μήνυμά τους. Συντηρητισμός στα κοινωνικά ζητήματα με ρατσιστικές τάσεις, στοχοποίηση μεταναστών, αντιισλαμισμός, εκτεταμένη χρήση των πιο συντηρητικών στερεοτύπων για αντιμετώπιση του δημόσιου χώρου, εθνικισμός και κατά περίσταση ευρωσκεπτικισμός χαρακτηρίζουν τα περισσότερα από τα ακροδεξιά ευρωπαϊκά κόμματα. Το πιο ανησυχητικό όμως, που δεν ομολογείται από την ανησυχούσα κυρίαρχη εξουσία, δεν είναι τόσο η  άνοδός τους, αλλά ότι  όλο και ξεθωριάζουν  οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου  με τα ακροδεξιά κόμματα. Είναι που πια η κυρίαρχη εξουσία  σ’ ένα μεγάλο μέρος της έχει υιοθετήσει ακροδεξιά πολιτική.
       Περιμένουμε απότομες τις  αλλαγές, ρηξικέλευθες τις δράσεις, σε μια εποχή και περιοχή που ο έλεγχος της κυρίαρχης εξουσίας επιβάλλεται δια της συναίνεσης. Δεν βγαίνουν πια τα τανκς στους δρόμους, δεν ανακοινώνεται αναστολή άρθρων Συντάγματος. Η μετατροπή των πραγμάτων  γίνεται σταδιακά και σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενα. Κάποια κατάσταση ή θεσμός μοιάζει να κρατεί δεκαετίες και χαρακτηρίζει τη σταθερότητα. Κι όμως με τη σταδιακή φθορά του ή την ανεπαίσθητη βαθμιαία μετατροπή του σε ό,τι πιο συντηρητικό,  στο τέλος βρισκόμαστε μπροστά σε εντελώς διαφορετική κατάσταση από ό,τι ήμασταν πριν μερικά χρόνια, και μάλιστα με την αποδοχή της πλειοψηφίας.  Όπως συνέβη με τις φασίζουσες ιδέες και πολιτική που από την απαξίωσή τους πριν μια δεκαπενταετία έχουν περάσει, ανεπαισθήτως, στην ενσωμάτωσή τους στην κυρίαρχη πολιτική.  
       Είναι χρόνια τώρα που  η δημοκρατική μας Ευρώπη αποδέχεται τη  συμμετοχή ακροδεξιών σχηματισμών σε κυβερνητικούς συνασπισμούς για να σχηματίσουν πλειοψηφίες, απενοχοποιώντας φασιστικές ιδεολογίες και νομιμοποιώντας φασιστικές πρακτικές, αρκεί να μη χαρακτηρίζονται σαν τέτοιες.  Αυτό  είχε συμβεί στη χώρα μας με τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ, μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τη Ν. Δ, στην κυβέρνηση Παπαδήμου το 2011. Η οποία κληροδότησε στις επόμενες κυβερνήσεις την τριάδα του φασιστικού τόξου, Βορίδη, Γεωργιάδη, Πλεύρη και έφερε στο κέντρο της πολιτικής σκηνής φασίζουσες περιθωριακές ομάδες που ομαλοποίησαν το δρόμο για την άνοδο της δηλωμένης φασιστικής Χρυσής Αυγής. Κι αν ένα  αντιφασιστικό κίνημα στην πραγματικότητα επέβαλλε τον εξοβελισμό από την πολιτική και κοινωνική ζωή ως εγκληματική οργάνωση την Χρυσή Αυγή, όμως  ένα  μεγάλο τμήμα των συστημικών μέσων ενημέρωσης και πολιτικών την προωθούσε ως διέξοδο στην απόγνωση των πρώτων χρόνων των μνημονίων, μετακινώντας το συστημικό πολιτικό σύστημα δεξιότερα, όπου και παραμένει.  
         Κι αν  στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η εκλογική άνοδος του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία ήταν εξαίρεση στην Ευρώπη και αν αργότερα, το 1999, φάνηκε να πανικοβάλλει την Ευρώπη ο κυβερνητικός συνασπισμός στην Αυστρία στον οποίο υπήρχαν εκλεγμένα με το ακροδεξιό κόμμα «Ελευθερία» μέλη, τώρα πια η παρουσία ακροδεξιών περισσότερο χρησιμοποιείται ως  φόβητρο  για συσπείρωση γύρω από την κυρίαρχη πολιτική, την οποία δεν φαίνεται και οι ακροδεξιοί να πολυαμφισβητούν επί της ουσίας όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις. Και ούτε βέβαια αμφισβητούν  τους αντεργατικούς νόμους που ψηφίζονται από τα κόμματα με τις δημοκρατικές ευαισθησίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Τζ. Μελόνι στην Ιταλία που συνεργάζεται άψογα με την Ε.Ε. Και  ο  Ε. Μακρόν, που έχει υιοθετήσει στο μεταναστευτικό και στην καταστολή φασιστικές πρακτικές, δείχνει με ποιο τρόπο εξυπηρετεί η άνοδος της ακροδεξιάς. Με φόβητρο τη νίκη στις επερχόμενες βουλευτικές  εκλογές στη Γαλλία του κόμματος της Μ. Λεπέν ο Γάλλος πρόεδρος υπογραμμίζει την ανάγκη δημιουργίας προοδευτικού δημοκρατικού μετώπου, εγκλωβίζοντας έτσι τους ψηφοφόρους σε δυο πολιτικούς πόλους που επί του πρακτέου δεν διακρίνονται για διαφορές στην άσκηση της πολιτικής. Και μ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται η απουσία εναλλακτικής πολιτικής, αλλά και η ανακήρυξη για μια ακόμα φορά ενός φασίζοντος κόμματος ως αντισυστημικού, εμμέσως οδηγώντας σε μια πιο δεξιά διέξοδο,  αφού η αριστερή προοπτική έχει αρκούντως απαξιωθεί  από τα αριστερά υπολείμματα της σοσιαλδημοκρατίας και την κυρίαρχη πολιτική.
         Σταθερή επιδίωξη της κυρίαρχης τάξης είναι με τις εκλογές να καθορίζει τη μορφή της αντιπαράθεσης θέτοντας εκβιαστικά διλήμματα εν είδει απειλής και με φρούδες υποσχέσεις να ακινητοποιεί το ταξικό ένστιχτο και την ιστορική μνήμη της τάξης των εργαζομένων. Θέλοντας, δικαιώνοντας τις εκλογές,  να εξασφαλίζει τη συναίνεση χωρίς ιδιαίτερη αντίδραση, ευνόησε το είδος εκείνο της πολιτικής επικοινωνίας που συνδυάζει εξατομίκευση, μετατροπή σε θέαμα των εκλογικών εκστρατειών, την επαγγελματοποίηση. Γι’ αυτό μοιάζει υποκριτικός ο προβληματισμός για  την προώθηση και επικράτηση στην πολιτική  ατόμων με όρους ψυχαγωγίας, που η  παρουσία τους έγινε  κέντρο ενός θεάματος ή παρουσίαζαν οι ίδιοι θέαμα κλπ. Η εξατομίκευση αντιπροσώπευε μια ρήξη μ’ εκείνο το μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα που βασίζεται σε κόμματα τα οποία αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένες ιδεολογίες, γιατί τώρα δίνεται μεγαλύτερη σημασία στις υποτιθέμενες ιδιότητες των προσώπων παρά στα κόμματα. Ο πολλαπλασιασμός των μέσων ενημέρωσης και μάλιστα των ιδιωτικών που εστιάζουν στην ιδιωτική ζωή  των πολιτικών, την προώθηση των οποίων έχουν αναλάβει διαφημιστικές  εταιρείες,  εξασφαλίζει την κυριαρχία της πολιτικής ως θέαμα. Ένας χυλός όλα τα πολιτικά πράγματα, μια απαισιοδοξία ότι οι διαδικασίες της αστικής πολιτικής δεν μεταβάλλουν τίποτε. Κι ύστερα ωρύονται διανοούμενοι και πολιτικοί του συστήματος για τη μεγάλη αύξηση της αποχής από τις εκλογικές διαδικασίες. Η οποία αποχή επί της ουσίας ουδόλως τους ενδιαφέρει, αφού το πολιτικό σύστημα συνεχίζει και λειτουργεί προς όφελος των συμφερόντων της άρχουσας τάξης.  
          Κι απόμεινε μόνο το ΚΚΕ να δίνει προτεραιότητα στις συλλογικές αξίες  και να επικεντρώνεται στο πολιτικό διακύβευμα των εκλογών και στις ταξικές αντιθέσεις.  Η εκλογική άνοδος του ΚΚΕ στις τελευταίες βουλευτικές και ευρωβουλευτικές εκλογές ξεκίνησε μετά από μια δεκαετία καθήλωσης σ’ ένα ποσοστό για το οποίο η δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε ως στόχο τον ευτελισμό της Αριστεράς, έπαιξε καθοριστικό ρόλο.  Μπορεί να μην είναι θεαματική, είναι όμως ελπιδοφόρα, ενδεικτική για την βαθμιαία αλλαγή στις πολιτικές επιλογές και δράσεις των εργαζομένων. Που δεν παρασύρονται από ξεπερασμένα τεχνάσματα κυβερνητικών ανασχηματισμών, όπως   μετά τις ευρωεκλογές με τη μείωση της εκλογικής δύναμης της Ν.Δ  έκανε ο Κ. Μητσοτάκης. Ο οποίος  θεώρησε ότι ένας  ακόμα ανακυκλωμένος ανασχηματισμός είναι η  απάντηση  στην εκφρασμένη λαϊκή δυσαρέσκεια, που δεν επηρεάζει σε τίποτε τη συνολική αντιδραστική πολιτική.   
          Σε όλη αυτή την εκλογική διαδικασία είναι  η ψήφος στο ΚΚΕ που προκρίνει μια πολιτική πρακτική που θα αποδεσμεύεται από τη λογική της εναπόθεσης των ελπίδων στα εκλογικά αποτελέσματα και κινείται  προς την κατεύθυνση των μαζικών αγώνων  σαν το μοναδικό  μέσο επίτευξης των στόχων της εργατικής τάξης, η οποία στοχεύει πολύ πιο πέρα από αλλαγή  στο πολιτικό σκηνικό. Και είναι αυτό ακριβώς που φοβίζει και γι’ αυτό όλο το πολιτικό σύστημα σε αγαστή συμφωνία, προεξάρχοντος του  ΣΥΡΙΖΑ που έχει ξεμείνει πια μ’ αυτόν μόνο το ρόλο, υπονομεύει την αγωνιστικότητα του ΚΚΕ ή και δειλά αρχίζει να καταγγέλλει τη νομιμότητά του (γιατί συμμετέχει σε εκλογές ευρωβουλής αφού είναι εναντίον της ΕΕ). Επειδή πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε ιδέα αντιπαλότητας απέναντι σ’ αυτό το σύστημα μέσα από αγωνιστικές κινητοποιήσεις στο δρόμο και στους χώρους εργασίας, όπως ο αγώνας των εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ.  Όλα πρέπει να είναι  μέσα στη λογική της διαδικαστικής  δημοκρατικότητας, για να θεωρηθούν παρωχημένες έως και ανύπαρκτες οι αντιθέσεις ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευομένους.
G
M
T
Y
Η λειτουργία ομιλίας περιορίζεται σε 200 χαρακτήρες