Και όλοι αυτοί που στην καθημερινή μας ζωή, αλλά και στο δημόσιο βίο, με αλαζονεία και έπαρση περιφέρουν την
αθεϊα τους, σαν τρόπαιο μάλιστα της προοδευτικότητάς
τους, την ίδια στιγμή που επιδοκιμάζουν και αποδέχονται ασμένως τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής
με όλα τα παρεπόμενα, δεν κάνουν άλλο από το να επαληθεύουν τη μαρξιστική
κριτική της θρησκείας. Όλοι αυτοί οι «προοδευτικοί» που ομνύουν στον
καπιταλισμό και κατακεραυνώνουν την πίστη των άλλων, ιδιαίτερα σε γιορτές θρησκευτικές
όπως τώρα το Πάσχα, δεν κάνουν ούτε το
μισό δρόμο για να φτάσουν έστω στην κριτική της θρησκείας που νεογελιανοί όπως ο Φόιερμπαχ έκαναν.
Η θρησκεία δεν είναι απλά μια αλλοτρίωση γενικά του
ανθρώπου, αλλά πρώτα και κύρια, ως ένα
κοινωνικό προϊόν, είναι έκφραση μιας πιο σημαντικής αλλοτρίωσης, αυτής που
είναι πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής. Η θρησκεία δημιουργείται από τον άνθρωπο, όπως ήδη ο Φόιερμπαχ αποφαίνεται
βάζοντας όμως τον άνθρωπο έξω από την πραγματικότητα, ενώ κατά τη μαρξιστική
αντίληψη ο άνθρωπος πρέπει να
αντιμετωπίζεται στην κοινωνική του διάσταση. Είναι λοιπόν η κοινωνία, το κράτος,
όλες δηλ. οι υλικές σχέσεις των ατόμων μέσα σε ένα καθορισμένο στάδιο ανάπτυξης
των παραγωγικών δυνάμεων, που παράγουν τη θρησκεία, όχι ο άνθρωπος γενικά ως
αφαίρεση. Η θρησκεία δεν είναι παρά μια εσφαλμένη
επίγνωση του κόσμου που καθίσταται απόλυτη αλήθεια. Η κριτική της δεν αποτελεί
παρά κομμάτι της συνολικής κριτικής για την κοινωνία.
Όταν λοιπόν η όψιμη αθεϊα της εποχής μας στο
δημόσιο χώρο ιδιαίτερα, που υποκρίνεται προοδευτικότητα και ανεκτικότητα για
να παραπλανήσει επιβάλλοντας τις πιο αντιδραστικές επιλογές, αναφέρεται στις θρησκευτικές ψευδαισθήσεις και
σταματά εκεί, εκδούλευση στο υπάρχον σύστημα προσφέρει, εγκλωβίζοντας την κάθε
κριτική στα όρια της αποδοχής του καπιταλισμού. Η κριτική του ουρανού όμως πρέπει
να μετατραπεί σε κριτική της γης.
Η θρησκεία είναι ένας από τους κοινωνικούς θεσμούς που
εξαρτώνται από την υλική και οικονομική πραγματικότητα σε μια δεδομένη
κοινωνία. Δεν έχει ανεξάρτητη ιστορία, αλλά είναι το δημιούργημα των
παραγωγικών δυνάμεων, γιατί κατά τον
Μαρξ ο θρησκευτικός κόσμος δεν είναι παρά αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου.
Εξαρτάται απ’ αυτόν, και η κατανόησή της
θρησκείας εξαρτάται περισσότερο από τον κοινωνικό σκοπό που υπηρετεί η ίδια παρά
από το περιεχόμενο των πεποιθήσεών της. Η θρησκεία παρηγορεί και αιτιολογεί, είναι
μια αυταπάτη που αποφεύγει να αναγνωρίσει την υποκείμενη πραγματικότητα που
στηρίζεται, είναι μια φανταστική συνειδητοποίηση της ανθρώπινης ουσίας που
οδηγεί στην απολίθωση του ανθρώπου σε
έναν ορισμό, έξω από την υλική πραγματικότητα.
Καθώς αυτή η
κριτική της θρησκείας αφορά περισσότερο το χριστιανισμό, την επικρατούσα
θρησκεία της καπιταλιστικής Δύσης, που στο
επίκεντρό της βρίσκεται ένας ισχυρός
θεός και μια ευτυχισμένη μετά θάνατο ζωή, γίνεται εμφανής η χρησιμοποίησή της από
την οργανωμένη εκκλησία σε συνδυασμό με την κρατική εξουσία για να καθαγιαστεί η επικρατούσα πολιτική και κοινωνική τάξη. Αν
και μπορεί να διακηρύσσει πολύτιμες αρχές, τάσσεται στο πλευρό των καταπιεστών.
Ο χριστιανισμός υποστηρίζει τη βοήθεια των φτωχών, αλλά η χριστιανική εκκλησία
συγχωνεύτηκε με το καταπιεστικό ρωμαϊκό κράτος, συμμετέχοντας στην υποδούλωση
των ανθρώπων για αιώνες. Στο Μεσαίωνα, η καθολική εκκλησία κήρυττε για
τον παράδεισο, αλλά απέκτησε όσο το δυνατόν περισσότερη περιουσία και δύναμη,
ενώ και η ορθόδοξη ελληνική εκκλησία πάντα ήταν συνοδοιπόρος με την κυρίαρχη
εξουσία είτε οθωμανική είτε σκληρά ταξική.
Κι
αν στην πορεία της οικοδόμησης μιας κομμουνιστικής
κοινωνίας πρέπει να καταπολεμηθεί η θρησκεία, είναι γιατί αναπόφευκτα, σαν
οργανωμένη μάλιστα εκκλησία, θα σταθεί εμπόδιο σ’ αυτόν τον αγώνα. Και αυτή η
σύγκρουση με τη θρησκεία δεν έχει να κάνει με την πίστη των καθημερινών
ανθρώπων, που έχουν ανάγκη από θρησκευτικές παρηγοριές, αλλά με τις συνθήκες
που τροφοδοτούν τις βασικές της λειτουργίες και χρήσεις σ’ έναν κόσμο εκμεταλλευτών.
Γιατί η
θρησκεία είναι έκφραση πραγματικής δυστυχίας, όπως είπε ο Μαρξ είναι ο
αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος αλλά και διαμαρτυρία στην πραγματική
δυστυχία, είναι η ψυχή, κατά Μαρξ, ενός άκαρδου
κόσμου. Και με αυτή την έννοια, η θρησκεία είναι «το όπιο του λαού»,
νεκρώνει τη διαμαρτυρία σε μια σιωπηλή υπομονή, χαροποιεί με την ελπίδα στη δικαιοσύνη σε έναν άλλο
κόσμο.
Γι’ αυτό είναι περισσότερο υποκριτικό να
καταγγέλλονται απλώς τα συμπτώματα της θρησκευτικής εκμετάλλευσης από την
κυρίαρχη εξουσία, όπως ο συγγραφέας Π. Τατσόπουλος κάνει με τα δήθεν θαύματα
και τις λατρείες θρησκευτικών αντικειμένων, όταν δεν αναγνωρίζεται η επιτακτική
ανάγκη της απελευθέρωσης από τη χίμαιρα μιας μελλοντικής ευτυχίας με την κατάργηση
των ψευδαισθήσεων και την αντιμετώπιση της πραγματικότητας των κοινωνικών σχέσεων
και της βίας τους στις ανθρώπινες ζωές.
Η κριτική
λοιπόν της θρησκείας που απαιτείται είναι «η κριτική αυτής της κοιλάδας των
δακρύων της οποίας η θρησκεία είναι το φωτοστέφανο». Δεν πρέπει να επιδιώκει ο άνθρωπος να ορίσει
τον εαυτό του σε σχέση με έναν παντοδύναμο Θεό, αλλά να αποκτήσει την
ανεξαρτησία του και να δράσει για να αλλάξει αυτήν την κοινωνική πραγματικότητα.
Η μεταφορά των αλυσίδων στις θρησκευτικές
επιταγές καθιστά δυνατή την επιμονή στην υποδουλωμένη κατάσταση του ανθρώπου
κάτω από τη θρησκεία, που λειτουργεί προς όφελος της υπάρχουσας κατάστασης
εκμετάλλευσης. Για να εγκαταλείψουμε λοιπόν την ψευδαίσθηση της θρησκείας
χρειάζεται να εγκαταλείψουμε τις συνθήκες εκείνες που χρειάζονται
ψευδαισθήσεις.
2 σχόλια:
μπραβο με πεντε λεξης ,,, ΓΡ Γ
Πολύ ωραία ανάρτηση
Δημοσίευση σχολίου