Τρεις περίπου βδομάδες από το εγκληματικό δυστύχημα στα Τέμπη με τους δεκάδες νεκρούς, όλη η έγνοια της κυβέρνησης εξαντλείται στην
επικοινωνιακή διαχείριση των ευθυνών της. Δηλώσεις επί δηλώσεων, διαβεβαιώσεις
επί διαβεβαιώσεων από νυν και πρώην υπουργούς για διερεύνηση και απόδοση
ευθυνών κατέληξαν στην τραγελαφική
εικόνα του πρωτοεμφανιζόμενου υφυπουργού Μεταφορών Μ. Παπαδόπουλου στο γραφείο
του σταθμάρχη στη Λάρισα να υποστηρίζει με βεβαιότητα τη λειτουργία συστήματος
τηλεδιοίκησης, ενώ την επόμενη στιγμή δίπλα του, μπροστά στις κάμερες να
διαψεύδεται από σταθμάρχη των σιδηροδρόμων που μιλούσε για «τοπικό χειρισμό της
διαδρομής» και ανυπαρξία τηλεδιοίκησης.
Η
πολιτική ηγεσία, από τον πρωθυπουργό μέχρι το κομματικό στέλεχος, αποκαλύφτηκε σ’
αυτήν την τραγωδία ότι το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να προσαρμόζει την εικόνα
της στις προσταγές που επιβάλλει για την περίσταση το τηλεοπτικό μέσο, με
βασική επιδίωξη να δοθεί μια
συγκινησιακή προσέγγιση στην
αντιμετώπιση του δυστυχήματος, με σκοπό να χειραγωγηθούν αντιδράσεις. Μόνο που τελικά
φαίνεται ότι η θεαματοποίηση ενός πόνου που δεν ένιωθαν, με έναν πολιτικό λόγο θρυμματισμένο σε συναισθηματικές
κοινοτυπίες που καταποντίστηκε σε μια κακόγουστη σκηνοθεσία, κατέληξε σε
παρωδία που περισσότερο διεγείρει παρά καταπραΰνει αντιδράσεις.
Μ’ αυτό
το τραγικό γεγονός αποκαλύφτηκαν τα όρια και η κενότητα της επικοινωνιακής
πολιτικής που δεκαετίες τώρα οι αλλεπάλληλες κυβερνήσεις των τελευταίων
δεκαετιών επιστράτευαν κάθε φορά, για να πείσουν και να αποτρέψουν
αντιδράσεις από τις εφαρμοζόμενες ανάλγητες πολιτικές. Η επικοινωνία έχει
αναχθεί σε βασικό, σχεδόν κύριο, συστατικό της πολιτικής και η πολιτική στην
ουσία της αφορά την επικοινωνία της, μέσω της γλώσσας, της μεταφοράς, της εικόνας,
του λόγου και άλλων λογικών τρόπων και ειδών επικοινωνίας. Εκμεταλλευόμενη η
κυρίαρχη εξουσία τον ρόλο που στην αυγή της
ανόδου του καπιταλισμού αποδόθηκε στον Τύπο, δηλ. τα μέσα ενημέρωσης, ως
πολιτικού φύλακα, χρησιμοποιεί, με το αζημίωτο, τα μέσα ενημέρωσης προς όφελός της συνεχίζοντας
όμως να τα προβάλλει ως θεματοφύλακα του δημόσιου συμφέροντος. Για να μην
καταρρεύσει η δημόσια υποστήριξη για τον
εποπτικό ρόλο των μέσων ενημέρωσης συνεχίζεται να τονίζεται ότι τα μέσα
ενημέρωσης παρέχουν έλεγχο στις κυβερνητικές καταχρήσεις, παρέχοντας στους πολίτες
πληροφορίες και επιβάλλοντας κυβερνητική διαφάνεια.
Μόνο που τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο αποκαλύπτεται ότι υπάρχουν
κάποιες πτυχές του εποπτικού ρόλου των μέσων ενημέρωσης που έχουν γίνει δύσκολο
να εκπληρωθούν. Κατά κάποιον τρόπο, τα μέσα ενημέρωσης, σε μεγάλο βαθμό, έχουν μετατραπεί από φύλακες σε φερέφωνα της κυρίαρχης
πολιτικής. Η αντιμετώπιση των απροκάλυπτων ψεμάτων από δημόσιους λειτουργούς
έχει γίνει σχεδόν μια άσκηση ματαιότητας, όταν δεν προωθείται από εκείνα τα μέσα που υπονομεύουν τον παραδοσιακό τους ρόλο,
καθιστώντας τους δημοσιογράφους συνένοχους στη διάδοση ψευδών πληροφοριών και
εσφαλμένων γεγονότων. Κι αυτή η τάση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι υπάρχει
μια περιστρεφόμενη πόρτα όπου οι εργαζόμενοι δημοσιογράφοι μετακινούνται μεταξύ
θέσεων στα μέσα ενημέρωσης και της κυβέρνησης. Δεν είναι βέβαια ότι υπήρχε κάπου
κάποτε μια αντικειμενική δημοσιογραφία που εξέλιπε και αυτή η περιστρεφόμενη
πόρτα την θέτει σε κίνδυνο, γιατί οι δημοσιογράφοι βλέπουν μια κυβερνητική
δουλειά ως την πηγή του επόμενου μισθού τους. Είναι που τώρα, καθώς η αστική μας
δημοκρατία μοιάζει να έχει φτάσει στα όρια της, ενώ νιώθει και χωρίς αντίπαλο, όλη
η αστική εξουσία επιδεικνύει τη δύναμή της αδιαφορώντας αν έτσι αποκαλύπτεται η φενάκη της
ελευθερίας του τύπου ή των δημοκρατικών διαδικασιών. Δεν είναι σύμπτωση που σε
όλη τη δημοκρατική Ευρώπη θεωρήθηκε
αποδεκτό να λογοκριθεί και να σιωπήσει η άλλη πλευρά στον πόλεμο της Ουκρανίας,
η ρωσική.
Περικυκλωμένοι
από τις κάθε είδους επικοινωνιακές τεχνικές της κυρίαρχης εξουσίας, είμαστε διαρκώς
χειραγωγημένοι σε διαμορφώσεις συγκεκριμένων πεποιθήσεων, συμπεριφορών ή
συναισθημάτων που την ευνοούν. Όταν όμως η σύγχρονη κοινωνική κατάσταση έρχεται
σε άμεση αντίθεση και σύγκρουση με τις αξίες που η ίδια η κυρίαρχη τάξη προπαγανδίζει
και μάλιστα με τον ισχυρισμό ότι παρέχει τις οικονομικές και κοινωνικές
δυνατότητες πραγματοποίησής τους, τότε η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα υπονομεύει την ιδεολογική της κυριαρχία. Όταν
οι συνεχείς κρίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και ο συνδυασμός μεγάλου πλούτου με βάναυση
καταπίεση και φτώχεια καταστρέφει τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων,
τότε μια τέτοια παράλογη τάξη δεν μπορεί να γίνει ανεκτή επ’ αόριστον. Τότε φαίνεται
ότι χρεωκοπούν όλες οι επικοινωνιακές
τεχνικές και οι αντιδράσεις να μοιάζουν ανεξέλεγκτες. Και μπορεί το έναυσμα να δίνεται από ΄κάτι συγκλονιστικό ή και όχι.
Στη χώρα
μας το «προδιαγεγραμμένο έγκλημα» των Τεμπών μοιάζει να είναι καταλύτης μιας
γενικευμένης αντίδρασης ενάντια σε πολιτικές και συμπεριφορές που εξαθλίωσαν τη
ζωή μας, όπως στη Γαλλία το συνταξιοδοτικό δίνει το έναυσμα για συνεχείς και
γενικευμένες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις.
Κι αν
είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τις εξελίξεις, σίγουρα όμως οι αγώνες και οι
διεκδικήσεις των καταπιεσμένων θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να μην βλέπουν
οι ίδιοι τους εαυτούς τους ως ανήμπορα θύματα αλλά να μπορούν με τις ίδιες τις δυνάμεις
τους να απελευθερωθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου