Στις φετινές φοιτητικές εκλογές
μετά από δεκαετίες, από το 1986, η ανάδειξη της Πανσπουδαστικής Κίνησης Συνεργασίας σε πρώτη δύναμη δίνει, σύμφωνα με δήλωση του γενικού γραμματέα του
ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπας «μήνυμα αισιοδοξίας, μήνυμα αγώνα ενάντια στα σχέδια της
κυβέρνησης να συκοφαντήσει και να καταπνίξει τη φωνή των φοιτητών». Ίσως το
αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών, που μόνο η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ επιμένει να το αρνείται,
να είναι μια ένδειξη ότι η απάθεια μπορεί να μετατραπεί σε αντίδραση όταν ο
δρόμος των επιμέρους μεταρρυθμίσεων στενεύει και οι υποσχέσεις διαψεύδονται
στην πράξη.
Κι
αν πέρασαν πολλά χρόνια από την εποχή που θεωρούνταν ότι οι φοιτητές μπορούσαν
να είναι στην εμπροσθοφυλακή του
κινήματος που θα άλλαζε την ιστορία, φαίνεται πως στις μέρες μας, καθώς η
καπιταλιστική επίθεση αγριεύει και τα προβλήματα που συναντώνται στα
πανεπιστήμια παραπέμπουν στα αντίστοιχα προβλήματα που αφορούν στην ευρύτερη
πολιτική, αρχίζει να γίνεται συνείδηση ότι το πανεπιστήμιο δεν είναι αυτόνομη
νησίδα σ’ έναν καπιταλιστικό κόσμο. Έτσι η ενίσχυση της κατασταλτικής εξουσίας,
όχι μόνο νομοθετικά αλλά και με υλική υποδομή και προσωπικό, επεκτείνεται και στο πανεπιστήμιο με την
ίδρυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Η ίδρυσή της παρέχει ακόμη μεγαλύτερη
εξουσία στην αστυνομία, ενισχύοντας το κατασταλτικό οπλοστάσιο της κυρίαρχης
εξουσίας και συνάδει με την πολιτική της ασφάλειας και τάξης που ιδιαίτερα από
την εποχή της οικονομικής κρίσης αποτέλεσε
κεντρική επιδίωξη όλων των κυβερνήσεων.
Μπορεί βέβαια
το ζήτημα της πανεπιστημιακής αστυνομίας να είναι το πιο σημαντικό αυτήν την
εποχή, έχοντας συσπειρώσει τους φοιτητές σε κινητοποιήσεις για την αποτροπή της
υλοποίησης της κυβερνητικής απόφασης, δεν είναι όμως το μοναδικό που ανατρέπει
κατακτήσεις δεκαετιών στο χώρο της εκπαίδευσης. Η κυβερνητική πολιτική στο χώρο
της Παιδείας συμπληρώνει και ολοκληρώνει αντίστοιχες πολιτικές προηγούμενων
κυβερνήσεων που χαρίζουν κομμάτια της ανώτατης εκπαίδευσης στην αγορά είτε μέσα
από τη συμμετοχή των εταιρειών στα εκπαιδευτικά προγράμματα, ακόμα και
καθορίζοντας προγράμματα σπουδών και μεταπτυχιακά, είτε αρπάζοντας κερδοφόρα
κομμάτια της είτε προωθώντας την εξίσωση με τα Ανώτατα Ιδρύματα ιδιωτικών
κολλεγίων με σκοπό την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Συνεχίζοντας
μια τάση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η τριτοβάθμια εκπαίδευση επεκτάθηκε
ακόμη περισσότερο για να καλύψει την ανάγκη του κεφαλαίου για εξειδικευμένο
εργατικό δυναμικό και προηγμένη τεχνολογία. Κι έτσι άνοιξε το πανεπιστήμιο και
στην εργατική τάξη, με την εισροή φοιτητών της εργατικής τάξης στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση, που τις τελευταίες δεκαετίες οι πολιτικές όλων των κυβερνήσεων με
μικρά, συνεχή και σταθερά βήματα θέλουν να περιορίσουν, γιατί βέβαια και το
πανεπιστήμιο δεν μένει έξω από την καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Ανασύρονται
λοιπόν ιδεολογίες περί αξιοκρατίας που πατάν πάνω στον άγριο ανταγωνισμό και
δικαιολογούν τον αποκλεισμό για να καταξιωθούν οι καπιταλιστικές πολιτικές στον
χώρο της παιδείας. Ακόμα και το διεθνές πρόγραμμα αξιολόγησης των μαθητών PISA, που στην πρώτη ελληνική
του εφαρμογή τόσο διαφημίστηκε από την κυβέρνηση, σαν ένα μέσο που βοηθά με τα
στοιχεία του στη χάραξη της πολιτικής στην εκπαίδευση, δεν κάνει άλλο από το να
συμβάλλει σε
μια συνεχώς αναπτυσσόμενη αγορά και εμπορευματοποίηση της γνώσης και της
εκπαίδευσης. Γιατί αντιμετωπίζει το σχολείο κυρίως ως χώρο για την παραγωγή των
σωστών δεξιοτήτων που η αγορά εργασίας απαιτεί,
ώστε οι επενδύσεις που γίνονται σ’ αυτό να μπορούν να αντιστοιχούν με τα αποτελέσματά τους.
Το PISA παρέχει πρωτοφανείς πληροφορίες για τη συγκριτική απόδοση του
εκπαιδευτικού συστήματος σ’ ένα σύνολο χωρών,
είναι ένα όργανο πολιτικής, γιατί χωρίς πληροφορίες οι πολιτικές αποφάσεις που βασίζονται
περισσότερο σε αντιλήψεις παρά σε πραγματικότητες παρουσιάζουν υψηλούς
κινδύνους αποτυχίας, με σημαντικό κόστος σε οικονομικό αλλά και ανθρώπινο
επίπεδο. Δεν είναι λοιπόν ένα εργαλείο αξιολόγησης ουδέτερο, αλλά ένα
ολοκληρωμένο πλαίσιο που σκοπεύει να διέπει την εκπαίδευση, το σχολείο, τη ζωή
και την κοινωνία παγκοσμίως. Γι’ αυτό και οι ανησυχίες είναι βάσιμες ότι η
εκπαίδευση και η μάθηση γίνονται προϊόντα και ότι, κατά συνέπεια, διατρέχουμε
τον κίνδυνο να μετατρέψουμε τα σχολεία σε παρόχους και τους δασκάλους σε φορείς
προσχεδιασμένων πακέτων μάθησης.
Είναι που οι
αλλαγές με τη σφραγίδα του κεφαλαίου επεκτείνονται σ’ όλο το φάσμα της
εκπαίδευσης. Οι κομμουνιστές χρόνια τώρα υποψιασμένοι κατέγραφαν τις τάσεις του
κεφαλαίου και τον τρόπο ανασύνθεσής του με τις διαδικασίες οργάνωσης σπουδών,
αποκλεισμού χιλιάδων νέων από την ανώτατη εκπαίδευση κλπ. Γι’ αυτό και στα πανεπιστήμια, όπως και
ευρύτερα στην κοινωνία, είναι η μόνη πια δύναμη που οργανώνει και κινητοποιεί. Και είναι αυτός ο λόγος που οι βερμπαλισμοί
οι οποίοι απαξιώνουν τις φοιτητικές παρατάξεις είτε ως ετερόφωτες είτε ως αιτία
περιορισμού της ανεξαρτησίας ή
ελευθερίας των φοιτητών μορφοποιούνται στην απαίτηση για κατάργησή τους
δηλ. στην αποπολιτικοποίηση των αγώνων,
μιλώντας για πολιτική αυτονομία, θεωρώντας το πανεπιστήμιο ξεκομμένο από την
υπόλοιπη κοινωνία.
Στα τελευταία,
πάνω από δέκα, χρόνια οι φοιτητές υφίστανται πολύ μεγαλύτερη πίεση για να πετύχουν
από ό,τι τις προηγούμενες δεκαετίες, ώστε να έχουν την ευκαιρία για μια δουλειά
όταν αποφοιτήσουν, που κι αυτό συν τω χρόνω έχει γίνει ιδιαίτερα δύσκολο. Γι’
αυτό και οι φοιτητές δεν παύουν να είναι ενσωματωμένοι, ακόμα και στα χρόνια
των σπουδών τους, στον κόσμο εκτός
πανεπιστημίου στην πραγματική ζωή, γιατί έχουν πολύ μεγαλύτερη αγωνία από ό,τι στο παρελθόν για το μέλλον τους. Γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε παθητικότητα, άγχος για
το βιογραφικό, ή και σε εκρήξεις γιατί δεν αντέχεται αυτή η κατάσταση. Όταν επομένως
για την αγανάκτηση, το θυμό, την
απογοήτευση δεν αναζητούνται οι αιτίες τους και δεν βρίσκονται τα πολιτικά
κανάλια να εκφραστούν συλλογικά και οργανωμένα, καταλήγουν να τροφοδοτούν
σπασμωδικές και μεμονωμένες διαμαρτυρίες. Η
ανάδειξη λοιπόν σε πρώτη δύναμη
της Πανσπουδαστικής παράταξης στο χώρο του πανεπιστημίου είναι μια ένδειξη ότι
οι φοιτητικές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες δεν αναπτύσσονται μεμονωμένα από
ευρύτερες κοινωνικές συγκρούσεις, παρόλο που κατέχουν τη δική τους συγκεκριμένη δυναμική,
ως προϊόν της ιδιαίτερης κοινωνικής τους σύνθεσης και των καταστάσεων ανάδυσής
τους.
Κι αν είναι
σημαντικό ένα ανερχόμενο και διευρυνόμενο κύμα διαμαρτυρίας, είναι γιατί έτσι
δημιουργείται ένα περιβάλλον στο οποίο
αλλάζουν οι αντιλήψεις για τον εαυτό και
την κοινωνία, αλλάζοντας πιθανώς την ισορροπία μεταξύ μοιρολατρίας και αποδοχής
από τη μια πλευρά και την πεποίθηση, από την άλλη, ότι η κοινωνική τάξη μπορεί
να επικριθεί και να αλλάξει. Η εμπιστοσύνη στις δυνατότητες συλλογικής δράσης
μπορεί να αυξηθεί, μαζί με την προσδοκία για νέες δυνατότητες. Αυτό που
προηγουμένως φαινόταν σταθερό και αναλλοίωτο μπορεί να φαίνεται ευκίνητο και
ανοιχτό σε πρακτική αμφισβήτηση. Η αίσθηση της σχετικής αδυναμίας που
καλλιεργούν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και μολύνει την πολιτική της καθημερινής ζωής,
μπορεί να μετατραπεί, πιο γρήγορα, σε
μια πιο ενεργή και αισιόδοξη αντίληψη. Γιατί η φυσική και δοσμένη ποιότητα της
παρούσας κοινωνικής τάξης αρχίζει να διαλύεται μόνο όταν αμφισβητείται στην
πράξη, και όταν η πρόκληση ενσωματώνει, το σχήμα μιας διαφορετικής πιθανής
τάξης, αυτής της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου