Σ’ αυτά τα δυο χρόνια
διακυβέρνησης της Ν.Δ, στις επαναλαμβανόμενες δημοσκοπήσεις, στην
πλειοψηφία τους, επιδοκιμάζεται σε
γενικές γραμμές η κυβέρνηση και το έργο της, με κάποια σχεδόν αδιάφορα
σκαμπανεβάσματα εν μέσω μάλιστα τέτοιων δυσχερών καταστάσεων. Συνεχίζει λοιπόν
να κατέχει την πρωτιά στις προτιμήσεις των εκλογέων ο πρωθυπουργός Κ.
Μητσοτάκης και το κόμμα του της Ν. Δημοκρατίας και στην τελευταία δημοσκόπηση της MARC που
πραγματοποιήθηκε για τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1, στο διάστημα που η
ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία διαφημιζόταν από την κυβέρνηση και η διαγραφή
του Κ. Μπογδάνου από την ΚΟ της ΝΔ χρησιμοποιούνταν σαν αποδεικτικό
δημοκρατικότητας της.
Όλες οι δημοσκοπήσεις μοιάζει σαν να θέλουν
λιγότερο να αποτυπώσουν την έστω και στιγμιαία εικόνα της κοινής γνώμης και
περισσότερο να πείσουν για τη θετική γνώμη
της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος στην παρούσα κυβέρνηση του Κ.
Μητσοτάκη. Γι’ αυτό και ο απόηχος από την παραίτηση του πρωθυπουργού της
Αυστρίας Κρουτς εξαιτίας σκανδάλου για στημένες δημοσκοπήσεις και χειραγώγηση
ΜΜΕ υπέρ του, φαίνεται να έφτασε μέχρι τη χώρα μας και ο ΣΥΡΙΖΑ, με το σύνολο των κομμάτων της
αντιπολίτευσης να ανταποκρίνεται θετικά,
ζητά τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής που θα διερευνήσει "κατ’
επανάληψη πράξεις χειραγώγησης της κοινής γνώμης από την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη
με χρήματα των ίδιων των φορολογουμένων που αποτελούν και το αντικείμενο της
χειραγώγησης".
Καθώς
στις αστικές δημοκρατίες διαφημίζεται πως η θέληση του λαού είναι το ανώτατο
κριτήριο για την αξιολόγηση των κυβερνήσεων, η αξία των κυβερνητικών πολιτικών
κρίνεται από τη δημοτικότητά τους. Και είναι οι δημοσκοπήσεις, με τον επιστημονικό και αντιπροσωπευτικό
χαρακτήρα τους, που ισχυρίζονται ότι
προσφέρουν αξιόπιστη
και επιστημονικά ανεπτυγμένη γνώση των επιθυμιών, των φόβων και των πεποιθήσεων
των ανθρώπων, και έτσι δίνεται μια συγκεκριμένη μορφή στην αρχή της λαϊκής
βούλησης. Μόνο που τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις δημοσκοπήσεις είναι
στην πραγματικότητα προϊόν αλληλεπίδρασης μεταξύ της κοινής γνώμης και του μέσου έρευνας, παρόλο
που η έρευνά του διαμορφώνεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία των φυσικών επιστημών
και δίνουν μια εντύπωση τεχνικής
πολυπλοκότητας και επιστημονικής αντικειμενικότητας.
Οι
δημοσκοπήσεις πολλές φορές αποδεικνύεται πως δεν αντανακλούν την κοινή γνώμη,
αλλά μάλλον ότι γίνεται προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν για να την επηρεάσουν.
Κραυγαλέο παράδειγμα μιας τέτοιας χρήσης των δημοσκοπήσεων ήταν εκείνες του
δημοψηφίσματος του 2015 όπου όλες έδειχναν οριακή διαφορά μεταξύ του ΝΑΙ και
του ΟΧΙ. Δίνοντας λοιπόν μια ψευδή εικόνα της κοινής γνώμης, είτε σκοπίμως είτε
από αδυναμία αποτύπωσής της, καθώς θεωρείται πως αυτές είναι αξιόπιστες και
χρήσιμες δεν είναι δύσκολη η παραπλάνηση των ανθρώπων. Γιατί βέβαια δεν μπορεί
να υποστηριχτεί ότι οι δημοσκοπήσεις απλώς μπορεί να ασκήσουν στο κοινό επιρροή
με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να το κάνει ένα βιβλίο ή μια συζήτηση για δημόσιες
υποθέσεις.
Οι διάφορες
έρευνες γνώμης μπορούν αναμφίβολα να ενθαρρύνουν τη συζήτηση για τρέχοντα
προβλήματα και μάλιστα να θέτουν τα
ερωτήματα πάνω σ’ αυτά με τρόπο που να εκμαιεύονται απαντήσεις οι οποίες ευνοούν αυτόν που χρηματοδοτεί την έρευνα. Έτσι
λοιπόν, η αίσθηση ότι υπάρχει μικρή υποστήριξη για την άποψη κάποιου μπορεί να
αποθαρρύνει και ακόμη και να εκφοβίσει τους υποστηρικτές μιας μειονοτικής
άποψης, αποτρέποντας το ζήτημα αυτό να τεθεί. Εδώ οι δημοσκοπήσεις μπορούν είτε
να λειτουργήσουν ως διορθωτικές είτε να θέσουν ένα φρένο στη συζήτηση, κάνοντας
την άποψη της μειονότητας να φαίνεται ακόμη λιγότερο δημοφιλής από ό, τι είναι
στην πραγματικότητα. Αντίθετα, οι πληροφορίες σχετικά με την πλειοψηφική γνώμη
προκαλούν ορισμένους ανθρώπους να υιοθετήσουν την άποψη της πλειοψηφίας γι’
αυτόν ακριβώς το λόγο. Η πιο προφανής συνέπεια αυτής της αλλαγής είναι ότι η δημοσκόπηση
μπορεί να παρουσιάσει λανθασμένα την ατζέντα των ανησυχιών του κοινού, καθώς
αυτό που φαίνεται σημαντικό για τους οργανισμούς που υποστηρίζουν τις
δημοσκοπήσεις μπορεί να αποδειχθεί εντελώς διαφορετικό από τις ανησυχίες του
κοινού
Οι
δημοσκοπήσεις ολοένα και πολλαπλασιάζονται, ίσως γιατί πιστεύεται πως αυτός
είναι ένα τρόπος για να δείχνει η ηγεσία πως ενδιαφέρεται να μάθει τις
επιθυμίες των πολιτών, οι οποίοι έτσι πείθονται πως οι πολιτικοί τους ακούν. Κι
αν οι πολιτικοί δεν μπορούν να προβλέψουν παρά σε γενικές γραμμές για τις
αντιδράσεις στις αποφάσεις τους, με τις δημοσκοπήσεις μπορούν να ανιχνεύσουν το
εύρος της συμφωνίας των πολιτών ως συνόλου με αυτές. Η διαπίστωση δυσαρέσκειας
εκ μέρους τους ωθεί τους πολιτικούς να αλλάξουν όχι τόσο θέσεις για να
ταιριάζουν με τη δημόσια διάθεση, όσο την
επικοινωνιακή διαχείρισή τους, σ’ έναν κόσμο όπου επικρατούν τα Μέσα
Μαζικής Ενημέρωσης.
Πριν
από την έλευση των δημοσκοπήσεων, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει συχνά την
κοινή γνώμη από την πολιτική συμπεριφορά. Σήμερα, η κοινή γνώμη είναι συνώνυμη
με τις δημοσκοπήσεις, ενώ αυτή και μέχρι πριν μερικά χρόνια περισσότερο προσδιορίζονταν με τις ταραχές,
διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες. Οι δημοσκοπήσεις εξάγουν, οργανώνουν και
δημοσιοποιούν την κοινή γνώμη χωρίς να απαιτείται καμία ενέργεια εκ μέρους του
κατόχου της γνώμης. Φυσικά, η δημόσια παρουσίαση της γνώμης μέσω δημοσκοπήσεων
δεν αποκλείει με κανέναν τρόπο την επακόλουθη έκφρασή της μέσω συμπεριφοράς. Η προφανής
αρετή των δημοσκοπήσεων είναι ότι επιτρέπουν την αναγνώριση και διαχείριση
λαϊκών συμπεριφορών - ακόμη και συμπεριφορών των πιο ήσυχων τομέων του
πληθυσμού - προτού υλοποιηθούν σε κάποια μορφή δυσάρεστης, αποδιοργανωτικής ή
απειλητικής πολιτικής δράσης.το πλαίσιο των δημοκρατιών και των
δικτατοριών, οι κυβερνήσεις έχουν επίσης χρησιμοποιήσει ευρείες δημοσκοπήσεις
για να αποτρέψουν την πιθανότητα ανυπακοής και λαϊκής αναταραχής Η
δημοσκόπηση χρησιμοποιήθηκε γενικά ως βοήθημα στην εφαρμογή της πολιτικής. Οι δημοσκοπήσεις μπορούν να παρέχουν στην εξουσία μια ιδέα για το τι είναι
και δεν είναι πιθανό να ανεχθούν οι πολίτες, και έτσι να τους βοηθήσουν στη
χειραγώγησή τους για να αποφύγουν εκτεταμένες λαϊκές αντιδράσεις.
Οι δημοσκοπήσεις συνήθως δημιουργούν ερωτήματα
που ενδιαφέρουν τους πελάτες αλλά κυρίως και τους αγοραστές των αποτελεσμάτων,
δηλ. κόμματα, εφημερίδες, πολιτικούς υποψήφιους, κυβερνητικές υπηρεσίες,
επιχειρήσεις, κ.λ.π. Ερωτήσεις που δεν έχουν άμεση σχέση με την κυβέρνηση, τις
επιχειρήσεις ή τους πολιτικούς δεν βρίσκουν εύκολα τον δρόμο τους στις
δημοσκοπήσεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για ζητήματα που έχουν σχέση με την
εγκυρότητα του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος ή τη νομιμότητα της
κυβερνητικής αρχής, ζητήματα που καμιά αστική κυβέρνηση ή επιχείρηση δεν θέλει να τίθενται, πόσο μάλλον με δικά τους έξοδα.
Καθώς ζητείται
συνεχώς από τους ερωτηθέντες να
επιλέξουν μεταξύ εναλλακτικών λύσεων που ορίζονται από αυτούς που παραγγέλλουν
τη δημοσκόπηση, οι έρευνες συμβάλλουν
στη μείωση του ορίζοντα της δημόσιας συζήτησης και ενισχύουν τα όρια του τι οι
πολίτες θα πρέπει να θεωρούν ρεαλιστικές
πολιτικές και κοινωνικές δυνατότητες. Μπορούν δηλ. να αλλάζουν τους προβληματισμούς
και τα ζητήματα που πρέπει να απασχολούν την κοινή γνώμη. Οι απόψεις που
αντλούνται από δημοσκοπήσεις σχετίζονται με ζητήματα που αφορούν την κυβέρνηση, τις
επιχειρήσεις ή άλλους χορηγούς δημοσκόπησης και οι ερωτήσεις της έχουν μια μορφή προτροπής ως
τελικό σκοπό τους.
Εν ολίγοις,
οι εταιρείες πραγματοποιούν έρευνες για
να πείσουν τους καταναλωτές να αγοράσουν τα προϊόντα τους. Οι υποψήφιοι
λαμβάνουν δημοσκοπήσεις για να πείσουν τους ψηφοφόρους να τους υποστηρίξουν. Οι
κυβερνήσεις διεξάγουν δημοσκοπήσεις για να κερδίσουν την υπακοή των πολιτών. Και πολλές φορές πολλοί από αυτούς τους
στόχους συμπλέκονται στενά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου