Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

ΜΕ ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η εκπαιδευτική λειτουργία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον και την προσοχή των υπεύθυνων παραγόντων, καθώς η παιδεία είναι ο δρόμος που οδηγεί στο μυαλό και την ψυχή των νέων και είναι από τους πιο βασικούς παράγοντες που τους καθορίζει και κατ’ επέκταση και το κοινωνικό σύνολο.  Καθώς  λοιπόν το είδος της παρεχόμενης εκπαίδευσης αντανακλά προτεραιότητες και στόχους του πολιτικού συστήματος είναι οι νόμοι του  που τους αποκαλύπτουν πιο  ξεκάθαρα από κάθε βαρύγδουπη πολιτική δήλωση για εκδημοκρατισμό ή εκσυγχρονισμό του σχολείου και δείχνουν τις κατευθύνσεις της πολιτικής.
      Με τον νόμο 4823/2021 του υπουργείου Παιδείας για την «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις για την εκπαίδευση» που ψηφίστηκε από τη Βουλή το καλοκαίρι, η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποσκοπεί στην υποταγή των εκπαιδευτικών συστημάτων των διαφόρων χωρών της Ευρώπης στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου εφαρμόζεται και στη χώρα μας. Κι αν αυτά τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζονται με πολύπλευρο τρόπο από τις κυβερνήσεις κάθε χώρας, σε όλες όμως αυτά ταυτίζονται με τη συνεχή επίθεση εναντίον των φοιτητών και των εργατικών και λαϊκών οικογενειών, οι οποίες δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να αποκτήσουν πρόσβαση σε τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και ενάντια στους εκπαιδευτικούς, των οποίων οι συνθήκες εργασίας συνεχίζουν να επιδεινώνονται, καθώς η συμμετοχή του ιδιωτικού κεφαλαίου στα διάφορα σχολικά συστήματα, ενισχύει την εμπορευματοποίηση τους. Αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα που δημιουργείται στις διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν στοχεύει στην πλήρη εκπαίδευση, την προσωπική, πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη της προσωπικότητας κάθε μαθητή, αλλά μάλλον σε μια αποσπασματική και κατακερματισμένη γνώση που προορίζεται για μια γενιά φθηνού εργατικού δυναμικού που χρειάζονται οι καπιταλιστές. Δεν είναι λοιπόν  η συγκεκριμένη υπουργός  Ν. Κεραμέως ο εμπνευστής των νομοθετημάτων που φέρνει στη Βουλή, αν και δεν πρέπει να της αμφισβητήσουμε τη ζέση και  προθυμία με την οποία τα υπερασπίζεται και την κακοπιστία με την οποία αντιμετωπίζει τις αντιδράσεις συκοφαντώντας τες.
     Καθώς η τελευταία παγκόσμια σύρραξη έφερε τους λαούς στο προσκήνιο με διεκδικήσεις, η πεποίθηση ότι η πρόοδος της εκπαίδευσης θα οδηγούσε στην ισοπέδωση των ανισοτήτων ενίσχυε τα προγράμματα μεταρρύθμισης του σχολείου. Το οποίο  από τη δεκαετία του 1960 έκανε άλμα σε μια γενική μαζικοποίηση του, καθώς διαπιστώθηκε η συμβολή της εκπαίδευσης στην οικονομική ανάπτυξη και η εκπαίδευση αξιολογήθηκε ως ένα αποφασιστικό μέσο κοινωνικής αναδόμησης.   Μόνο που τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται όλο και πιο εμφανές πως οι περιορισμοί στην εκπαίδευση, με διάφορα προσχήματα, υπενθυμίζουν ότι η εκπαιδευτική διαδικασία  όπως διαμορφώνεται πια  δεν στηρίζει την καταπολέμηση των ανισοτήτων. Προωθείται η ιδιωτικοποίησή της ή ως  πανάκεια για την βελτίωση της ποιότητάς της ή ως λύση για την ελεύθερη επιλογή σχολείων.  Έτσι, από τη δεκαετία του ’90 οι χρηματοδοτήσεις από το κράτος  ιδιωτικών σχολείων μέσω ενός συστήματος κουπονιών εκπαίδευσης προσείλκυσε μεγάλους ιδιωτικούς ομίλους και επιχειρηματικά κεφάλαια, όπως π.χ. στη Σουηδία, ενώ  ή διαχείριση δημόσιων σχολείων από ιδιωτικούς φορείς επέτρεψε την είσοδο του ιδιωτικού τομέα στο δημόσιο για να αποκομίσει κέρδη, όπως στην Αγγλία.. Εξάλλου η ιδιωτικοποίηση, με όποιον τρόπο γίνεται (συστηματική ή καλυμμένη) έχει επιπτώσεις σοβαρές για τους φτωχούς μαθητές, εφόσον τα μη κερδοφόρα σχολεία υπάρχει κίνδυνος να κλείνουν αφήνοντας τους χωρίς σχολική λύση.    
     Και κάπως έτσι νομοθετούνται πρακτικές και ιδέες του ιδιωτικού τομέα για να ισχύουν στη δημόσια εκπαίδευση που θα συρρικνώνεται. Άλλωστε η εμπορευματοποίηση των εκπαιδευτικών συστημάτων αποτελεί παγκόσμια ατζέντα υπό την ηγεσία του ΟΟΣΑ. Ένας όμως εξωτερικός χορηγός δεν παρέχει μόνο οικονομική υποστήριξη αλλά και στόχους, δέσμευση και ιστορικό επιτυχίας εκτός του κρατικού σχολικού συστήματος. Και ένα ισχυρό διακύβευμα τότε προβάλλει: πώς μπορούν  ιδιωτικά εκπαιδευτικά συστήματα ή δημόσια που εμφορούνται από αξίες της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας να μεταδώσουν συλλογικές αξίες όταν ενθαρρύνουν τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε ιδιωτικές ομάδες και συμφέροντα και προκρίνουν την κερδοφορία.
      Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σε όλους τους τομείς συνεχίζει να υλοποιεί, με ιδιαίτερο βέβαια ζήλο, τις υπαγορεύσεις της ΕΕ όπως συμβαίνει εδώ και μια δεκαετία απ’ όλες τις κυβερνήσεις  με τα μνημόνια, και η εκπαίδευση βέβαια δεν εξαιρείται. Ο νόμος αυτός έρχεται λίγους μήνες μετά τον νόμο 4777/2021 για την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και  την πανεπιστημιακή αστυνομία  και διαπνέεται από το ίδιο πνεύμα απαξίωσης  της δημόσιας εκπαίδευσης και αυταρχικότητας της διοίκησης.  Στην ίδια γραμμή, στη Βουλή, η υπουργός Ν. Κεραμέως  με το πρόσχημα της ενίσχυσης της αυτονομίας της σχολικής μονάδας με την αποκέντρωση του συστήματος και τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στα σχολεία, ιδιαίτερα σε  διευθυντές που δίνεται περισσότερη δύναμη και έλεγχος,  προωθεί  στην ουσία την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης. Ενώ την ίδια στιγμή η λύση που επιβάλλει  στο πρόβλημα της έλλειψης εκπαιδευτικών με τη συγχώνευση τμημάτων και αύξηση, εν καιρώ πανδημίας, του αριθμού μαθητών ανά τμήμα, αντανακλά ακριβώς αυτήν τη συγκεκριμένη πολιτική.  
      Οι εκπαιδευτικοί αντιδρούν στην αξιολόγηση που αφορά την σχολική μονάδα, όχι την εκπαιδευτική κοινότητα, όπως διακινείται, για να κατηγορηθούν για  επαγγελματική ανεπάρκεια.  Αυτή η έννοια της αξιολόγησης, που έχει τόσο δεινοπαθήσει μαζί με την άλλη της αξιοκρατίας, χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να εξωραΐσει τις αντιλαϊκές πολιτικές και στον τομέα της εκπαίδευσης. Μ’ αυτήν την αξιολόγηση επιδιώκεται η κατηγοριοποίηση των σχολείων, για να δρομολογηθεί η χρηματοδότηση, σύμφωνα με τις επιδόσεις, και η προσέλκυση χορηγών, που  μπορούν να εισέλθουν στο κρατικό σχολικό σύστημα. Οι πρακτικές που νομοθετούνται ενισχύουν τη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με την εξωτερική ανάθεση ορισμένων σχολικών δραστηριοτήτων σε μεγάλες εταιρείες στον τομέα της εκπαίδευσης, με τους εκπαιδευτικούς να προσθέτουν στις υποχρεώσεις τους κι εκείνες τις ενέργειες που ελκύουν …επενδυτές στο σχολείο τους, το οποίο εξελίσσεται σε προθάλαμο μια άγριας αγοράς εργασίας. Το αποφασιστικό κίνητρο γίνεται ο ανταγωνισμός στην αγορά, η αυξημένη αυτονομία του σχολείου καθιστά δυνατή την ανταπόκριση  του στις επιλογές των γονέων, από την  οικονομική κατάσταση των οποίων θα εξαρτάται το σχολείο. Για να καταλήξουν μύθος  οι διακηρύξεις της αστικής δημοκρατίας για ίσες ευκαιρίες και  ίδιο δικαίωμα στη μόρφωση, τώρα που η οικονομική ανάπτυξη δεν έχει ανάγκη την μαζικοποίηση της εκπαίδευσης, αλλά αρκεί η ανάπτυξη δεξιοτήτων. 
    Η αυριανή  λοιπόν 24ωρη απεργία των εκπαιδευτικών πρέπει να είναι  μαζική για να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα της συνδικαλιστικής αντίστασης, που είναι η δύναμη των εργαζομένων.

2 σχόλια:

Ετεροαπασχολούμενος είπε...

Έχεις απόλυτο δίκιο κύριε Προλύτη.

Στα πλαίσια αυτά δεν είναι άλλωστε τυχαίος και ο εξοβελισμός των κοινωνικών επιστημών από το λύκειο, αλλά και το γυμνάσιο, που μεθοδεύτηκε τεχνηέντως πέρυσι και φέτος, καταδικάζοντας πολλούς συναδέλφους στην ανεργία ή την ετεροπασχόληση...

Θα ήθελα πολύ να διαβάσω κάποιο επόμενο post σας επί αυτού.

Απογοητευμένος αδιόριστος είπε...

Φίλε σχολιαστή, θα συμφωνήσω απολύτως μαζί σου και φυσικά και με τον κύριο Προλύτη. Άλλωστε στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Ετοιμάζομαι για δεύτερο πτυχίο τώρα, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα μπορέσω να μπω στο χώρο της εκπαίδευσης. Βλέπεις ένα πτυχίο δεν είναι αρκετό. Και συντόμως ούτε και δυο. Όμως αυτό είναι ο καπιταλισμός. Ένας ανταγωνισμός που όλο οξύνεται και από τον οποίο όλο και λιγότεροι επωφελούνται. Και όμως κάνουμε πως δεν το βλέπουμε ή νομίζουμε πως βλέπουμε κάτι άλλο. Δυστυχώς θα χρειαστούν πολλοί Προλύτες για να δούμε καθαρά τα πράγματα. Να τα δούμε και έπειτα να πράξουμε ατομικά και συλλογικά όπως οφείλουμε