Το ΝΑΤΟ στις 29 Απριλίου
ανακοίνωσε την έναρξη της απομάκρυνσης των στρατευμάτων του από το Αφγανιστάν,
με τον πρόεδρο Μπάϊντεν να δηλώνει τον Μάϊο στον αφγανό πρόεδρο Άσραφ Γάνι ότι «οι
Αφγανοί θα πρέπει να καθορίσουν το μέλλον τους, τι θέλουν να κάνουν» και τον Γάνι ν’ απαντά πως δουλειά του είναι να
διαχειριστεί τις επιπτώσεις από την αποχώρηση των ΗΠΑ. Ούτε τρεις μήνες μετά, με
την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, ο πρόεδρος Γάνι εγκαταλείπει το
Αφγανιστάν, με αυτοκίνητα και ελικόπτερο
γεμάτα μετρητά σύμφωνα με την πρεσβεία της Ρωσίας στη Καμπούλ, καθώς
οι Ταλιμπαν ξαναπαίρνουν την εξουσία και καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα
Καμπούλ, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση.
Αμέσως
μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, το σκεπτικό της εισβολής
των Αμερικανών και των συμμάχων τους στο Αφγανιστάν ήταν σαφές. Ο αφανισμός της
Αλ Κάιντα και ανατροπή της κυβέρνησης των Ταλιμπάν. Παρόλο που κανένας από τους
αεροπειρατές ή σχεδιαστές δεν ήταν Αφγανός, η κυβέρνηση Μπους χαρακτήρισε τους
ηγέτες των Ταλιμπάν τρομοκράτες επειδή είχαν δώσει άσυλο στην Αλ Κάιντα και
αρνήθηκαν να παραδώσουν τον αρχηγό της, τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Η μία μετά την
άλλη, οι πόλεις που ελέγχονται από τους Ταλιμπάν αρχίζουν να πέφτουν. Οι
Ταλιμπάν εκτοπίζονται σε μεγάλο βαθμό και ορίζεται προσωρινή αφγανική
κυβέρνηση.
Με την εισβολή
των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ το Αφγανιστάν φεύγει από το προσκήνιο. Όμως
οι Ταλιμπαν ανασυγκροτούνται και τμήματα της χώρας γίνονται όλο και πιο ασταθή.
Ο αριθμός των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν φτάνει τις 100.000
τελειώνοντας η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Μετά τη δολοφονία του
Μπιν Λάντεν στο Πακιστάν, ο πρόεδρος Ομπάμα διατάζει μερική αποχώρηση των
στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, αλλά ούτε αυτός ούτε ο διάδοχός του Ντ. Τραμπ
πραγματοποιούν την υπόσχεση για απόσυρση όλων των αμερικανικών στρατευμάτων.
Τον Φεβρουάριο του 2020 η κυβέρνηση Τραμπ καταλήγει σε συμφωνία με τους
Ταλιμπαν που θέτει το πλαίσιο για τη σταδιακή αποχώρηση όλων των αμερικανικών
στρατευμάτων από τη χώρα. Περισσότεροι από 775.000 Αμερικανοί στρατιώτες έχουν
αναπτυχθεί στη διάρκεια της 20χρονης σύγκρουσης, ενώ από το 2009, όταν τα
Ηνωμένα Έθνη άρχισαν να καταγράφουν συστηματικά τα θύματα αμάχων, τουλάχιστον
100.000 Αφγανοί πολίτες τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν.
Η αποχώρηση βέβαια των στρατευμάτων δεν
σημαίνει αναγκαστικά και το τέλος της παρουσίας
και επιρροής των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Αφγανιστάν. Εξάλλου υπάρχει και το
προηγούμενο της Βρετανικής αυτοκρατορίας που έθεσε τα θεμέλια για τον τρόπο και
την έκταση των επεμβάσεων στην περιοχή.
Οι
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Βικτωριανής Βρετανίας και της Τσαρικής Ρωσίας με τους ανταγωνισμούς τους στην περιοχή, τον 19ο
αιώνα, έφεραν στο προσκήνιο την Κεντρική Ασία. Η ρωσική εδαφική επέκταση στη Ν.
Ασία έπρεπε να ξεπεράσει την πρόκληση της βρετανικής διπλωματικής ικανότητας
και της πολιτικοστρατιωτικής της δύναμης. Κι αν η Ρωσία έβλεπε το Αφγανιστάν ως
στρατηγικό έδαφος που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τα γεωπολιτικά συμφέροντά της,
οι βρετανοί όμως έστεκαν εμπόδιο που οδήγησε σε σύγκρουση μετατρεπόμενη σε
αδιέξοδο, που κατέληξε στην αγγλορωσική σύμβαση του 1907, με το Αφγανιστάν στη βρετανική ζώνη επιρροής.
Η Βρετανία, θέλοντας να αποσπάσει μεγάλο μέρος της Μ. Ανατολής από την Οθωμανική
αυτοκρατορία κατά τον Α παγκόσμιο πόλεμο και καθώς το αντιαποικιακό αίσθημα
ήταν ισχυρό δεν φαινόταν πολιτικά εφικτό να προσαρτηθούν τελείως αυτά τα εδάφη
ως αποικίες, γι’ αυτό γινόταν λόγος για βρετανική εντολή ή και γαλλική κλπ. Δηλ.
τα εδάφη αυτά κρίθηκαν πως ακόμα δεν ήταν έτοιμα για αυτοδιοίκηση και χρειάζονταν
κηδεμονία από τις νικήτριες δυνάμεις, με την επικύρωση της νέας Κοινωνίας των
Εθνών. Και ήταν τότε που η Βρετανία εφηύρε την εναέρια αστυνόμευση ως μορφή
καθημερινής αποικιακής διοίκησης ξεκινώντας από το Ιράκ, με εναέριες διακριτικές
περιπολίες χωρίς την ενοχλητική και συνεχή παρουσία στρατιωτών στο έδαφος. Ήταν
ένας τρόπος να αποφευχθεί η αντίδραση των λαών στην επιβολή της αποικιοκρατίας,
κάνοντας λιγότερο ορατή την παρουσία των ιμπεριαλιστών.
Το
Αφγανιστάν λοιπόν δεν αποικίστηκε ποτέ επίσημα, όμως η Βρετανία διατήρησε μια διακριτική
ημιαποικιακή παρουσία στη χώρα που συνεχώς αντιστεκόταν κι ήταν αυτό αιτία μιας σειράς αγγλο-αφγανικών πολέμων τον 19ο
και τον 20ό αιώνα.
Όταν ήρθε στην
εξουσία το 1921, ο Αμανουλάχ Χαν - που μερικές φορές αναφέρεται ως ο Κεμάλ
Ατατούρκ του Αφγανιστάν - προσπάθησε να επιβεβαιώσει την κυριαρχία της χώρας
του και να την εισάγει στον σύγχρονο κόσμο. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας,
προσέγγισε τη νέα επαναστατική κυβέρνηση των Μπολσεβίκων στη Μόσχα, η οποία
απάντησε αναγνωρίζοντας την ανεξαρτησία του Αφγανιστάν και συνάπτοντας την
πρώτη συνθήκη φιλίας Αφγανιστάν-Σοβιετικής Ένωσης. Από το 1921 έως το 1929 -
όταν αντιδραστικά στοιχεία, με τη βοήθεια των Βρετανών, ανάγκασαν τον Αμανουλάχ
να παραιτηθεί - οι Σοβιετικοί βοήθησαν στην έναρξη έργων οικονομικής υποδομής,
όπως σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, μεταφορές και επικοινωνίες. Χιλιάδες Αφγανοί
φοιτητές παρακολούθησαν σοβιετικές τεχνικές σχολές και πανεπιστήμια.
Μετά
το τέλος του Β παγκοσμίου πολέμου, και την εχθρική στάση των ΗΠΑ απέναντι στην
ΕΣΣΔ, το Αφγανιστάν λόγω της στρατηγικής του γεωγραφίας και του εθνικοπολιτικού
του κατακερματισμού έγινε βασικός τόπος ανταγωνισμού στον ψυχρό πόλεμο. Από το
1956 έως το 1973, έως και το 80 τοις εκατό των επενδυτικών και αναπτυξιακών
δαπανών της χώρας αποτελούνταν από ξένα δάνεια και επιχορηγήσεις και το
μεγαλύτερο μέρος προερχόταν από την ΕΣΣΔ.
Καθώς
από τη δεκαετία του 1920 και μετά, αναπτύσσονταν πολλά προοδευτικά ρεύματα πάλης
τα οποία εμπνέονταν από τις εμπειρίες της ΕΣΣΔ, όπου μια νέα πιο δίκαιη
κοινωνία αναδύονταν στα εδάφη της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας, το Αφγανιστάν
δεν αποτελούσε εξαίρεση από αυτήν την πολιτική και κοινωνική ζύμωση. Στα μέσα της δεκαετίας του '60, τα εθνικά
δημοκρατικά επαναστατικά ρεύματα ενώθηκαν για να σχηματίσουν το Λαϊκό
Δημοκρατικό Κόμμα (PDP), που ανέλαβε την εξουσία το 1978, και άρχισαν κάποιες προσπάθειες
για μια πιο δίκαιη κατανομή των οικονομικών και κοινωνικών πόρων. Οι εξελίξεις
μετά το 1978 περιλάμβαναν επίσης τη σοβιετική βοήθεια σε οικονομικά και
κοινωνικά έργα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, με μια νέα Συνθήκη Φιλίας
Αφγανικού-Σοβιετικού λαού και μια ποικιλία νέων έργων, σε υποδομές, σε αναζήτηση
πόρων, σε υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευση
και έργα αγροτικής ανάπτυξης. Το 1979 η ΕΣΣΔ παρεμβαίνει, με αρκετές
επιφυλάξεις, στο Αφγανιστάν για να υποστηρίξει την κυβέρνηση του Λαϊκού
Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο, επαναστατημένο και διχασμένο, προκάλεσε την
εμπλοκή της Μόσχας για την καταπολέμηση των Μουτζαχεντίν, οι οποίοι υποστηρίζονταν,
στέλνοντάς τους αντιαεροπορικούς
πυραύλους και άλλη βοήθεια, από κοινού από την αμερικανική CIA και το Πακιστάν.
Απ’ αυτούς αργότερα άντλησαν υποστηρικτές οι Ταλιμπάν,. Η Σοβιετική Ένωση απέσυρε τελικά
τις δυνάμεις της στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ο πόλεμος άφησε πάνω από
15.000 σοβιετικούς στρατιώτες νεκρούς. Οι
Ταλιμπάν καταλαμβάνουν το 1996 την
Καμπούλ και επιβάλλουν ένα αυστηρό ισλαμικό καθεστώς.
Και οι ΗΠΑ αφού
χρηματοδότησαν αυτές τις δυνάμεις εναντίον των σοβιετικών, τις ίδιες προσπάθησαν να αφανίσουν τα
αμερικανικά στρατεύματα μετά την 11η Σεπτεμβρίου στα πλαίσια του πολέμου
εναντίον της τρομοκρατίας. Κι ενώ ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν επιμένει πως η αποστολή τους στο Αφγανιστάν ήταν να τακτοποιήσουν τον
λογαριασμό με εκείνους που τους επιτέθηκαν την 11η Σεπτεμβρίου, η οποία
ολοκληρώθηκε, είκοσι χρόνια μετά την εισβολή οι Ταλιμπάν έχουν ξαναπάρει την
εξουσία στο Αφγανιστάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου