Η έκκληση για ενίσχυση του Ε.Σ.Υ
από ιδιώτες γιατρούς την οποία απεύθυνε ο
υπουργός Υγείας Υγείας Β. Κικίλιας είναι
η πιο ξεκάθαρη παραδοχή για τις εγκληματικές
συνέπειες από τις περικοπές στις δαπάνες της ιατρικής περίθαλψης και των
υπηρεσιών δημόσιας υγείας. Βέβαια, η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης απαιτεί να εστιαστεί η προσοχή στην άρνηση των
γιατρών για εθελοντική προσέλευση στο κάλεσμα της κυβέρνησης και όχι στην
αδιαφορία της κυβέρνησης να ενισχύσει το σύστημα δημόσιας υγείας στον 12μηνο της
πανδημίας.
Με την αποδυνάμωσή του το σύστημα υγείας δεν
είναι σε θέση να συντονίσει συλλογικές παρεμβάσεις στο πρόβλημα της πανδημίας, γι’
αυτό ένα χρόνο τώρα τα μέτρα που λαμβάνονται από την κυβέρνηση απαιτούν ατομική
ευθύνη από τους ανθρώπους. Είναι η
εμπορευματοποίηση της ιατρικής και η
ιεράρχηση των ιδιωτικών συμφερόντων έναντι των κοινωνικών που επηρεάζουν πολύ αρνητικά την υγεία και την
ποιότητα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων,
συμβάλλοντας σημαντικά στη δημιουργία συνθηκών που διευκολύνουν την επέκταση της
σημερινής πανδημίας και καθιστώντας τη δυνατότητα ταχείας ανάρρωσης απ’ αυτήν
πολύ πιο περίπλοκη. Η κατάρρευση των δομών υγείας είναι απότοκος αυτής της πολιτικής.
Κι
ενώ στην πράξη με την πανδημία αποκαλύφτηκε η αποτυχία του ιδιωτικού κεφαλαίου
και της ιδιωτικοποιημένης ιατρικής περίθαλψης στην εξασφάλιση κατάλληλης
υγειονομικής περίθαλψης για την πλειοψηφία της κοινωνίας, η κυβέρνησή μας συνεχίζει
την ίδια χρεοκοπημένη πολιτική. Οι περισσότερες
χώρες της ΕΕ αποδείχτηκε πως δεν ήταν προετοιμασμένες, με τη δική μας σε ακόμα
χειρότερη θέση, μετά τη δεκαετή σκληρή
λιτότητα που αποστράγγισε την οικονομία της προς χάριν των καπιταλιστικών συμφερόντων. Στους
ανεπαρκώς χρηματοδοτούμενους τομείς υγείας, οι εργαζόμενοι στον τομέα της
περίθαλψης ένα χρόνο τώρα έχουν επωμιστεί το βάρος των περικοπών του προϋπολογισμού,
με την κυβέρνηση να αρνείται προσλήψεις ή μισθολογικές αυξήσεις και να αρκείται, με αρκετό κυνισμό, σε αναγνώριση του έργου τους με χειροκρότημα και κολακείες, όταν δεν στοχοποιεί
τους γιατρούς για να αποποιηθεί τις δικές της ευθύνες. Όπως φαίνεται π.χ από τις δηλώσεις του αναπληρωτή
υπουργού υγείας Β. Κοντοζαμάνη τον
Ιανουάριο, ο οποίος στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τους θανάτους ασθενών
με covid-19 εκτός ΜΕΘ, τους
χρέωνε στα κριτήρια εισαγωγής που ακολουθούσαν οι γιατροί και όχι στην έλλειψη ΜΕΘ.
Με
την πανδημία αποκαλύφτηκε πως οι προσεγγίσεις για την υγεία των εργαζομένων
μιμούνται, τηρουμένων των αναλογιών και της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τη
διαχείριση που ακολουθούνταν με τους σκλάβους από τα αφεντικά. Η υγεία του σκλάβου
ενδιέφερε τον αφέντη στο βαθμό που
έπρεπε να παράγει έργο γι’ αυτόν, κάτι αντίστοιχο με τους εργαζόμενους στις σύγχρονες
επιχειρήσεις από των οποίων την υγεία εξαρτάται το έργο που θα παραχθεί. Με τη
διαφορά πως τότε η υγεία αφορούσε και έπρεπε να εξασφαλιστεί αποκλειστικά από
τον αφέντη, ενώ στον αναπτυσσόμενο καπιταλισμό η υγεία των ελεύθερων εργαζομένων έγινε ένα ξένο ζήτημα για τον
εργοδότη, έγινε ταυτόχρονα ζήτημα ιδιωτικό και κόστος για την ευημερία του καπιταλιστικού
κράτους. Και όσο η ανάπτυξη του καπιταλισμού χρειαζόταν εργατικά χέρια και το
εργατικό κίνημα ήταν μαζικό και δυναμικό οι υπηρεσίες δημόσιας υγείας και
ιατρικής περίθαλψης εγγυώνταν την ευημερία του πληθυσμού. Μέχρι που η
καπιταλιστική κρίση, ο αυξανόμενος εφεδρικός στρατός ανέργων και η αποδυνάμωση
του εργατικού κινήματος επέτρεψε στους καπιταλιστές τη συρρίκνωση του δημόσιου
αγαθού της ιατρικής περίθαλψης.
Τα προβλήματα
λοιπόν υγείας είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της κοινωνικής
οργάνωσης και εάν θέλουμε να τα αντιμετωπίσουμε πραγματικά, πρέπει να
επικεντρωθούμε στις κοινωνικές συνθήκες που τα επηρεάζουν. Και δεν χρειάζεται
να είναι κανείς μαρξιστής για να αναγνωρίσει ότι μεγάλο μέρος της κακής υγείας
των εργαζομένων προέρχεται από τις υλικές
βάσεις της κοινωνίας και ότι όσοι βρίσκονται στο κάτω άκρο του ταξικού
συστήματος αντιμετωπίζουν υψηλότερους κινδύνους ασθένειας και πρόωρης
θνησιμότητας από τους εύπορους.
Μέρος της σοβαρής αντιμετώπισης της επιστήμης, στην προκειμένη
περίπτωση της ιατρικής, δεν μπορεί παρά
να περιλαμβάνει ανάλυση πώς τα ταξικά συμφέροντα και οι ιδεολογίες μπορούν να
επηρεάσουν τις επιστημονικές διαδικασίες και τις εφαρμογές τους. Στη
συγκεκριμένη συγκυρία της πανδημίας βιώνουμε την χρησιμοποίηση της ιατρικής ως
παράγοντα κοινωνικού ελέγχου, που με την εργαλειοποίηση του πανικού σε
συνεργασία με τις δυνάμεις καταστολής διατηρεί και ενισχύει τις λειτουργίες
κοινωνικού ελέγχου.
Κι ενώ τα μεγάλα
επιτεύγματα της επιστήμης δημιούργησαν
γι’ αυτήν μια αίσθηση του αλάθητου και για τους επιστήμονες μια σεβαστή θέση
στην κοινωνία, έκτακτες καταστάσεις όπως αυτή της πανδημίας δείχνουν τη δυσκολία
να διαχωριστούν μέθοδοι και αντιλήψεις των επιστημόνων από τις κοινωνικές σχέσεις
και τις υλικές συνθήκες στην κοινωνία. Η προθυμία να εκφράσουν κάποιοι
λοιμωξιολόγοι όπως η Ε. Γιαμαρέλου ή Α. Λινού
τη θρησκευτική τους πειθαρχία στο λόγια των εκκλησιαστικών λειτουργών σχετικά
με τη θεία κοινωνία ή όπως ο Σ. Τσιόδρας την κοινωνική τους συμμόρφωση προς τα
κελεύσματα της κυβέρνησης σχετικά με τα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι ενδεικτικά
παραδείγματα των πολύπλοκων σχέσεων των επιστημόνων με την κυρίαρχη εξουσία. Κι
αν κάποιοι στην επιστημονική κοινότητα ήλπιζαν πως η επιστήμη όχι μόνο θα ενημέρωνε,
αλλά θα καθόριζε την πολιτική αποδείχτηκε πως η επιστήμη είναι ένας από τους πολλούς
παράγοντες, λιγότερο σημαντικός από τα ανταγωνιστικά συμφέροντα, που πρέπει να σταθμίσουν οι πολιτικοί στις αποφάσεις
τους.
Η πανδημία
έθεσε όχι μόνο την κυβερνητική πολιτική αλλά και την επιστήμη στο μικροσκόπιο.
Είναι που ποτέ τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν δεν έχει επιστημονικό ζήτημα
τόσο άμεσα επηρεάσει τις ζωές όλων ταυτόχρονα. Καθώς η ταχέως εξελισσόμενη επιστήμη που σχετίζεται με τον
κορωνοϊό επικαλύπτεται με μεικτά μηνύματα από πολιτικούς ηγέτες και επιστήμονες
είναι όμως η χρήση της επιστήμης ως πολιτικός μοχλός με την ανοχή των επιστημόνων
που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη προς αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου