Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

ΤΟ ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣ

 

Οι αστυνομικές δυνάμεις της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη αντιμετώπισαν με σκληρή καταστολή τους χιλιάδες κόσμου που στην πλατεία Νέας Σμύρνης στην Αθήνα διαδήλωναν ενάντια στην αστυνομική αυθαιρεσία. Και είναι ο τραυματισμός ενός αστυνομικού, και όχι τόσων άλλων πολιτών από αστυνομικούς, που τόσο ευαισθητοποίησε τον πρωθυπουργό, ώστε να θεωρήσει υποχρέωσή του να απευθύνει  μήνυμα.  
       Ο πρωθυπουργός στο μονόλεπτο  μήνυμά του, με την επανάληψη του α’ προσώπου,  φιλοδόξησε για άλλη μια φορά να υποκριθεί πως ασκεί ένα ρυθμιστικό ρόλο μέσα στον κυκεώνα  των αντιθέσεων,  των συγκρούσεων και της αντιπαλότητας των συμφερόντων, ότι αυτονομείται και τίθεται στο απυρόβλητο των άμεσων πολιτικών συγκρούσεων, προστατευμένος από την αχλύ της υποτιθέμενης χαρισματικής του προσωπικότητας, αυτής που προσπαθούν να του  χτίσουν με χαρακτηρισμούς όπως Μωυσής.  Σ’ αυτή την προσπάθεια των τελευταίων ετών, που μοιάζει μέχρι και γελοία, η κυβερνητική προπαγάνδα θέλει την εξουσία να προσωποποιείται, να επενδύεται τα χαρακτηριστικά του χαρισματικού ηγέτη στο πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη,  γιατί αυτός  προσωπικά, μέσω της πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα της πλειοψηφίας υποτίθεται πως συμπυκνώνει  τη γενική λαϊκή συναίνεση. Βέβαια, στην πραγματικότητα μόνο με αυταρχικότητα και βία έχει καταλήξει να επιβάλλεται η πολιτική του. Κι  αυτό το μήνυμα  των ούτε 140 λέξεων δίνει την εντύπωση πως έγινε για να απειλήσει αυτούς που «αγνόησαν τις προειδοποιήσεις» της εκτελεστικής εξουσίας.
Οι επαναλαμβανόμενες εις βάρος πολιτών πράξεις αυθαιρεσίας και  βίας των αστυνομικών,  οι οποίοι έχουν οριστεί από την εκτελεστική εξουσία, με πρόσχημα την πανδημία, ως αρμόδιοι φορείς για την  επιβολή των υγειονομικών μέτρων, αφήνοντάς τους σχεδόν ανεξέλεγκτους τους τελευταίους κυρίως μήνες, πυροδοτούν μια σειρά και αλληλουχία γεγονότων. Και όλα  σχετίζονται με την  εκ μέρους των αστυνομικών κατά το δοκούν ερμηνεία των υπουργικών αποφάσεων που αφορούν τις διάφορες, λόγω πανδημίας, απαγορεύσεις, την σκαιά συμπεριφορά τους  προς πολίτες, την αυθαίρετη επιβολή προστίμων και προσαγωγών στα αστυνομικά τμήματα,  τη βίαιη συμπεριφορά, που οδήγησαν στο όργιο καταστολής και βιαιοτήτων στη χθεσινή κινητοποίηση στη Ν. Σμύρνη και στον τραυματισμό του αστυνομικού.  
Η κρατική αυταρχικότητα με τη διόγκωση των κατασταλτικών μηχανισμών, τη βίαιη αστυνόμευση της ιδιωτικής ζωής με πρόσχημα την πανδημία,  κλπ. δεν είναι λεπτομέρειες ή παθογόνα στοιχεία του συνολικού κρατικού διοικητικού συστήματος. Αποτελούν δομικά  χαρακτηριστικά του, που σε εποχές κρίσης εμφανίζονται απειλητικά και δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου. Γιατί η αυταρχικότητα του κράτους  δεν εξαντλείται μόνο  στην έξαρση των μηχανισμών καταστολής, αλλά και στη νομοθετική ή διοικητική λειτουργία του. Εξάλλου κάθε μορφή αστικής δημοκρατίας  δουλεύει  και με καταστολή, αφού το κράτος ποτέ δεν έπαψε  να είναι το μονοπώλιο της νόμιμης  βίας. Φαίνεται λοιπόν και τώρα πως  οδηγούμαστε σε εποχές όπου η  φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να συναγωνιστεί πολλά δικτατορικά καθεστώτα σε σκληρότητα, αστυνόμευση και καταπίεση.
Η κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας μοιάζει να εφαρμόζει μια πολιτική έντασης με τη συνεχώς κλιμακούμενη αστυνομική βία και καταστολή. Πιθανόν προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει μια κοινωνία εξουθενωμένη από τα αλλεπάλληλα κλειδώματα στο σπίτι και  την συνεχή επιτήρηση, απελπισμένη από την οικονομική της εξαθλίωση και επιπλέον να προωθήσει λύση σε προβλήματα εξωτερικής πολιτικής, αναπτύσσοντας στρατηγική έντασης σε μια προσπάθεια επιβολής  του κρατικού αυταρχισμού, για να εξουδετερώσει αντιδράσεις. Αυτή η πολιτική προωθείται μήνες τώρα συστηματικά, με την ενίσχυση των αστυνομικών σωμάτων, τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων τους, την ανοχή στην κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους τους. Για να διασπείρεται ο φόβος, ώστε σ’ ένα τέτοιο κλίμα η πλειοψηφία των εργαζομένων να κοιτάει τη δουλειά της,  που μπορεί να μην έχει, και να μην αντιδρά.
Η πάλη επομένως ενάντια σ’ αυτή την στρατηγική του κράτους χρειάζεται να γίνεται στη λογική ενός αγώνα με πολιτικούς στόχους, που απομονώνει το αντίπαλο ταξικό κράτος συνενώνοντας στο μέγιστο βαθμό τις ταξικές δυνάμεις. Η λογική της ευθείας σύγκρουσης με τις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους, σε μια προσομοίωση πολέμου, δεν αποβλέπει σε  τίποτε άλλο από την τιμωρία ατόμων, όταν δεν συντονίζεται με την πορεία και το ρυθμό ανάπτυξης του μαζικού κινήματος. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί σπρώχνουν  νέους να συγκρούονται μαζί τους, οι οποίοι χωρίς πολιτική προοπτική βλέπουν τους αστυνόμους και δικαστές τους χειρότερους εχθρούς τους και γι’ αυτό το δυναμικό της βίας είναι πολλαπλάσιο.  Η βία καταλήγει να μην είναι μέσο, αλλά ο ίδιος ο στόχος, ένα μέσο έκφρασης οργής, θυμού και απελπισίας.  Συνέπεια μιας τέτοιας λογικής είναι και η αποδοχή της ένοπλης αυτοδικίας από ένα ένοπλο τμήμα, κάτι σαν τη «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη», που αναλαμβάνει εν ονόματι του λαϊκού κινήματος την τιμωρία των κακών.  Μόνο που αυτή η λογική έχει αποδειχτεί πως, όταν ευρύτερα λαϊκά στρώματα δεν νιώθουν πως δεν έχουν άλλη διέξοδο απ’ αυτή για τις διεκδικήσεις τους, καταλήγει να αποξενώνει τις ευρύτερες μάζες όχι μόνο από τη χρήση βίας, αλλά ακόμα και από εκείνες τις δυνάμεις που αντιπαλεύουν το κράτος και το σύστημα. Μάλιστα η χρήση βίας, μπορεί να σπρώξει τις φοβισμένες μάζες προς συντηρητικότερες θέσεις,  ακόμα και να ταυτιστούν με το κράτος και την καταστολή για προστασία.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μοιάζει να προωθεί μια κρίση στο επίπεδο της κοινωνίας που ξεπερνάει και εκτρέπει σε άλλες κατευθύνσεις τις πραγματικότητες της υπαρκτής κοινωνικής αντιπαράθεσης. Οι βίαιες δράσεις  σε κάθε κινητοποίηση γίνονται  το ζητούμενο για την κυρίαρχη εξουσία, είτε με προβοκατόρικες δράσεις είτε με εκμετάλλευση της απόγνωσης πολλών νέων που εξωθούνται σε αυτές, χρησιμοποιώντας τες εκ των υστέρων σαν δικαιολογία για την έξαρση της καταστολής.  Έτσι και στη μεγάλη κινητοποίηση στη Νέα Σμύρνη η εκμετάλλευση του τραυματισμού του αστυνομικού από την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ, τα οποία  είναι ενάντια στους αγώνες των εργαζομένων, έδωσε τη δυνατότητα στο κράτος και την αστυνομία να συκοφαντήσουν τους λαϊκούς αγώνες, να θυματοποιήσουν την αστυνομία.
Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας δεν γίνεται παρά από το λαϊκό κίνημα, που η οργάνωση και η μαζικότητα είναι η δύναμή του,  και καμιά πρωτοπορία δεν μπορεί να επιβληθεί αν δεν κατακτήσει της συναίνεσή του. Γι’ αυτό πρέπει να λαμβάνεται  υπόψη η λογική της πλειοψηφίας του εργατικού κινήματος και όχι για κάποιες στιγμιαίες, θεαματικές, εν είδει πυροτεχνήματος, δράσειςστο όνομα του λαϊκού κινήματος, τελικά να το απομονώνει και περιορίζει. Τα μέσα και οι μορφές πάλης που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι δεμένα με εκείνα  που εκφράζουν αυτούς τους αγώνες στη συγκεκριμένη συγκυρία και χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι. Το βασικό ερώτημα στη χρήση βίας είναι αν στη συγκεκριμένη συγκυρία η χρησιμοποίησή της είναι αποδοτική, πολιτικά σωστή ή αντίθετα έχει τις αντίθετες συνέπειες απ’ αυτές που υποτίθεται ότι προωθεί.
      Οι μάζες διαμορφώνονται  ως δυνάμεις αντίπαλες του αυταρχικού κράτους και  μέσα από τη διεκδίκηση της ελευθερίας και δημοκρατίας. Χάρη στους αγώνες τους μετασχηματίζονται από χειραγωγημένο πλήθος σε δύναμη πολιτική στη οποία επαναπροσδιορίζονται οι έννοιες και οι πρακτικές της ταξικής πάλης.
Σε μια στιγμή λοιπόν που εμφανίζονται προοπτικές ανοίγματος αγώνων σε ευρύτερα στρώματα νεολαίας και εργαζομένων  η στρατηγική της έντασης, με το κράτος να έχει τη δύναμη και το κίνημα να μην αποκτά ακόμα μαζικότητα,   δεν συμφέρει  κανέναν άλλο παρά το κράτος και το κεφάλαιο για να πετύχουν, εκφοβίζοντας και εκβιάζοντας,  την πειθάρχηση και την καθυπόταξη των εργαζομένων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: