Ανάμεσα στις διάφορες αποκαλύψεις, σχετικά με περιστατικά
σεξουαλικής κακοποίησης από τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Δ. Λιγνάδη, που αυτές τις
ημέρες διαδέχονται η μία την άλλη είναι κι εκείνη που εμπλέκει δομές ανηλίκων
προσφύγων τριών μη κυβερνητικών οργανώσεων, οι οποίες είχαν συμφωνήσει μαθήματα
στο θέατρο του Δ. Λιγνάδη για τα παιδιά, τα οποία όμως αρνούνταν πεισματικά
μετά τις αρχικές επισκέψεις να ξαναπάνε. Αυτή η αποκάλυψη, σε συνδυασμό με τις καταγγελίες για τη σεξουαλική κακοποίηση
σε εφήβους από τον ηθοποιό σχεδόν συμπυκνώνει την εποχή μας. Δηλ. ένα επίπλαστο ενδιαφέρον για τον κατατρεγμένο,
το οποίο κρύβει τη στυγνή εκμετάλλευσή του, σε συνδυασμό με μια επίδειξη πνευματικής
ανωτερότητας που αποδέχεται τον παρία με καθορισμένους όρους στο κοινωνικό περιθώριο
που εξυπηρετεί την ισχύουσα τάξη πραγμάτων. Η ανάθεση από ΜΚΟ σ’ έναν σκηνοθέτη,
χωρίς να εξεταστούν οι πραγματικές προθέσεις του, να προσφέρει σε ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες, από χώρες
εμπόλεμες, διαφορετικού πολιτισμού, γνώσεις
θεατρικές είναι μια αντιπροσωπευτική εικόνα αυτής της αντίληψης. Σ’ αυτή την
εικόνα μοιάζει να εξαφανίζεται η διάκριση
μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, και όπου τα άτομα, από τη μια ανήλικα παιδιά, πρόσφυγες, χωρίς οικογένεια, χωρίς πατρίδα, χωρίς πόρους
και από την άλλη προικισμένος
καλλιτέχνης, μεγαλοαστός, μέρος της κυρίαρχης τάξης της χώρας, εμφανίζονται ως οι τέλειες αλληγορίες της κοινωνίας.
Η εκμετάλλευση της απόγνωσης με το πρόσχημα της τέχνης. Η εκλεπτυσμένη Δύση
πάντα εκμεταλλεύεται με …στυλ. Κι αυτό φαίνεται και στις κοινωνικές κατηγορίες
που επιλέγονται για να περιγράψουν ή να καθορίσουν ένα κοινωνικό πρόβλημα που συνδέονται
στενά με τις πολιτικές στρατηγικές οι οποίες χρησιμοποιούνται για την
καταπολέμησή του αφού ακόμα και οι λέξεις δεν είναι ουδέτερες. Έτσι π.χ η λέξη παιδεραστία μοιάζει ίσως και
να ωραιοποιεί την σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών ή τη σεξουαλική εκμετάλλευσή
τους που σε μεγάλο βαθμό είναι πρόβλημα που σχετίζεται και με τις κοινωνικές
ανισότητες.
Τα σεξουαλικά αδικήματα εναντίον των παιδιών βιώνονται ως η πιο δραματική
μορφή σεξουαλικής βίας και έχουν να κάνουν με την αντίληψη της παιδικής ηλικίας
ως φάση ειδική της ζωής που συνδέεται με
τις έννοιες της ευθραυστότητας και ανορθολογικότητας. Αυτό το ιδανικό της αγνότητας και της αθωότητας της παιδικής
ηλικίας προέκυψε κατά τη το τέλος του 17ου αιώνα και στις αρχές του 18ου αιώνα. Η εμφάνιση μάλιστα της έννοιας της
παιδικής ηλικίας σίγουρα αποτελεί προϋπόθεση για την ηθική καταδίκη της βίας
κατά των παιδιών, στο τέλος του 19ου αιώνα, και αργότερα, για το κίνημα κατά της
οικιακής παιδικής κακοποίησης στη δεκαετία του 1960, με επικεφαλής τους
Αμερικανούς παιδίατρους. Η σεξουαλική διάσταση της παιδικής κακοποίησης κέρδισε
εξέχουσα θέση στις ΗΠΑ με τη συνδρομή και του φεμινιστικού κινήματος κατά της σεξουαλικής
βίας στο σπίτι. Στη δεκαετία του 1990 το θέμα της σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών σχετίζεται με την
εμφάνιση ενός νέου ιδεώδους της παιδικής ηλικίας, που είναι το παιδί ως αντικείμενο
ειδικών δικαιωμάτων. Η κακοποίηση λοιπόν παιδιών ορίζεται ως παραβίαση των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μαζί με τις άλλες μορφές βίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης
τους. Σε αυτό το πλαίσιο, τα σεξουαλικά αδικήματα εναντίον των παιδιών αποκτούν
μια νέα διάσταση και δεν έχει να κάνει με την κλοπή της αθωότητας ή της
αγνότητας, αλλά με βία και παραβίαση των δικαιωμάτων.
Εάν τα συναισθήματα συμπόνιας προς τα κακοποιημένα παιδιά τα κάνουν να
θεωρηθούν ως θύματα βίας, το αίσθημα τρόμου και αποτροπιασμού για ό,τι υφίστανται
μπορεί συχνά να εμφανιστεί και να
δημιουργήσει μια αναπαράσταση των ίδιων παιδιών ως διεστραμμένων παιδιών,
σεξουαλικών επικίνδυνων. Κι αυτό, γιατί έχοντας αυτά μετατοπιστεί σε ερωτικό έδαφος, το
σεξουαλικό παιδί συμμετέχει, παράλληλα με τον παιδόφιλο, στη διαδικασία της
ρύπανσης των ενήλικων φαντασιώσεων της παιδικής ηλικίας ως εποχής σεξουαλικής
αθωότητας. Και πιθανόν στην πραγματικότητα οι σταυροφορίες κατά της παιδεραστίας
αντί να προστατεύει τα κακοποιημένα παιδιά, προστατεύει μόνο το σύγχρονο
ιδανικό της παιδικής ηλικίας, βασισμένο στις ιδέες της αγνότητας και της
αθωότητας, που απειλούνται. Ίσως γι’ αυτό η αξιοποίηση και η εξιδανίκευση της αθωότητας
δεν αντιπροσωπεύουν τον καλύτερο τρόπο για να διασφαλιστούν τα δικαιώματά τους.
Γιατί πρόκειται από τη μια για έναν
μηχανισμό που μπορεί να ενισχύει τη θέση
των παιδιών σχετικά με την ευπάθεια στις
σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ διαφορετικών γενεών ή σε άλλες ασύμμετρες
αλληλεπιδράσεις. Συγχρόνως όμως μπορεί
να αποκλείει όσα έχουν ήδη χάσει την αθωότητα και γι' αυτό το δικαίωμα στην προστασία,
είτε μπορεί να αποκρύπτει άλλες μορφές βίας και κατάχρησης εξουσίας εκτός από τη
σεξουαλική κακοποίηση, είτε να ενισχύει
την πειθαρχική διάσταση της παιδικής νομοθεσίας που βασίζεται σε τεχνικές
επιτήρησης και τιμωρίας. Γι’ αυτό και οι ανήλικες πρόσφυγες, μόνοι και
απροστάτευτοι, ανεπιθύμητοι στον τόπο που ζήτησαν καταφύγιο, αποξενωμένοι από
την κοινωνία που ανέχεται τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα όχι μόνο είναι πιο ευάλωτοι
σε κάθε είδους βία, αλλά και οι συνέπειες από την κακοποίησή τους τις περισσότερες φορές είναι μηδενικές.
Ο
σκηνοθέτης με το κύρος της θέσης του, την ικανότητα του ταλέντου του μπορούσε
να χειραγωγεί για να υποτάσσει στις επιθυμίες του, που ταύτιζε με τη μαγεία της τέχνης, ανήλικες προσδοκίες. Κι αυτό δεν είναι εξαίρεση, ακόμα κι αν δεν
παίρνει πάντα κακουργηματικό χαρακτήρα. Στην αστική κοινωνία οι σχέσεις
κυριαρχίας και υποταγής είναι εγγενείς σε κάθε τομέα που ασκούνται και είναι
αυτές που καθορίζουν και τη μορφή σεξουαλικότητας των κοινωνιών. Μια σεξουαλικότητα
που χαρακτηρίζεται από την εμπορευματοποίηση, την υποδούλωση, που μετατρέπεται
σε αντικείμενο και μέσο ανταλλαγής, είναι
επόμενο να δημιουργεί περιβάλλοντα όπου η σεξουαλική κακοποίηση να θεωρείται μια
μορφή έκφρασής του ελέγχου και της υπεροχής πάνω σ’ έναν άλλο άνθρωπο και να
αγοράζεται. Γι’ αυτό και σε τέτοιες υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης εμπλέκονται
άτομα εξουσίας από χώρους πολιτικής, τέχνης, θρησκείας κλπ. τα οποία, κατά τα
φαινόμενα, στην περίπτωση του Δ. Λιγνάδη έδειξαν ιδιαίτερη μέριμνα να καλυφτούν
ίχνη, με την καθυστέρηση της δικαιοσύνης να ενεργοποιηθεί.
Εν
ολίγοις, ο σημερινός καπιταλισμός δεν μπορεί να γίνει κατανοητός αγνοώντας τις
συγκεκριμένες επιπτώσεις του στις γυναίκες και τα παιδιά, αγνοώντας τον
αντίκτυπο του παγκόσμιου συστήματος πορνείας, αγνοώντας την εμπορευματοποίηση της
ζωής οπουδήποτε στον κόσμο. Η ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων, η φτώχεια
πολλών πληθυσμών, ιδίως γυναικών και παιδιών, και κατά συνέπεια, η αυξημένη
μετανάστευσή τους, είναι παράγοντες που ευνοούν την εμπορία για σκοπούς
πορνείας. Τα ανθρώπινα όντα που διακινούνται παγκοσμίως με
σκοπό την πορνεία είναι σημαντικά πιο πολυάριθμα από αυτά που διακινούνται για
οικιακή εκμετάλλευση ή φθηνή εργασία. Η τάση είναι η πορνεία όλο και νεότερων
παιδιών καθώς και η χρήση τους στην πορνογραφία. Η υποβολή στους κανόνες της
αγοράς και στους συμβατικούς νόμους ανταλλαγής οδηγεί σε μια ολοένα και πιο
διαδεδομένη αποδοχή της πορνείας. Έχει γίνει τώρα και η πορνεία, για έναν
σημαντικό αριθμό κρατών και οργανισμών, μια δουλειά όπως οποιαδήποτε άλλη, μια
απλή σεξουαλική εργασία και ακόμη και «δικαίωμα» ή «ελευθερία». Στο όνομα της αυτονομίας
των ανθρώπων και του δικαιώματος ελέγχου του σώματος κάποιου, γίνεται υπεράσπιση
του δικαιώματος στην πορνεία και την εμπορία γυναικών με σκοπό την πορνεία και αυτή η αντίληψη επιβάλλεται σταδιακά. Η σεξουαλική
ελευθερία έχει μετατραπεί πλέον σε μια
αγοραία αξία και ένα στοιχείο κοινωνικής ηθικής. Σε μια διαστρέβλωση των εννοιών
και στο όνομα της υπεράσπισης των σεξουαλικών εργαζομένων και του δικαιώματος
στην ατομική αυτοδιάθεση όχι μόνο οι σεξουαλικές βιομηχανίες προσαρμόστηκαν στους
καπιταλιστικούς κανονισμούς που προάγουν τα οφέλη της αγοράς, αλλά νομιμοποίησαν
την εμπορευματοποίηση της σεξουαλικότητας των ανθρώπων.
Όλα
αυτά λοιπόν που αποκαλύπτονται για σεξουαλικές κακοποιήσεις δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά, είναι
εκφάνσεις της κυρίαρχης εξουσίας, εκφράσεις ενός συστήματος που αγοράζει και
πουλά τα πάντα και καλύπτονται από τους επάλληλους κύκλους της κυρίαρχης
εξουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου