Σε σημερινή μεσημεριανή ραδιοφωνική εκπομπή ζητήθηκε από τον Κ. Βεργόπουλο να σχολιάσει την κατάσταση στη χώρα μας. Ο πανεπιστημιακός καθηγητής ανάμεσα σε άλλα εξέφρασε την επιδοκιμασία του για την απαίτηση του Μάριο Μοντι να γίνουν σεβαστές οι θυσίες των Ιταλών από του Ευρωπαίους, σε αντιδιαστολή με την συμπεριφορά του Παπαδήμου, χαρακτήρισε λάθος τις αποφάσεις που λαμβάνονται για την ανταγωνιστικότητα, ζήτησε ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ από την Ευρώπη, ενώ χαρακτήρισε αποτυχημένο τον ρόλο της Αριστεράς στην κρίση, γιατί εμπλέκει θέματα μεταφυσικής, αυτήν την στιγμή, που μοιάζουν ασκήσεις για ηλικίες 18 ετών – χαρακτηρίζοντας δηλ. μεταφυσική όλα αυτά περί κομμουνισμού κι αλλαγής της κοινωνίας - ενώ τους ανθρώπους τους ενδιαφέρουν συγκεκριμένα προβλήματα ανεργίας κλπ.
Ακούγοντάς τον κανείς αρχίζει να ανακαλύπτει κάποιες από τις πολλές αιτίες που δυο χρόνια τώρα αποτυγχάνουμε να κινητοποιηθούμε μαζικά και αποτελεσματικά μπροστά σε μια σειρά επιθετικών εναντίον μας πρωτοβουλιών, τις οποίες ή άρχουσα τάξη υιοθετεί.
Η υποτονικότητα και η στωικότητα με την οποία η πλειοψηφία των μικροαστικών στρωμάτων αποδέχτηκε την απότομη αλλαγή πορείας των κυβερνώντων δεν οφείλεται μόνο στην άριστη επικοινωνιακή διαχείριση των πολιτικών επιλογών των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, αλλά και στον εγκλωβισμό μας σε αναλύσεις που επιμένουν να βλέπουν απλώς ένα λάθος στις πολιτικές επιλογές των κρατούντων, και δεν μας βοηθούν να διαμορφώσουμε μια συνολική εικόνα για την πορεία των πολιτικών επιλογών που μας επιβάλλονται.
Την ποιότητα των πολιτικών αναλύσεων πάντα υποβαθμίζει ο στενός κομματικός φανατισμός, ενώ κάποιες άλλες φορές συσκοτίζει το επιφανειακά αλληλοσυγκρουόμενο, αλλά στην ουσία συμπληρωματικό, ζεύγος των τεχνοκρατικών και «εθνικοαριστερών» προσεγγίσεων. Δίνεται η εντύπωση πως συγκρούονται, ενώ τελικά μπορεί και να συγχωνεύονται, δυο αντιθετικές κοινωνικοοικονομικές αντιλήψεις που επιζητούν να επιβάλλουν δυο διαφορετικές κατευθύνσεις. Η αντίληψη ενός προχωρημένου και στερεότυπου αστικού εκσυγχρονισμού του κράτους, τμήμα του ευρύτερου ευρωπαϊκού, που προς το παρόν από δικές μας αστοχίες και λάθη οπισθοδρομεί, και η αντίληψη μιας αυτόνομης ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας στα πλαίσια ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, που με ισοτιμία θα συμμετέχει στην ευρωπαϊκή Ενωση… των λαών- συμπλήρωμα της κοσμοπολίτικης αριστεράς.
Και οι περισσότερες απ' αυτές τις αναλύσεις επιμένουν σε ερμηνείες που δεν αγγίζουν την δομή του ίδιου του συστήματος.
Εν τω μεταξύ η ζωή στη χώρα μετά το μνημόνιο έχει αλλάξει δραματικά. Η οικονομική πίεση οξύνεται ολοένα, χωρίς όμως ακόμα να πυροδοτεί κοινωνικές εκρήξεις, που να οδηγήσουν σε εκρηκτικά αδιέξοδα το σύστημα. Και όλοι εμείς που δεχόμαστε αυτές τις πιέσεις αναρωτιόμαστε γιατί αργεί αυτή ή έκρηξη, σαν να πιστεύουμε ότι είναι έργο κάποιων άλλων κι όχι δικό μας η αντίδραση η λές κι αυτή είναι τηλεοπτικό γεγονός που θα παρακολουθήσουμε από τους δέκτες μας.
Ακούγοντάς τον κανείς αρχίζει να ανακαλύπτει κάποιες από τις πολλές αιτίες που δυο χρόνια τώρα αποτυγχάνουμε να κινητοποιηθούμε μαζικά και αποτελεσματικά μπροστά σε μια σειρά επιθετικών εναντίον μας πρωτοβουλιών, τις οποίες ή άρχουσα τάξη υιοθετεί.
Η υποτονικότητα και η στωικότητα με την οποία η πλειοψηφία των μικροαστικών στρωμάτων αποδέχτηκε την απότομη αλλαγή πορείας των κυβερνώντων δεν οφείλεται μόνο στην άριστη επικοινωνιακή διαχείριση των πολιτικών επιλογών των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, αλλά και στον εγκλωβισμό μας σε αναλύσεις που επιμένουν να βλέπουν απλώς ένα λάθος στις πολιτικές επιλογές των κρατούντων, και δεν μας βοηθούν να διαμορφώσουμε μια συνολική εικόνα για την πορεία των πολιτικών επιλογών που μας επιβάλλονται.
Την ποιότητα των πολιτικών αναλύσεων πάντα υποβαθμίζει ο στενός κομματικός φανατισμός, ενώ κάποιες άλλες φορές συσκοτίζει το επιφανειακά αλληλοσυγκρουόμενο, αλλά στην ουσία συμπληρωματικό, ζεύγος των τεχνοκρατικών και «εθνικοαριστερών» προσεγγίσεων. Δίνεται η εντύπωση πως συγκρούονται, ενώ τελικά μπορεί και να συγχωνεύονται, δυο αντιθετικές κοινωνικοοικονομικές αντιλήψεις που επιζητούν να επιβάλλουν δυο διαφορετικές κατευθύνσεις. Η αντίληψη ενός προχωρημένου και στερεότυπου αστικού εκσυγχρονισμού του κράτους, τμήμα του ευρύτερου ευρωπαϊκού, που προς το παρόν από δικές μας αστοχίες και λάθη οπισθοδρομεί, και η αντίληψη μιας αυτόνομης ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας στα πλαίσια ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, που με ισοτιμία θα συμμετέχει στην ευρωπαϊκή Ενωση… των λαών- συμπλήρωμα της κοσμοπολίτικης αριστεράς.
Και οι περισσότερες απ' αυτές τις αναλύσεις επιμένουν σε ερμηνείες που δεν αγγίζουν την δομή του ίδιου του συστήματος.
Εν τω μεταξύ η ζωή στη χώρα μετά το μνημόνιο έχει αλλάξει δραματικά. Η οικονομική πίεση οξύνεται ολοένα, χωρίς όμως ακόμα να πυροδοτεί κοινωνικές εκρήξεις, που να οδηγήσουν σε εκρηκτικά αδιέξοδα το σύστημα. Και όλοι εμείς που δεχόμαστε αυτές τις πιέσεις αναρωτιόμαστε γιατί αργεί αυτή ή έκρηξη, σαν να πιστεύουμε ότι είναι έργο κάποιων άλλων κι όχι δικό μας η αντίδραση η λές κι αυτή είναι τηλεοπτικό γεγονός που θα παρακολουθήσουμε από τους δέκτες μας.
Το μνημόνιο ενεργοποίησε διαδικασίες κοινωνικής ανακατάταξης, στον αντίποδα αυτών που φαίνονταν πως είχαν τεθεί σε κίνηση από τη μεταπολίτευση και μετά, και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η αναγνώριση όμως αυτών των διαδικασιών μόλις που αρχίζουν να γίνονται συνειδητές από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Σ’ αυτήν την συνειδητοποίηση ούτε οι διανοούμενοι ούτε οι πολιτικοί βοήθησαν. Μόνο το ΚΚΕ επιμένει στις αναλύσεις του να εισάγει ταξική διάσταση, που εκ των πραγμάτων τείνει να επιβεβαιώνεται.
Οσο βέβαια θα βαθαίνει η ύφεση τόσο περισσότερο θα γίνεται εφικτή η αναθεώρηση των πάγιων αντιλήψεών μας, που εδραιώθηκαν από τη δεκαετία του ’90, όταν πιστεύαμε πως οδεύαμε στον τερματισμό των κοινωνικών συγκρούσεων.
Οσο βαθαίνει η ύφεση, τόσο πιο ευδιάκριτα ταξικά χαρακτηριστικά αποκτά η κρίση που συρρικνώνουν τις δυνατότητες ελιγμών των κυβερνώντων ή πολιτικών αναπροσανατολισμών και όλες οι αναλύσεις που στηρίζονται στις παραπάνω αντιλήψεις τείνουν να δείχνουν παρωχημένες και αναποτελεσματικές.
Δεν έχουμε όμως φτάσει ακόμα στο σημείο όπου οικονομικές καταστροφές, πληθυσμιακές και κοινωνικές ανακατατάξεις θα προκαλέσουν τη μεταβολή των πολιτικών και ιδεολογικών δεδομένων, στον ιστό των οποίων εκόντες άκοντες θα εμπλακούμε, αναγκασμένοι να δράσουμε.
Ζώντας τόσο χρόνια σε ευμάρεια, ή προσφέροντάς μας το σύστημα την υπόσχεση για κατάκτησή της, μάθαμε να μην υποφέρουμε, να μη δεχόμαστε τον κίνδυνο ή την ανέχεια ως φυσιολογικές παραμέτρους της καθημερινής ζωής και να φοβόμαστε σχεδόν με οτιδήποτε νέο και ανεξέλεγκτο μπορούσε να προκύψει στη ζωή μας και να επιδείνωνε τους υλικούς όρους διαβίωσης.
Η αδυναμία μας και απροθυμία μας να αντιμετωπίσουμε τους κραδασμούς στο επίπεδο ανοχής και αντοχής των δομών του συστήματος, που αναπόφευκτα θα προέλθουν από τη μετωπική μας σύγκρουση με την καρδιά του συστήματος αν αντιδράσουμε μαζικά και οργανωμένα, εξασφαλίζουν τα περιθώρια ασφαλείας που επιτρέπουν τους ντόπιους και ξένους κυβερνώντες να μας οδηγούν σχεδόν άφοβα στην εξαθλίωση
Κι εξάλλου, πως είναι δυνατό μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να αποκτήσουμε συνείδηση της ταξικής μας θέσης και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας, όταν μάλιστα διανοούμενοι όπως ο Κ. Βεργόπουλος χαρακτηρίζοντας μεταφυσική όλα αυτά για μετασχηματισμό της κοινωνίας που συνεχίζει να ευαγγελίζεται η κομμουνιστική θεωρία, στην πραγματικότητα φαίνεται να θέλει να αφοπλίσει τις εργατικές τάξεις στερώντας τους την πίστη για να αγωνιστούν;
Αν η πίστη για αλλαγή της κοινωνίας δεν είναι παρά μεταφυσική, τότε δεν έχει νόημα ούτε και ο αγώνας, με την πάνω από δίμηνη απεργία των εργαζόμενων στην ελληνική χαλυβουργία;
Όλη η εξέλιξη ενός αγώνα εξαρτάται από τις επιλογές αυτών που αγωνίζονται και την πίστη τους στον αγώνα που κάνουν.
Και αυτός ο αγώνας δεν είναι μεταφυσική.
Οσο βέβαια θα βαθαίνει η ύφεση τόσο περισσότερο θα γίνεται εφικτή η αναθεώρηση των πάγιων αντιλήψεών μας, που εδραιώθηκαν από τη δεκαετία του ’90, όταν πιστεύαμε πως οδεύαμε στον τερματισμό των κοινωνικών συγκρούσεων.
Οσο βαθαίνει η ύφεση, τόσο πιο ευδιάκριτα ταξικά χαρακτηριστικά αποκτά η κρίση που συρρικνώνουν τις δυνατότητες ελιγμών των κυβερνώντων ή πολιτικών αναπροσανατολισμών και όλες οι αναλύσεις που στηρίζονται στις παραπάνω αντιλήψεις τείνουν να δείχνουν παρωχημένες και αναποτελεσματικές.
Δεν έχουμε όμως φτάσει ακόμα στο σημείο όπου οικονομικές καταστροφές, πληθυσμιακές και κοινωνικές ανακατατάξεις θα προκαλέσουν τη μεταβολή των πολιτικών και ιδεολογικών δεδομένων, στον ιστό των οποίων εκόντες άκοντες θα εμπλακούμε, αναγκασμένοι να δράσουμε.
Ζώντας τόσο χρόνια σε ευμάρεια, ή προσφέροντάς μας το σύστημα την υπόσχεση για κατάκτησή της, μάθαμε να μην υποφέρουμε, να μη δεχόμαστε τον κίνδυνο ή την ανέχεια ως φυσιολογικές παραμέτρους της καθημερινής ζωής και να φοβόμαστε σχεδόν με οτιδήποτε νέο και ανεξέλεγκτο μπορούσε να προκύψει στη ζωή μας και να επιδείνωνε τους υλικούς όρους διαβίωσης.
Η αδυναμία μας και απροθυμία μας να αντιμετωπίσουμε τους κραδασμούς στο επίπεδο ανοχής και αντοχής των δομών του συστήματος, που αναπόφευκτα θα προέλθουν από τη μετωπική μας σύγκρουση με την καρδιά του συστήματος αν αντιδράσουμε μαζικά και οργανωμένα, εξασφαλίζουν τα περιθώρια ασφαλείας που επιτρέπουν τους ντόπιους και ξένους κυβερνώντες να μας οδηγούν σχεδόν άφοβα στην εξαθλίωση
Κι εξάλλου, πως είναι δυνατό μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να αποκτήσουμε συνείδηση της ταξικής μας θέσης και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας, όταν μάλιστα διανοούμενοι όπως ο Κ. Βεργόπουλος χαρακτηρίζοντας μεταφυσική όλα αυτά για μετασχηματισμό της κοινωνίας που συνεχίζει να ευαγγελίζεται η κομμουνιστική θεωρία, στην πραγματικότητα φαίνεται να θέλει να αφοπλίσει τις εργατικές τάξεις στερώντας τους την πίστη για να αγωνιστούν;
Αν η πίστη για αλλαγή της κοινωνίας δεν είναι παρά μεταφυσική, τότε δεν έχει νόημα ούτε και ο αγώνας, με την πάνω από δίμηνη απεργία των εργαζόμενων στην ελληνική χαλυβουργία;
Όλη η εξέλιξη ενός αγώνα εξαρτάται από τις επιλογές αυτών που αγωνίζονται και την πίστη τους στον αγώνα που κάνουν.
Και αυτός ο αγώνας δεν είναι μεταφυσική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου