Σχεδόν δεκαοκτώ μήνες εξουσίας και ο Γ. Παπανδρέου με την κυβέρνησή του πέρα από τις γενικόλογες διακηρύξεις, στις οποίες περισσεύουν οι υποσχέσεις για μελλοντική ευημερία,, που περισσότερο συσκοτίζουν παρά διαφωτίζουν τους σκοπούς του, συνεχίζει να φαίνεται πως έχει ως έργο του, και στην πραγματικότητα το καταφέρνει, να ρυθμίζει τις συγκρούσεις μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων, με τη συμφωνία μάλιστα των ίδιων, έχοντας σταθερό κι αμετάβλητο στόχο την εφαρμογή της κυριαρχούσας πολιτικής και οικονομικής αντίληψης. Χρησιμοποιεί την πολύπαθη και ιδεολογικά φορτισμένη λέξη «μεταρρύθμιση» και ευαγγελίζεται αλλαγές που εμπίπτουν στις απαιτήσεις της νέας κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας. Το καινοτόμο στοιχείο στις μεταρρυθμίσεις του είναι ότι αυτές δεν ακολουθούν απλώς τις επιταγές των οικονομικών και πολιτικών κέντρων εξουσίας (Βρυξέλλες και βέβαια Ουάσιγκτον ), αλλά μάλλον εξελίσσονται παράλληλα, αν δεν προηγούνται μάλιστα (η Ελλάς ένα είδος πειραματικού εργαστηρίου;) επιδεικνύοντας ζήλο νεοφώτιστου.
Δεκαοκτώ μήνες τώρα δεν έγινε δυνατόν ν΄ αναπτυχθεί ένας ισάξιος αντίπαλος λόγος από πολιτικούς, διανοούμενους, εργαζόμενους.
Βέβαια, εδώ και μια εικοσαετία έχει ξεκινήσει από κόμματα, πολλούς δημοσιογράφους και διανοούμενους, μια προσπάθεια να πειστεί ο λαός ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί κάθε προσπάθεια συγκρότησης μιας εναλλακτικής πρότασης ενάντια στην παρούσα ηγεμονική τάξη πραγμάτων, με συνέπεια να καθαγιαστεί η συναίνεση, να αμβλυνθούν οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αριστεράς και δεξιάς και να εμπεδωθεί η αντίληψη ότι δεν υπάρχει δυνατότητα μεταβολής.
Δεν παραλείπουν βέβαια όλοι, και ιδιαίτερα οι κυβερνώντες, να μιλούν για τη δημοκρατία και τον αυξανόμενο ρόλο του απλού ανθρώπου στις κρατικές υποθέσεις και τις δυνατότητες που έχουν οι μάζες να εισβάλλουν στον κλειστό κύκλο εξουσίας ( όρα «διαβούλευση» και μάλιστα ηλεκτρονική) Με μια υποσημείωση όμως που δεν λέγεται, αλλά εφαρμόζεται. Επειδή πια δεν φαίνεται δυνατός ο αποκλεισμός των μαζών από την πολιτική, επειγόντως οι μάζες θα πρέπει να χειραγωγούνται, χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Η οργάνωση και οι δραστηριότητες των αντιδρώντων πρέπει να αναγνωριστούν, ακόμα και να επιδοκιμαστούν, προκειμένου να δαμαστούν
Έτσι, εμφανίζονται ως καθολικά αποδεκτές αλήθειες οι πολιτικές επιλογές και ενέργειες της κυβέρνησης, που εφαρμόζει το περίφημο μνημόνιο, το οποίο υπέγραψε και επέβαλλε με τις δέουσες δημοκρατικές διαδικασίες. Είναι λοιπόν πολύ δυσκολότερο να ανατραπούν αυτές οι επιλογές όταν οι κυβερνώντες επικαλούνται εθνικό συμφέρον ή μακροπρόθεσμο όφελος των κοινωνικά ασθενέστερων, όταν μάλιστα δεν υπάρχει μια γενικότερη θεωρία που να ερμηνεύει την υπάρχουσα πολιτικοκοινωνική κατάσταση.
Στα πλαίσια αυτά, ο πρωθυπουργός, επιδιώκοντας διακαώς τη λαϊκή υποστήριξη και ανοχή, χρησιμοποιεί όλο και προοδευτικότερες ταμπέλες για την περιγραφή των επιλογών του. Οι ταμπέλες όμως «μεταρρύθμιση», «προοδευτικό» «σοσιαλιστικο», κρύβουν κάθε φορά και μια νέα φουρνιά από πανομοιότυπα κοινωνικά, υποτίθεται, μέτρα που μεταστρέφονται στα πια αντιδραστικά.
Όσοι όμως δεν τηρούν παθητική στάση ούτε είναι πρόθυμοι να υπακούσουν στα κελεύσματα των παραδοσιακών θεσμοθετημένων οργάνων διεκδίκησης (όπως π.χ συνδικαλιστικών οργανώσεων) και οι δράσεις και ενέργειες των οποίων δεν μπορούν να αφομοιωθούν, δεν ταιριάζουν στο σχήμα της επίσημης πολιτικής, ακόμα κι αν αυτοαποκαλείται σοσιαλιστική, και πρέπει να αναχαιτιστούν εν τη γενέσει τους. Κι αυτό αποδείχτηκε με την αντίδραση της επίσημης κυβέρνησης στη δράση αυτών που δεν πληρώνουν διόδια, εισιτήρια κλπ. και των ιδεολογικών συνοδοιπόρων τους, για να θυμηθούμε εκφράσεις περασμένων δεκαετιών. Ξεκίνησαν με τη συκοφαντία και την υπογράμμιση της αναγκαιότητας της τήρησης της νομιμότητας και προσπάθησαν να αυστηροποιήσουν το ποινικό πλαίσιο αν και υποχώρησαν τελικά (ένδειξη φόβου για επέκταση των αντιδράσεων;)
Συμβολικές ενέργειες και αντιδράσεις δεν πτοούν την πολιτική εξουσία, μάλλον τη διευκολύνουν να περάσει το προφίλ της δημοκρατικής κυβέρνησης κι έτσι να πείσει για τις καλές προθέσεις της ευκολότερα. Οι φλύαρες και γεμάτες αδράνεια κινήσεις συνδικάτων και πολιτικών κομμάτων, οι συνεχείς συζητήσεις, διαφωνίες, υποψίες, δεν φοβίζουν πια.
Αυτό που φοβίζει την κυβέρνησή μας και κάθε δημοκρατική κυβέρνηση της Δύσης είναι οι ενέργειες που θα μπορούσαν να παρακωλύσουν την ανάπτυξη της απολιτικής και ανιστορικής κοινωνίας που εδώ και είκοσι χρόνια προσπαθούν φιλότιμα να διαμορφώσουν όλα τα κέντρα εξουσίας. Όταν αναφέρονται οι «έγκριτοι» αναλυτές, δημοσιογράφοι σε δράσεις της πολιτικής εξουσίας περιπτωσιολογούν ή προσωποποιούν ( «λάθος» η ενέργεια του υφυπουργού εσωτερικών, «εκρηκτική» η προσωπικότητα του αντιπροέδρου της κυβέρνησης) αφήνοντας στο περιθώριο και στο σκοτάδι κάθε πολιτική ανάλυση που θα μπορούσε να αναδείξει συμφέροντα, σκοπιμότητες και αιτίες που διαχωρίζουν πια ταξικά τους ανθρώπους κι όχι προσωπικά η το πολύ συντεχνιακά.
Γιατί στην πραγματικότητα αυτό φοβούνται. Μήπως η συνειδητοποίηση των κοινών συμφερόντων συνεγείρει μεγάλες μάζες και αντιδράσουν. Προς το παρόν συκοφαντώντας τη μια κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης καταφέρνει η κυβέρνηση να κάνει αποδεκτά τα κοινωνικοοικονομικά μέτρα. Μια κοινωνία που εθίστηκε να επαναπαύεται στις κοινωνικές κατακτήσεις προηγούμενων δεκαετιών και εξελίχτηκε ζώντας μέσα στον φόβο, μήπως και χάσει τη βολή της, πολύ δύσκολα θα κινητοποιηθεί πριν φτάσει ο κίνδυνος στην πόρτα της. Ο σκεπτικισμός, το πνεύμα της σύνεσης και του συμβιβασμού μας έχει τους περισσότερους κυριεύσει, κάνοντάς μας ανίκανους να αντιδράσουμε πραγματικά, όχι συμβολικά.
Η αντίδραση του «δεν πληρώνω» παίρνοντας ολοένα και πιο συλλογική μορφή τους φοβίζει. Όχι αυτή καθαυτή η ενέργεια και οι δήθεν φοβερές επιπτώσεις της και μάλιστα στα λαϊκά στρώματα (διαφεύγουν έσοδα που θα κληθεί να πληρώσει η φτωχολογιά εν ολίγοις). Αυτό που φοβίζει είναι ότι συνενώνει σε κάτι κοινό και μάλιστα μη ελεγχόμενο, μεγαλύτερες μάζες ανθρώπων. Ο κυριότερος εχθρός της κάθε εξουσίας είναι το συλλογικό πάθος. Είναι αυτό που μπορεί να ενώσει πολλούς και να τους κάνει να πάψουν να φοβούνται. Γι’ αυτό βάλθηκαν όλοι όψιμα να υπερασπιστούν τη νομιμότητα και να αναλύουν τα αντικρουόμενα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων.
Δεν γνωρίζουμε τη δύναμή μας. Ακόμη και δίχως μάχη, με τα χέρια σταυρωμένα, αν όλοι μαζί πούμε ΟΧΙ καμιά πολιτική ή οικονομική εξουσία δεν αποκτά δύναμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου