Πολύς ο λόγος και η δημοσιότητα για την απόφαση του
δημοτικού συμβουλίου της Πάτρας να αφαιρέσει από τα σχολεία πινακίδες που διαφημίζονταν τράπεζες ως χορηγοί του προγράμματος «Μαριέττα
Γιαννάκου» που ανακαινίζει και αναβαθμίζει σχολεία. Από τον κυβερνητικό
εκπρόσωπο Π. Μαρινάκη που απέδωσε την απόφαση αυτή στην ιδεοληψία του δήμαρχου
Πάτρας Κ. Πελετίδη μέχρι το δημοσιογράφο
Κ. Παπαχλιμίντζο στην ΕΤ1 με τις εξυπνακιαδίστικες ατάκες να προτείνει ο δήμαρχος λίστα αυτών που επιτρέπεται να
κάνουν χορηγίες, κοινός παρονομαστής είναι η απαίτηση για έκφραση ευγνωμοσύνης
για τις δωρεές και χορηγίες επιχειρήσεων και ομίλων που χρηματοδοτούν δημόσια
αγαθά Κι
αναρωτιέται κανείς πόσο αυτή η αντίληψη απέχει από εκείνη του 19ου αιώνα, που
εύρισκε τη λύση για τις άθλιες συνθήκες που ο καπιταλισμός επεφύλασσε στην
εργατική τάξη στη φιλανθρωπία των βικτωριανών βιομηχάνων. Δύο αιώνες από την
εποχή του Ντίκενς, που τα κοινωνικά προβλήματα πιστεύονταν ότι λύνονται ή
τουλάχιστον βελτιώνονται από τον καλοσυνάτο
πλούσιο που δίνει γαλοπούλες τα
Χριστούγεννα στους φτωχούς, ο κυβερνητικός λόγος και ο υποστηρικτικός της, και
όχι μόνο στην Ελλάδα, υποστηρίζει τις καινούργιες μορφές φιλανθρωπίας για να
καλύψει την κοινωνική ανισότητα.
Στη σύγχρονη
εποχή γίνεται λόγος για εταιρική κοινωνική ευθύνη, με τις επιχειρήσεις, τις πολυεθνικές
να κάνουν δωρεές, ενώ απομυζούν τους υπαλλήλους τους, με τις τράπεζες να
χρηματοδοτούν κοινωνικά προγράμματα, ενώ βγάζουν σε πλειστηριασμούς τα σπίτια
των οικονομικά αδύναμων.
Σε μια
εποχή που το εργατικό κίνημα ψάχνει να ξαναβρεί το βηματισμό του σ’ ένα
καπιταλιστικό περιβάλλον που επιδιώκει πάντα και παντού κερδοφορία, με το
κοινωνικό κράτος να έχει διαλυθεί, η παιδεία, υγεία, πολιτισμός υποχρηματοδοτούνται,
παρόλη τη φορολογία των εργαζομένων. Η πρακτική λοιπόν της χορηγίας έρχεται, όχι βασικά να επιλύσει,
αλλά να εξωραϊσει σειρά ζητημάτων που αφορούν κυρίως στην εξεύρεση των
οικονομικών πόρων για δημόσια αγαθά από δωρεές
χορηγών. Μόνο που αν εστιάσουμε λίγο πιο
προσεκτικά στη χορηγία, μάλλον θα εντοπίσουμε όψεις που της προσδίδουν μια
αρνητική χροιά και μονιμοποιούν τις σχέσεις εξάρτησης από τους χορηγούς.
Γιατί
και η χορηγία δεν είναι παρά μια σχέση συναλλαγής, αν και οι όροι της δεν είναι
πάντα εμφανείς. Μια τέτοιας μορφής οικονομική στήριξη παροχής δημόσιων αγαθών
θεωρείται τις τελευταίες δεκαετίες σχεδόν αναγκαία, αφού η μειωμένη κρατική τους
χρηματοδότηση είναι από τα πρώτα μέτρα που λαμβάνονται στις καπιταλιστικές μας δημοκρατίες
για χάριν υποτίθεται της ανάπτυξης.
Ακόμα όμως κι αν αποκρύπτονται οι υπόγειες στοχεύσεις των χορηγών, με όρους που
δεν είναι διαυγείς και με κίνητρα αδιευκρίνιστα, σίγουρα έχουν θετικό αντίκτυπο
για την επιχείρηση οι φοροαπαλλαγές, η προβολή ενός κοινωνικού προφίλ της χορηγού
επιχείρησης, η διασημότητα που αποκτά ο χορηγός και το αναβαθμισμένο κοινωνικό
του προφίλ. Κι επειδή οι επιχειρήσεις φυσικά
δεν δίνουν σχεδόν ποτέ χρήματα υπό μορφή χορηγίας με κριτήρια εξωοικονομικά,
δηλ. ηθικά ή κοινωνικά, αλλά βασικό τους κίνητρο είναι το οικονομικό, με τις χορηγίες
το πιο πιθανό είναι να δημιουργούνται εξαρτήσεις, ώστε να χρησιμοποιούνται ως μοχλό
πίεσης στην κρατική εξουσία. Όσο μάλιστα αυξάνει η εξάρτηση μέσω χορηγιών της προσφοράς
δημόσιων αγαθών τόσο αυξάνει και η αδυναμία πραγματοποίησης μακροχρόνιου
σχεδιασμού, εφόσον οι χορηγίες συνήθως ορίζονται σε βραχυχρόνιο διάστημα χωρίς συνέχεια.
Εξάλλου η εξάρτηση της παροχής δημόσιων αγαθών από αποφάσεις του
επιχειρηματικού κόσμου δεν οδηγεί παρά σε έναν ανταγωνισμό, με αύξηση της πιθανότητας άσκησης πιέσεων και
εκβιαστικών πρακτικών, όπου αυτοί που
παίρνουν τελικά τις αποφάσεις δεν έχουν ούτε απαραίτητα τη γνώση ή το ενδιαφέρον για
ζητήματα που πρέπει να λυθούν. Είναι ενδεικτικά τα περιστατικά με την πτώση σοβάδων και θερμοσίφωνα σε σχολεία της Ηγουμενίτσας
που είχαν ενταχθεί στο πρόγραμμα ανακαίνισης σχολείων «Μαριέττα Γιαννάκου»
Τελικά, η σύγχρονη πρακτική της χορηγίας, ως
διελκυστίνδα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, με τη μορφή του εταιρικού, στην
πραγματικότητα αντιμετωπίζει και τα δημόσια αγαθά ως μια ακόμα αγορά. Συγχρόνως
βέβαια μετασχηματίζεται το οικονομικό
κεφάλαιο σε κοινωνικό, που θα συμβάλει στην περαιτέρω συσσώρευση οικονομικού
κεφαλαίου. Κι αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα κρίσιμο για επιχειρήσεις που
δραστηριοποιούνται σε πεδία με κακή φήμη, όπως οι τράπεζες.
Το αξιοσημείωτο
είναι ότι με τις δωρεές στην παιδεία, αυτά
τα ψίχουλα ελεημοσύνης από τα αμέτρητα κέρδη τους, οι τράπεζες αναδεικνύουν κοινωνική δράση που βοηθά
στη δημιουργία του ανθρωπιστικού τους προφίλ. Κι έτσι μπορεί να αξιοποιηθεί η όποια αίγλη από τη σύνδεση με
την παιδεία, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια σειρά συμβολικών και άυλων
πλεονεκτημάτων, φήμη, εξασφάλιση εμπιστοσύνης του κοινού, με μακροπρόθεσμα
οικονομικά οφέλη. Οι τράπεζες επιδιώκουν την ενσωμάτωση στην στρατηγική τους της
μέριμνάς τους για την παιδεία αλλά και τον πολιτισμό, σε μια προσπάθεια
προσέγγισης των καταναλωτών στον απόηχο της οικονομικής κρίσης και της κακής τους φήμης με την
ανακεφαλαιοποίησή τους εις βάρος των εργαζομένων.
Κάπως έτσι λοιπόν η ανάδειξη των εταιρειών ως χορηγών
σηματοδοτεί και την αλλαγή στην πρόσληψη των επιχειρήσεων από αποδιοπομπαίους
τράγους σε ιερές αγελάδες, που μόνο προσφέρουν στην κοινωνία, γιατί η ευημερία της
εξαρτάται απ’ αυτές. Οι χορηγίες
γίνονται το όχημα δημόσιων σχέσεων για τις επιχειρήσεις που αποκτούν κοινωνική
ορατότητα και τοποθετούνται και στην αγορά της κοινωνικής προσφοράς, με τους εργαζόμενους να πρέπει να είναι και ευγνώμονες γι’ αυτές τις χειρονομίες καλοσύνης. Που δεν είναι όμως παρά ελεημοσύνες με
λογότυπο.