Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ

 

Στην Επίδαυρο, στην  παράσταση της Ορέστειας σε σκηνοθεσία  Θ. Τερζόπουλου, μετά το τέλος της μια παλαιστινιακή σημαία ανοίχτηκε από τους θεατές στο κοίλο του αρχαίου θεάτρου που άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά το σύνθημα για Λευτεριά στην Παλαιστίνη. Μετά δυο μέρες ο Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος έσπευσε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του με μια ανακοίνωση διαμαρτυρίας, γιατί σε ένα χώρο «παγκόσμιου πολιτισμού, πομπό οικουμενικών μηνυμάτων ειρήνης και συμφιλίωσης» ακούστηκε το  συγκεκριμένο σύνθημα επικρίνοντας τους θεατές που δεν ζήτησαν λευτεριά για τους 120 ισραηλινούς ομήρους, επαναλαμβάνοντας την κατηγορία του αντισημιτισμού. Από κοντά κάποιοι δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, λογοτέχνες κλπ. θεώρησαν υποχρέωσή τους να εκφράσουν εμμέσως και πλαγίως ταύτιση απόψεων με το ΚΙΣ, είτε απαξιώνοντας την ίδια την παράσταση για  τον πολιτικό σχολιασμό που ο ίδιος ο σκηνοθέτης εισήγαγε στο τέλος του έργου είτε επικρίνοντας τις αντιδράσεις των θεατών που φώναξαν για λευτεριά στην Παλαιστίνη.
          Επομένως, από την  πολιτική  απήχηση που είχε αυτό  το ανέβασμα της τραγωδίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατάφερε να ανανεώσει την επαφή της με συλλογικές πραγματικότητες της πολιτικής ζωής όπως στα χρόνια της ακμής της.  
         Πενήντα χρόνια από την εισβολή στην Κύπρο, εν μέσω δύο ιμπεριαλιστικών πολέμων με εμφανή εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης, με τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας να έχει εκπέσει στο επίπεδο  «μεροδούλι- μεροφάι», το ανέβασμα μιας τραγωδίας στη σκηνή γίνεται αντικείμενο διαμάχης που ξεφεύγει από τα όρια της καλλιτεχνικής κριτικής. Η τραγωδία σαν να ξαναβρίσκει κάποιο από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της όταν άκμαζε, τότε που πρωτοπαρουσιάστηκε η Ορέστεια το 458 π.Χ. Και το αρχαίο ελληνικό θέατρο γίνεται το παράδειγμα για εκείνη την αντίληψη που περιμένει από την τέχνη κάτι επιπλέον εκτός από την καθαρή αισθητική απόλαυση, που θέλει ο καλλιτέχνης να είναι και πολίτης, συντονισμένος με  την πολιτικοκοινωνική  πραγματικότητα.
        Γιατί και η τραγωδία στα ογδόντα χρόνια της ακμής της δεν ήταν μόνο μια  μορφή τέχνης. Ήταν ένας κοινωνικός  θεσμός που εισήγαγε η πόλη με την ίδρυσή τραγικών αγώνων, πλάι στο πολιτικά και δικαστικά της όργανα. Εμφανίζεται  έτσι ριζωμένη στην κοινωνική πραγματικότητα, χωρίς να σημαίνει ότι είναι και η αντανάκλασή της, αλλά μάλλον την εξετάζει και προβληματίζεται γι’ αυτήν.
         Κάθε τραγικό θέμα είναι θέμα μιας σύγκρουσης. Η σύγκρουση ενός ανθρώπου, ενός ήρωα με ένα εμπόδιο που θεωρείται και είναι ανυπέρβλητο, ενός αγωνιστή που τις περισσότερες φορές δίκαια ή άδικα συντρίβεται.  Οι ήρωες που αναλαμβάνουν αυτό τον αγώνα κάνουν λάθη, το πάθος τους τυφλώνει πολλές φορές, είναι παράφοροι και βίαιοι. Όλοι όμως έχουν μεγάλες ανθρώπινες αρετές, αξιοπρέπεια, θάρρος, έρωτα για τη δικαιοσύνη, αγάπη για τον τόπο τους, φρόνημα υψηλό.  Διαπιστώνεται σ’ αυτόν τον αγώνα η αδυναμία του ανθρώπου, συγχρόνως όμως  και η ελευθερία του, αφού ο τραγικός ήρωας κι όταν περιέλθει σε τραγικό αδιέξοδο, παραμένει πάντα κύριος της ίδιας του της αντίδρασης.
          Η πάλη του τραγικού ήρωα με τη Μοίρα, εκφρασμένη  στη γλώσσα του μύθου, δεν είναι παρά η πάλη που έκανε ο λαός, από τον 7ο ως τον 5ο αιώνα, για να ελευθερωθεί από τις κοινωνικές πιέσεις που τον δυνάστευαν ακόμα τη στιγμή που γεννιέται η τραγωδία. Το αίτημα για θεία δικαιοσύνη είναι κυρίαρχο, γιατί ο αθηναϊκός λαός φέρει μέσα στη σάρκα του τις πληγές του αγώνα που ανάλαβε και που διεξάγει ακόμα για την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Στο όνομα της δικαιοσύνης, ο αθηναϊκός λαός εξακολουθεί να αγωνίζεται σκληρά στον τομέα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής ενάντια στου κατέχοντες που είναι συγχρόνως και κυβερνήτες του, για να τους αποσπάσει  την πλήρη ισότητα δικαιωμάτων των πολιτών, αυτό που θα ονομάσει δημοκρατικό πολίτευμα. Η τραγωδία λοιπόν κάνει την εμφάνισή της προς το τέλος αυτού του αγώνα. Στο  παμπάλαιο αγώνα του αθηναϊκού λαού για ελευθερία,  πολιτική ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, έρχεται και εντάσσεται στην πιο λαοφιλή γιορτή της Αθήνας η παράσταση του άλλου αγώνα, του αγώνα του ήρωα που παλεύει με τη Μοίρα και που αποτελεί το τραγικό θέμα, σαν απόδειξη δοκιμασιών που ο άνθρωπος μπορεί να υποστεί χωρίς λύση και χωρίς συνδρομή.  
          Η τραγωδία συνενώνει μέσα στο λαό που την παρακολουθεί με μια καρδιά όλες τις αγωνιστικές δυνάμεις που έχει μέσα του,  προορισμένη να τον τέρψει και διαπαιδαγωγήσει. Αυτόν τον  λαό που τον ένωσε και ανύψωσε η εμπειρία των περσικών πολέμων. Τότε  που εγκατέλειψε την πόλη του η οποία αφέθηκε στα χέρια των θεών όταν απειλήθηκε από τους βαρβάρους  και αυτή σώθηκε, επιβεβαιώνοντας μια προσφιλή ιδέα ότι υπάρχει θεία δίκη. Τότε που ο αθηναϊκός λαός μη περιμένοντας βέβαια τα πάντα από τους θεούς, πολέμησε και αμύνθηκε με αυτοθυσία, έτσι που ενισχύθηκε ο σεβασμός στον ανθρώπινο ηρωισμό, έτσι που το αθηναϊκό κοινό που παρακολουθούσε τους τραγικούς αγώνες να είναι περήφανο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, να αισθάνεται τους συλλογικούς δεσμούς που το δένουν, καθώς ακούει τη φωνή των ποιητών του, που εξηγώντας τους μύθους του παρελθόντος που αντιπροσώπευαν  τότε την ιστορία, τον βοηθούν στον αγώνα του να τη συνεχίσει, ενισχύει την άρνηση να δεχτεί την αδικία και τη θέληση να παλέψει εναντίον της. Εν ολίγοις, η ελληνική τραγωδία είχε  σχεδόν πάντα μια συλλογική και εθνική απήχηση.
          Επομένως και στην Επίδαυρο, μετά από πολύ καιρό,  η  παράσταση της Ορέστειας απέκτησε αυτή τη συλλογική απήχηση, με το σκηνοθέτη να καταφέρνει να αναπτύξει έτσι τα θέματα της τραγωδίας, που δεν τα πρόσφερε βέβαια η επικαιρότητα, ώστε σε μερικά χωρία να προτρέπει το θεατή να κάνει τη συσχέτιση μ’  αυτήν. Κι αν γι’ αυτό ήταν καταλυτικό το πολιτικό σχόλιο του σκηνοθέτη, αυτό περισσότερο οφείλεται στην απομάκρυνση του σύγχρονου θεατή από συλλογικές εμπειρίες, θεωρώντας την παρακολούθηση μιας παράστασης μόνο προσωπική υπόθεση.
          Αντίθετα,  στα χρόνια της ακμής της τραγωδίας ενθάρρυνε αυτή τη συσχέτιση ο εθνικός ή συλλογικός χαρακτήρας  της παράστασης και η σπουδαιότητα της πόλης  στη ζωή των Αθηναίων του 5ου αιώνα σχεδόν την επέβαλλε. Γιατί οι Αθηναίοι συμμετείχαν στη δημόσια ζωή, αποφάσιζαν για τις υποθέσεις του κράτους τους, ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτό,  έκριναν τις πράξεις τους. Και σ’ ένα κράτος  τόσο περιορισμένο η δημόσια ευτυχία ή δυστυχία αντανακλούσε άμεσα στη ζωή του καθενός. Δεν μπορούσαν λοιπόν να είναι αδιάφοροι για ζητήματα που άγγιζαν τη δημόσια ζωή.
          Γι’ αυτό και κατανοούσαν έναν από τους πιο σκληρούς, αλλά πιο βέβαιους νόμους της ζωής, ότι κανένας μας δεν είναι μόνος στον κόσμο, με άθικτη την ευθύνη του. Υπάρχουν σφάλματα για τα οποία η εξάρτησή μας από μια γενιά ή μια κοινότητα μας κάνει συνυπεύθυνους, γινόμαστε συνεργοί ακόμα και για σφάλματα άλλων αν δεν έχουμε τη δύναμη να τ’ απορρίψουμε. Το αποτέλεσμα είναι πως κάθε ανθρώπινο διάβα προεκτείνεται και προκαλεί σειρά απηχήσεων, που του δίνουν τη σοβαρότητά του και το τραγικό του νόημα. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο με τις μυστηριώδεις αναλογίες, η πράξη του ανθρώπου που γίνεται αιτία να χυθεί αίμα, δεν περιορίζεται στον προσωπικό ή οικογενειακό ορίζοντα, προεκτείνεται στο χώρο και το χρόνο.
           Έτσι  στον πόλεμο στην Παλαιστίνη, κάθε πράξη βίας, αρχή γενομένης με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, γεννά αλυσιδωτές πράξεις βίας, όπως σε κάθε πόλεμο. Με συνέπεια,  οι συνεχείς επαναλήψεις των Ισραηλινών που αιτιολογούν τη γενοκτονία των Παλαιστινίων με την εκτέλεση και  ομηρία συμπατριωτών τους και οι συνεχείς δικαιολογίες  της Δύσης, που γνώρισε και το διαφωτισμό, για τις θηριωδίες του κράτους του Ισραήλ  σαν αυτοάμυνα του, να εκτοξεύουν τον πολιτισμένο κόσμο μας  πίσω, στο μυθικό κόσμο της βίας και του τρόμου.
          Στην Ορέστεια όμως ο Αισχύλος μέσα σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο προβάλλει το αίτημα για δικαιοσύνη. Ο κόσμος που περιγράφεται με τη μορφή του μύθου κινείται μέσα στο φόβο και τη βία, μια αλυσίδα φόνων που ο ένας προκαλεί τον άλλο. Σκοτώνουν και σκοτώνονται, σαν θηρία που αλλησπαράσσονται, κραυγάζουν από φόβο. Το χυμένο αίμα δεν εξαλείφεται, οι νεκροί επιστρέφουν, οι άνθρωποι γίνονται λεία εφιαλτών και οπτασιών. Μ’ αυτόν τον άγριο κόσμο συνδέει με το πολιτικό του σχόλιο ο σκηνοθέτης το νέο μας κόσμο, των χρηματιστηρίων, των χιλιάδων νεκρών και προσφύγων, έναν κόσμο όμως που δεν φαίνεται να ζητά καμιά δικαιοσύνη.
         Αντίθετα,  στην τραγωδία, μέσα  από την αγωνία και τον τρόμο του μύθου, μέσα σε όλες αυτές τις τρομερές δυνάμεις αναζητούνται τα ίχνη και τα σημάδια μιας δικαιοσύνης ανώτερης, μιας αρμονίας που δίνει στο έργο του Αισχύλου μια επιπλέον διάσταση, που μεγαλώνει την αξία κάθε γεγονότος και λέξης, που κάνει την τραγωδία να υψώνεται πάνω από το σύγχρονο και να φτάνει μέχρι τις μέρες μας, με το ίδιο αίτημα.  Και ο θρήνος της Κασσάνδρας που προμάντευε για το αίμα που θα χυθεί στο οίκο των Ατρειδών, το θρηνητικό τραγούδι για την απανθρωπιά του ανθρώπου και για τη σπατάλη της ανθρώπινης ζωής  που βρήκε στο σήμερα  την έκφρασή του  με το αράβικο μοιρολόι με όλα τα συμφραζόμενά του,  μοιάζει να συμπυκνώνει αδιάσπαστη την καμπύλη της τραγωδίας από τότε μέχρι τώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: