Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΩΔΙΑ

 

Και η δημοκρατική μας Δύση  βρήκε θέμα για κατανάλωση στις συζητήσεις της, χωρίς να είναι αναγκασμένη ούτε να αποκαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο ούτε να παίρνει θέση. Η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων στο Παρίσι έδωσε πάλι μια αφορμή για κοκορομαχίες ανάμεσα σε μια συντήρηση και έναν προοδευτισμό που εναγωνίως, την τελευταία ιδίως εικοσαετία, αναζητούν περιεχόμενο που να δικαιολογεί την ονομασία τους.
          Σε κάθε τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, κάθε κράτος που αναλαμβάνει τη διεξαγωγή τους βλέπει μια ευκαιρία να δείξει τη δύναμή του, να αναδείξει τα ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία που διαμόρφωσαν την εικόνα της χώρας διεθνώς. Και η τελετή του Παρισιού είναι μέρος αυτής της τάσης των διοργανωτών να παρουσιάσουν, σε ένα μεγαλοπρεπές σώου,  ιστορίες της χώρας τους όπως επιθυμούν να την δείξουν και όχι όπως πραγματικά είναι.  Αυτό λοιπόν που εν ολίγοις φέτος  η τελετή έναρξης ήθελε να αφηγηθεί, με εικόνες και σύμβολα από μια παλέτα ιστορικών αναφορών που εντυπωσιάζουν, ήταν μια ιστορία της Γαλλίας  ενωτική, χαρούμενη, ποικιλόμορφη, ανεξάρτητα αν ανταποκρινόταν πάντα στην πραγματικότητα,  που δεν ξέφευγε βέβαια από το μοντέλο του κόσμου που ευαγγελίζεται η Δύση, για να κρύψει τα εγκλήματά της κάτω από ύμνους για τις δημοκρατικές, ανθρωπιστικές και αστικές αξίες.           
          Ήταν μια εορταστική τελετή που ήθελε να υπερτονίζει τη χαρά της συνεύρεσης  στις διαφορές μας, τις οποίες περιόριζε στις έμφυλες, και τραγουδούσε για μια αγάπη σε όλους τους τόνους, σε όλα τα είδη και τα στυλ, που αγκαλιάζει τα πάντα, υποτίθεται χωρίς καμιά διάκριση, ενσωματώνοντας όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους που επέμεναν οι διοργανωτές να τους εικονογραφούν, κατά πλειοψηφία, ως φιγούρες queer, επιμελώς αποφεύγοντας πάντα ταξικές αναφορές και κοινωνικές διακρίσεις, με την εξαφάνιση των φτωχών. Και πάλι για να  θριαμβεύει  ένας   ιδεαλισμός  που, επιστρέφοντας από το παράθυρο, αγνοεί κι εκμηδενίζει τις υλικές βάσεις παραγωγής που καθορίζουν τη ζωή μας.
         Γι’ αυτό και η τελετή  αυτό που  κατάφερε να κάνει, ήταν από τη μια να ανατριχιάσει την ακροδεξιά  για τις εντελώς queer και LGBT συμπάθειες, βρίσκοντας ένα σημείο διαφοροποίησης της μ’ αυτήν  και από την άλλη να προκληθούν κάποιες διαμαρτυρίες από  θρησκευτικούς κύκλους. Κι έτσι ορίζοντας τις  διαχωριστικές γραμμές της συντήρησης και προοδευτικότητας η κυρίαρχη εξουσία ελέγχει το πεδίο αντιδράσεων και επιδοκιμασιών. Και γι’ αυτό οι  αντιρρήσεις και ο θυμός δεν ήταν επειδή όλα αυτά ήταν υπό την υψηλή αιγίδα της Louis Vuitton και της Coca-Cola, δεν ήταν επειδή το Παρίσι  ήταν μπλοκαρισμένο και άδειο από τους κατοίκους του, δεν ήταν για  τα τεράστια χρήματα που κοστίζουν όλες αυτές οι τελετές, δεν ήταν για τις ιδέες που δίνουν ιδεολογικά άλλοθι και νομιμοποιούν ανάλγητες πολιτικές.
          Όλα παρουσιάζονται τακτοποιημένα, με  τις διαφωνίες, επιδοκιμασίες  και εντάσεις,  σε μια τελετή που διαλαλεί ότι γιορτάζει τις  γυναίκες, τη διαφορετικότητα, την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφότητα, την ομαδικότητα, τον αθλητισμό, τη γιορτή, την αλληλεγγύη, την αιωνιότητα, κρύβοντας επιμελώς φτώχεια και ρατσισμό πίσω από φτερά και πούπουλα. Kαι αν το όλο κλίμα θυμίζει την ταινία του Λάνθιμου, «Poor Things», με την εικονοπλαστική πανδαισία της, το χιούμορ της που ταυτιζόταν με τη φάρσα, τις εντυπωσιακές στυλιστικές λύσεις, τους διαχεόμενους προβληματισμούς με πάντα επίκεντρο την ταυτότητα, είναι ότι έχουν κοινό τη μεταγραφή σε διαφορετικά ομοιώματα τέχνης της ίδιας ιδεολογίας, του ίδιου πνεύματος που εκφράζει την κυρίαρχη τάξη.
         Αυτή η  τελετή με προκλητικό πολλές φορές  τρόπο ήθελε να διαλαλεί την ανεκτικότητα και τον αντικομφορμισμό της, επιδεικνύοντας τη συμφιλίωση των διαφορετικοτήτων,  σε πολλά σημεία παρωδώντας τα. Τα πάντα «χύμα στο κύμα», ένα ομολογουμένως εντυπωσιακό θέαμα,  υπό την σκέπη της κυρίαρχης ιδέας της συμπερίληψης, σε μια χώρα που το πολιτικό πλαίσιο, με τις τελευταίες εκλογές, υπογραμμίζει την έντονη σύγχυση πολιτικής ταυτότητας που διχάζει τη χώρα. Τελικά βέβαια κι αυτή η συμπερίληψη καταλήγει μονοδιάστατη, περιοριζόμενη σε όλες τις εκδοχές των άπειρων φύλων και συμπεριφορών, με επιβολή των νέων στερεότυπων queer,  ενώ  ο αντικομφορμισμός οδηγεί είτε σ’ έναν κυνισμό που επιδιώκει την πρόκληση, όπως η παρωδία του Μυστικού Δείπνου με drag queens,  είτε σε μια ριζοσπαστικότητα  που παραμένει σε συμβολικό επίπεδο με τις αμφισημίες του, όπως η εικόνα του Conciergerie με τη θεαματική κόκκινη αποκεφαλισμένη γυναίκα. Η εκ των άνω επιβαλλόμενη παρωδία αυτοαναιρείται,  παραβιάζοντας ανοιχτές θύρες, γιατί η σύγχρονη εξουσία δεν εξαρτάται από  το φόβο του θεού για να επιβληθεί ούτε από την απειλή της γκιλοτίνας για να γίνει αυταρχική.
           Κι επειδή δεν ήταν μια επαναστατική τελετή, γι’ αυτό και οι  επιθέσεις από την άκρα δεξιά, η οποία στηλιτεύει την τελετή, είναι τόσο κοινότοπες και περιορισμένες. Ακόμα και η προκλητικότητα και η ασέβεια  που επισημάνθηκε  στην παρωδία του  Μυστικού Δείπνου με drag queens και που έκανε τους καθολικούς να ουρλιάζουν, μοιάζει να μην είναι τίποτε παραπάνω από μια επίδειξη εκκεντρικότητας, ακόμα και θράσους,  για να εντυπωσιάζει, υποκρινόμενη προοδευτικότητα.   Κι αν επιδιώκεται να τροφοδοτείται  μια διεθνής εικόνα της Γαλλίας μέσα στην ποικιλομορφία και τον εκσυγχρονισμό, όμως τα πολιτικά γεγονότα των τελευταίων ετών δείχνουν πως αυτή είναι πολύ διαφορετική από την πραγματικότητα που οδηγεί την κυρίαρχη εξουσία στην αλιεία ψήφων η οποία είναι πιο άκαμπτη και πιο κοντά στην άκρα δεξιά.
         Οι Ολυμπιακοί αγώνες δεν ξεφεύγουν από το ιστορικό, γεωπολιτικό, κοινωνικό πλαίσιο. Όσες λοιπόν  επικλήσεις στην ειρήνη να κάνουν οι αρχηγοί κρατών, και μόνο η παρουσία, χωρίς καν να έχει περάσει η ιδέα αποκλεισμού της από του Ολυμπιακούς, της ισραηλινής αποστολής που η κυβέρνησή της 10 μήνες τώρα σφαγιάζει έναν ολόκληρο λαό αποδεικνύει την δημαγωγική χρησιμοποίησή τους στην  προπαγάνδα της  κυρίαρχης εξουσίας. Κι αν ο δημαγωγικός λόγος της εξουσίας προωθεί ηχηρά λόγια  περί ολυμπιακού πνεύματος και μιας ζωής ειρηνικής και χωρίς διακρίσεις, αυτά διαψεύδονται κάθε φορά ακόμα και με μια ματιά στις διεθνείς ειδήσεις με τις ποικιλότροπες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της Δύσης ανά τον κόσμο.
         Σ’  αυτό το σώου της έναρξης η μόνη στιγμή που ήρθε στο προσκήνιο η σύγχρονη σκληρότητα της ανεκτικής αστικής μας δημοκρατίας,  έστω και σαν ανάμνηση με συμβολική χειρονομία και σαν παράπλευρη εικόνα,  ήταν όταν η  αλγερινή αντιπροσωπεία περνώντας κάτω από τη γέφυρα Saint Michel, απέτισε φόρο τιμής στη μνήμη των Αλγερινών που δολοφονήθηκαν στις 17 Οκτωβρίου 1961 από τη γαλλική αστυνομία, πετώντας τριαντάφυλλα στο ποτάμι. Η μόνη εμφανής πολιτική στιγμή των Ολυμπιακών Αγώνων.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ

 

Στην Επίδαυρο, στην  παράσταση της Ορέστειας σε σκηνοθεσία  Θ. Τερζόπουλου, μετά το τέλος της μια παλαιστινιακή σημαία ανοίχτηκε από τους θεατές στο κοίλο του αρχαίου θεάτρου που άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά το σύνθημα για Λευτεριά στην Παλαιστίνη. Μετά δυο μέρες ο Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος έσπευσε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του με μια ανακοίνωση διαμαρτυρίας, γιατί σε ένα χώρο «παγκόσμιου πολιτισμού, πομπό οικουμενικών μηνυμάτων ειρήνης και συμφιλίωσης» ακούστηκε το  συγκεκριμένο σύνθημα επικρίνοντας τους θεατές που δεν ζήτησαν λευτεριά για τους 120 ισραηλινούς ομήρους, επαναλαμβάνοντας την κατηγορία του αντισημιτισμού. Από κοντά κάποιοι δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, λογοτέχνες κλπ. θεώρησαν υποχρέωσή τους να εκφράσουν εμμέσως και πλαγίως ταύτιση απόψεων με το ΚΙΣ, είτε απαξιώνοντας την ίδια την παράσταση για  τον πολιτικό σχολιασμό που ο ίδιος ο σκηνοθέτης εισήγαγε στο τέλος του έργου είτε επικρίνοντας τις αντιδράσεις των θεατών που φώναξαν για λευτεριά στην Παλαιστίνη.
          Επομένως, από την  πολιτική  απήχηση που είχε αυτό  το ανέβασμα της τραγωδίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατάφερε να ανανεώσει την επαφή της με συλλογικές πραγματικότητες της πολιτικής ζωής όπως στα χρόνια της ακμής της.  
         Πενήντα χρόνια από την εισβολή στην Κύπρο, εν μέσω δύο ιμπεριαλιστικών πολέμων με εμφανή εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης, με τη μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας να έχει εκπέσει στο επίπεδο  «μεροδούλι- μεροφάι», το ανέβασμα μιας τραγωδίας στη σκηνή γίνεται αντικείμενο διαμάχης που ξεφεύγει από τα όρια της καλλιτεχνικής κριτικής. Η τραγωδία σαν να ξαναβρίσκει κάποιο από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της όταν άκμαζε, τότε που πρωτοπαρουσιάστηκε η Ορέστεια το 458 π.Χ. Και το αρχαίο ελληνικό θέατρο γίνεται το παράδειγμα για εκείνη την αντίληψη που περιμένει από την τέχνη κάτι επιπλέον εκτός από την καθαρή αισθητική απόλαυση, που θέλει ο καλλιτέχνης να είναι και πολίτης, συντονισμένος με  την πολιτικοκοινωνική  πραγματικότητα.
        Γιατί και η τραγωδία στα ογδόντα χρόνια της ακμής της δεν ήταν μόνο μια  μορφή τέχνης. Ήταν ένας κοινωνικός  θεσμός που εισήγαγε η πόλη με την ίδρυσή τραγικών αγώνων, πλάι στο πολιτικά και δικαστικά της όργανα. Εμφανίζεται  έτσι ριζωμένη στην κοινωνική πραγματικότητα, χωρίς να σημαίνει ότι είναι και η αντανάκλασή της, αλλά μάλλον την εξετάζει και προβληματίζεται γι’ αυτήν.
         Κάθε τραγικό θέμα είναι θέμα μιας σύγκρουσης. Η σύγκρουση ενός ανθρώπου, ενός ήρωα με ένα εμπόδιο που θεωρείται και είναι ανυπέρβλητο, ενός αγωνιστή που τις περισσότερες φορές δίκαια ή άδικα συντρίβεται.  Οι ήρωες που αναλαμβάνουν αυτό τον αγώνα κάνουν λάθη, το πάθος τους τυφλώνει πολλές φορές, είναι παράφοροι και βίαιοι. Όλοι όμως έχουν μεγάλες ανθρώπινες αρετές, αξιοπρέπεια, θάρρος, έρωτα για τη δικαιοσύνη, αγάπη για τον τόπο τους, φρόνημα υψηλό.  Διαπιστώνεται σ’ αυτόν τον αγώνα η αδυναμία του ανθρώπου, συγχρόνως όμως  και η ελευθερία του, αφού ο τραγικός ήρωας κι όταν περιέλθει σε τραγικό αδιέξοδο, παραμένει πάντα κύριος της ίδιας του της αντίδρασης.
          Η πάλη του τραγικού ήρωα με τη Μοίρα, εκφρασμένη  στη γλώσσα του μύθου, δεν είναι παρά η πάλη που έκανε ο λαός, από τον 7ο ως τον 5ο αιώνα, για να ελευθερωθεί από τις κοινωνικές πιέσεις που τον δυνάστευαν ακόμα τη στιγμή που γεννιέται η τραγωδία. Το αίτημα για θεία δικαιοσύνη είναι κυρίαρχο, γιατί ο αθηναϊκός λαός φέρει μέσα στη σάρκα του τις πληγές του αγώνα που ανάλαβε και που διεξάγει ακόμα για την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Στο όνομα της δικαιοσύνης, ο αθηναϊκός λαός εξακολουθεί να αγωνίζεται σκληρά στον τομέα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής ενάντια στου κατέχοντες που είναι συγχρόνως και κυβερνήτες του, για να τους αποσπάσει  την πλήρη ισότητα δικαιωμάτων των πολιτών, αυτό που θα ονομάσει δημοκρατικό πολίτευμα. Η τραγωδία λοιπόν κάνει την εμφάνισή της προς το τέλος αυτού του αγώνα. Στο  παμπάλαιο αγώνα του αθηναϊκού λαού για ελευθερία,  πολιτική ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, έρχεται και εντάσσεται στην πιο λαοφιλή γιορτή της Αθήνας η παράσταση του άλλου αγώνα, του αγώνα του ήρωα που παλεύει με τη Μοίρα και που αποτελεί το τραγικό θέμα, σαν απόδειξη δοκιμασιών που ο άνθρωπος μπορεί να υποστεί χωρίς λύση και χωρίς συνδρομή.  
          Η τραγωδία συνενώνει μέσα στο λαό που την παρακολουθεί με μια καρδιά όλες τις αγωνιστικές δυνάμεις που έχει μέσα του,  προορισμένη να τον τέρψει και διαπαιδαγωγήσει. Αυτόν τον  λαό που τον ένωσε και ανύψωσε η εμπειρία των περσικών πολέμων. Τότε  που εγκατέλειψε την πόλη του η οποία αφέθηκε στα χέρια των θεών όταν απειλήθηκε από τους βαρβάρους  και αυτή σώθηκε, επιβεβαιώνοντας μια προσφιλή ιδέα ότι υπάρχει θεία δίκη. Τότε που ο αθηναϊκός λαός μη περιμένοντας βέβαια τα πάντα από τους θεούς, πολέμησε και αμύνθηκε με αυτοθυσία, έτσι που ενισχύθηκε ο σεβασμός στον ανθρώπινο ηρωισμό, έτσι που το αθηναϊκό κοινό που παρακολουθούσε τους τραγικούς αγώνες να είναι περήφανο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, να αισθάνεται τους συλλογικούς δεσμούς που το δένουν, καθώς ακούει τη φωνή των ποιητών του, που εξηγώντας τους μύθους του παρελθόντος που αντιπροσώπευαν  τότε την ιστορία, τον βοηθούν στον αγώνα του να τη συνεχίσει, ενισχύει την άρνηση να δεχτεί την αδικία και τη θέληση να παλέψει εναντίον της. Εν ολίγοις, η ελληνική τραγωδία είχε  σχεδόν πάντα μια συλλογική και εθνική απήχηση.
          Επομένως και στην Επίδαυρο, μετά από πολύ καιρό,  η  παράσταση της Ορέστειας απέκτησε αυτή τη συλλογική απήχηση, με το σκηνοθέτη να καταφέρνει να αναπτύξει έτσι τα θέματα της τραγωδίας, που δεν τα πρόσφερε βέβαια η επικαιρότητα, ώστε σε μερικά χωρία να προτρέπει το θεατή να κάνει τη συσχέτιση μ’  αυτήν. Κι αν γι’ αυτό ήταν καταλυτικό το πολιτικό σχόλιο του σκηνοθέτη, αυτό περισσότερο οφείλεται στην απομάκρυνση του σύγχρονου θεατή από συλλογικές εμπειρίες, θεωρώντας την παρακολούθηση μιας παράστασης μόνο προσωπική υπόθεση.
          Αντίθετα,  στα χρόνια της ακμής της τραγωδίας ενθάρρυνε αυτή τη συσχέτιση ο εθνικός ή συλλογικός χαρακτήρας  της παράστασης και η σπουδαιότητα της πόλης  στη ζωή των Αθηναίων του 5ου αιώνα σχεδόν την επέβαλλε. Γιατί οι Αθηναίοι συμμετείχαν στη δημόσια ζωή, αποφάσιζαν για τις υποθέσεις του κράτους τους, ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτό,  έκριναν τις πράξεις τους. Και σ’ ένα κράτος  τόσο περιορισμένο η δημόσια ευτυχία ή δυστυχία αντανακλούσε άμεσα στη ζωή του καθενός. Δεν μπορούσαν λοιπόν να είναι αδιάφοροι για ζητήματα που άγγιζαν τη δημόσια ζωή.
          Γι’ αυτό και κατανοούσαν έναν από τους πιο σκληρούς, αλλά πιο βέβαιους νόμους της ζωής, ότι κανένας μας δεν είναι μόνος στον κόσμο, με άθικτη την ευθύνη του. Υπάρχουν σφάλματα για τα οποία η εξάρτησή μας από μια γενιά ή μια κοινότητα μας κάνει συνυπεύθυνους, γινόμαστε συνεργοί ακόμα και για σφάλματα άλλων αν δεν έχουμε τη δύναμη να τ’ απορρίψουμε. Το αποτέλεσμα είναι πως κάθε ανθρώπινο διάβα προεκτείνεται και προκαλεί σειρά απηχήσεων, που του δίνουν τη σοβαρότητά του και το τραγικό του νόημα. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο με τις μυστηριώδεις αναλογίες, η πράξη του ανθρώπου που γίνεται αιτία να χυθεί αίμα, δεν περιορίζεται στον προσωπικό ή οικογενειακό ορίζοντα, προεκτείνεται στο χώρο και το χρόνο.
           Έτσι  στον πόλεμο στην Παλαιστίνη, κάθε πράξη βίας, αρχή γενομένης με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, γεννά αλυσιδωτές πράξεις βίας, όπως σε κάθε πόλεμο. Με συνέπεια,  οι συνεχείς επαναλήψεις των Ισραηλινών που αιτιολογούν τη γενοκτονία των Παλαιστινίων με την εκτέλεση και  ομηρία συμπατριωτών τους και οι συνεχείς δικαιολογίες  της Δύσης, που γνώρισε και το διαφωτισμό, για τις θηριωδίες του κράτους του Ισραήλ  σαν αυτοάμυνα του, να εκτοξεύουν τον πολιτισμένο κόσμο μας  πίσω, στο μυθικό κόσμο της βίας και του τρόμου.
          Στην Ορέστεια όμως ο Αισχύλος μέσα σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο προβάλλει το αίτημα για δικαιοσύνη. Ο κόσμος που περιγράφεται με τη μορφή του μύθου κινείται μέσα στο φόβο και τη βία, μια αλυσίδα φόνων που ο ένας προκαλεί τον άλλο. Σκοτώνουν και σκοτώνονται, σαν θηρία που αλλησπαράσσονται, κραυγάζουν από φόβο. Το χυμένο αίμα δεν εξαλείφεται, οι νεκροί επιστρέφουν, οι άνθρωποι γίνονται λεία εφιαλτών και οπτασιών. Μ’ αυτόν τον άγριο κόσμο συνδέει με το πολιτικό του σχόλιο ο σκηνοθέτης το νέο μας κόσμο, των χρηματιστηρίων, των χιλιάδων νεκρών και προσφύγων, έναν κόσμο όμως που δεν φαίνεται να ζητά καμιά δικαιοσύνη.
         Αντίθετα,  στην τραγωδία, μέσα  από την αγωνία και τον τρόμο του μύθου, μέσα σε όλες αυτές τις τρομερές δυνάμεις αναζητούνται τα ίχνη και τα σημάδια μιας δικαιοσύνης ανώτερης, μιας αρμονίας που δίνει στο έργο του Αισχύλου μια επιπλέον διάσταση, που μεγαλώνει την αξία κάθε γεγονότος και λέξης, που κάνει την τραγωδία να υψώνεται πάνω από το σύγχρονο και να φτάνει μέχρι τις μέρες μας, με το ίδιο αίτημα.  Και ο θρήνος της Κασσάνδρας που προμάντευε για το αίμα που θα χυθεί στο οίκο των Ατρειδών, το θρηνητικό τραγούδι για την απανθρωπιά του ανθρώπου και για τη σπατάλη της ανθρώπινης ζωής  που βρήκε στο σήμερα  την έκφρασή του  με το αράβικο μοιρολόι με όλα τα συμφραζόμενά του,  μοιάζει να συμπυκνώνει αδιάσπαστη την καμπύλη της τραγωδίας από τότε μέχρι τώρα.

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

ΠΡΟΤΥΠΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Στις ΗΠΑ, με την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ντ. Τραμπ όλοι στο πολιτικοκοινωνικό σύστημα  φαίνεται ότι διαθέτουν μια θεωρία για το τι συνέβη και γιατί αυτή τη στιγμή, ενώ συγχρόνως στέκονται ενωμένοι στη διακήρυξη ότι δεν υπάρχει χώρος για βία στη δημοκρατική Αμερική. Την ίδια στιγμή όλες οι ομάδες συμφερόντων κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να απομυζήσουν οφέλη από αυτό το γεγονός και να προωθήσουν τα δικά τους επιμέρους συμφέροντα, συσκοτίζοντας πλήρως την πραγματικότητα.  Και όλοι αυτοί που πέρασαν εννέα μήνες συμβάλλοντας με τον ένα ή άλλο τρόπο στο βομβαρδισμό της Γάζας συμφωνούν ότι η επίθεση εναντίον του Τραμπ ήταν η χειρότερη πράξη βίας που έχουν δει ποτέ. Οι Δημοκρατικοί που πέρασαν τέσσερα χρόνια διαδίδοντας θεωρίες συνωμοσίας και αποκαλώντας τον Τραμπ Σατανά συμφωνούν με τους ρεμπουμπλικάνους για τη διχαστική ρητορική που οδήγησε σ’  αυτή τη στιγμή. Τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και οι Δημοκρατικοί επιμένουν συνεχώς ότι η άλλη πλευρά θα είναι τυραννική στην εξουσία, για να έχουν την ψευδαίσθηση της επιλογής οι εκλογείς τους.  Και οι μεν και οι δε δεν διαφωνούν να δολοφονούνται Ιρανοί, Αφγανοί ή Παλαιστίνιοι, αλλά  ομόφωνα καταδικάζουν τη βία στη χώρα τους. Μόνο στις  χώρες του ΝΑΤΟ, και στο Ισραήλ βεβαίως, επιτρέπονται τέτοια δολοφονικά παιχνίδια εις βάρος άλλων χωρών, χωρίς να πάψουν να θεωρούνται πολιτισμένες και δημοκρατικές. 
        Η χώρα  των ΗΠΑ που έχει πραγματοποιήσει στοχευμένες δολοφονίες σε Υεμένη, Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη κλπ. θέλει να θεωρείται ότι είναι μια χώρα πολιτισμένη που σέβεται το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες δικαίου, αν και  η πολιτική βία και οι στοχευμένες δολοφονίες μοιάζει να είναι τα εθνικά της αθλήματα. Οι   ΗΠΑ είναι μια χώρα όπου η ζωή μοιάζει να είναι φθηνή, ιδιαίτερα για όποιον είναι φτωχός.  Είναι μια χώρα   όπου ένας αστυνομικός μπορεί να πυροβολήσει και να σκοτώσει και μόνο για επίδειξη δύναμης,  όπου οι πολιτικοί θα σκεφτούν να ανατινάξουν ακόμα και σχολεία και νοσοκομεία απλώς για να συλλάβουν ανθρώπους που θεωρούν επικίνδυνους, όπου οι πολίτες τους πληρώνουν για τις θηριώδεις στρατιωτικές δαπάνες αλλά  αφήνονται να πεθάνουν όταν αρρωστήσουν, όπου οι άνθρωποι εκτελούνται με έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς στον κόσμο. Η ιδέα της δημοκρατίας των ΗΠΑ ολοένα και μοιάζει ακόμα και επικοινωνιακά να παραπαίει. Ένας  γέροντας που παριστάνει τον πρόεδρο της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου και ένας υποψήφιος για πρόεδρος εναντίον του οποίου έγινε απόπειρα δολοφονίας δεν δείχνουν παρά μια αποτυχία ελέγχων και ισορροπιών στα εσωτερικά του κατεστημένου που επέτρεψε αμφισβητούμενα άτομα, ακόμα και για την εικόνα μιας υπερδύναμης, να βρίσκονται στο προσκήνιο. Και μοιάζει από αδυναμία ή και κυνισμό της υπερδύναμης η διαφημιζόμενη  δημοκρατία της  να αποτυγχάνει να προστατεύσει  την εικόνα της που απαιτεί να φαίνεται ότι εκπροσωπούνται οι εκλογείς στα θεσμικά όργανα. Αυτή η δημοκρατική υπερδύναμη, ψιθυρίζοντας απλώς κάποιες αντιρρήσεις για τον αριθμό αμάχων που σκοτώνονται,  ενισχύει με όπλα και υποστηρίζει με τη διπλωματία τη γενοκτονία του Ισραήλ στην Παλαιστίνη. 
          Αυτή  η δημοκρατία και οι άλλες της Ευρώπης εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Τραμπ, αλλά καμιά δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για τα χιλιάδες παιδιά της Παλαιστίνης που έχουν σκοτωθεί και τα χιλιάδες άλλα που σύντομα θα σκοτωθούν, όπως τα δεκάδες παιδιά  σε σχολεία και νοσοκομεία  που βομβαρδίζονται  από το Ισραήλ ψάχνοντας πάντα τους αποκαλούμενους τρομοκράτες της Χαμάς.  Οι πολιτικοί και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού αγαπούν να στέλνουν τεράστιες βόμβες στο Ισραήλ, ενώ συμφωνούν ότι αυτό που κάνουν στους άλλους δεν πρέπει ποτέ να το υφίστανται οι ίδιοι.
         Και όλες οι φιλελεύθερες αστικές μας δημοκρατίες πορεύονται, με κάποιες διαφοροποιήσεις, στα χνάρια της μεγάλης δημοκρατίας, όπως διαφημίζεται, των ΗΠΑ. Και η δική μας, αποκαταστημένη μετά τη δικτατορία, συντονισμένη με την Ε.Ε του Διαφωτισμού,  εκσυγχρονισμένη στη συναίνεση, προσπαθεί να μας ποδηγετεί για μια ήρεμη πολιτική κατάσταση, που θα επιτρέπει την πολιτική ηγεσία, χωρίς μεγάλες αντιδράσεις, να διεκπεραιώνει με επιτυχία   τις υποχρεώσεις της απέναντι στο κεφάλαιο. Αυτή η μεταπολιτευτική δημοκρατία μας που τα όρια της  έθεσε με το Σύνταγμά της η αναβαπτισμένη σε   Ν.Δ προδικτατορική ΕΡΕ, με την κυριαρχία, για τετραετίες, του ΠΑΣΟΚ κατάφερε την αποδυνάμωση και αποϊδελογικοποίηση, έξω από ταξικές αντιθέσεις, των κοινωνικών διεκδικήσεων. Όταν με την επιβολή των μνημονίων βάθυνε το ταξικό χάσμα, αφού το  μαζικό αντιφασιστικό κίνημα εξουδετέρωσε το φασιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής αποκαλύπτοντας την εγκληματική της διάσταση,  ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε εξ αριστερών σε βοήθεια του συστήματος, όπως στην πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης το ΠΑΣΟΚ,  για να παραπλανήσει και τιθασεύσει τις εργατικές διεκδικήσεις.  Κι έτσι, στο πολιτικό μας σύστημα, με τη βεβαιότητα της ικανότητάς του για απόλυτη χειραγώγηση των μαζών,  οι πολιτικές εκπροσωπήσεις της άρχουσας τάξης παύουν πια να διαφέρουν, έστω και σε επίπεδο διακηρύξεων,  ως προς τα κοινωνικά τους προτάγματα και περιορίζονται οι διαφορές τους στον τρόπο διαχείρισης των κοινών.
         Και μόνο το ΚΚΕ  απομένει να συνεχίζει την αγωνιστική παράδοση, να διασώζει τη συλλογική μνήμη, να οργανώνει και να πρωτοστατεί σε αγώνες. Αν δεν υπήρχε το Κομμουνιστικό Κόμμα για κανένα εργατικό ατύχημα δεν θα υπήρχαν καταγγελίες και διαμαρτυρίες, ούτε καν η ελάχιστη δημοσιότητα, για καμιά καταστρατήγηση κατακτημένων με αγώνα εργασιακών δικαιωμάτων δεν θα οργανώνονταν κινητοποιήσεις, καμιά εναλλακτική για το ανάλγητο οικονομικό σύστημα δεν θα υπήρχε στον ορίζοντα. Οι περισσότεροι κλεισμένοι στο μικρόκοσμό μας θα απογοητευόμαστε και θα παραιτούμαστε Γιατί  μόνο οι συλλογικοί αγώνες μπορούν να λύσουν συλλογικά προβλήματα. Διαφορετικά ο καθένας κλεισμένος στο μικρόκοσμό του απογοητευμένος παραιτείται από κάθε δράση και αντίσταση. Γι’ αυτό η υποστήριξη  του ΚΚΕ, ακόμα και με την κριτική που μπορεί να του ασκηθεί, είναι η μόνη διέξοδος. Διαφορετικά θα κυριαρχούν απολύτως, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν  τηλεοπτικά και διαδικτυακά, δημοσιογραφούντες και πολιτικοί  που αναλώνονται σε κουτσομπολίστικες αναλύσεις ή  σε μικροπρεπείς διαφωνίες,  όσο στη χώρα ιδιωτικοποιούνται τα πάντα και ο πλούτος μοιράζεται σε λίγους, ενώ η  πλειοψηφία των εργαζομένων εξαθλιώνεται.
        Οι κινητοποιήσεις για το Δημόσιο Σύστημα Υγείας που καταρρέει, οι απεργίες και οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων στη ΛΑΡΚΟ που απολύονται καθώς η κυβέρνηση μεθοδεύει το ξεπούλημα  του πλούτου της σε ιδιωτικές εταιρείες είναι συλλογικοί αγώνες που αφορούν όλους μας και ας μην κινητοποιούν όλους, παραμένοντας μια μεγάλη πλειοψηφία παθητικά σιωπηλή, μέχρι να έρθει η σειρά της. Κι αν φαίνεται ν’ αγωνίζονται μόνο οι μειοψηφίες, είναι γιατί πάντα μειοψηφίες ήταν στην πρωτοπορία, που ανοίγουν το δρόμο των μαζικών αγώνων. Η δυναμική που αναπτύσσουν όμως μπορεί, το λιγότερο,  να ανατρέψει τις ποσοτικές αναλογίες  ανάμεσα στις τάξεις εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων  και  να επιβάλλει νέες σχέσεις  με τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της κυρίαρχης τάξης.
          Και δεν μιλάμε βέβαια και για επανάσταση…