Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ …ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ

 

Τα τελευταία χρόνια τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των  πολιτικών, με τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη να κάνει εβδομαδιαίους απολογισμούς, πάντα σχεδόν θριαμβευτικούς, της διακυβέρνησής του. Από κοντά οπαδοί ή «πληρωμένα τρολ» με παραποιημένα επιχειρήματα ή πληροφορίες προσπαθούν να ενισχύσουν μια κατασκευασμένη πραγματικότητα που δικαιώνει την αποφάσεις και δράσεις της διακυβέρνησης της Ν. Δημοκρατίας του Κ. Μητσοτάκη. Κόμματα, όπως του Σ. Κασσελάκη μοιάζει να προσπαθούν  να πείσουν ότι η εικονική πραγματικότητά τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αντιστοιχεί σε επιρροή  στον πραγματικό κόσμο. Βίντεο που καθηγητές σε πανεπιστήμια εξωτερικού, κατά δήλωσή τους, καταγγέλλουν τις τριγωνικές σχέσεις εξουσίας ξεσηκώνουν διαμαρτυρίες από υπουργούς, όπως ο Α. Γεωργιάδης, γιατί γίνεται απαξιωτική και χλευαστική αναφορά στο δημοσιογράφο, φωνή της κυβέρνησης, Α. Πορτοσάλτε.  
        Γενικώς δίνεται η εντύπωση ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παράγουν πολιτική. Όπως πριν μια δεκαπενταετία, με την «αραβική άνοιξη»  εκθειαζόταν η  δυναμική του φέισμπουκ που οργάνωνε κινητοποιήσεις, μέχρι που όλη αυτή η δυναμική κατέληξε σε δικτατορίες και διαλύσεις κρατών. Ακόμα και στα καθ’ ημάς, οι αγανακτισμένοι των πλατειών με τη ψηφιακή τεχνολογία συνδέονταν με καλέσματα στο φέϊσμπουκ ή αναλύσεις στην μπλογκόσφαιρα που ήταν τότε στις δόξες της,  για να διαλυθούν, αφού έδωσαν φιλί ζωής στο απαξιωμένο σύστημα και συμβάλλαν όσο μπορούσαν στη νεκρανάστασή του.
        Είναι αλήθεια ότι η άφιξη της ψηφιακής επανάστασης έχει ταράξει τις καθιερωμένες ισορροπίες και στον τομέα των επικοινωνιών, με τα κοινωνικά δίκτυα να έχουν γίνει ουσιαστικό μέρος της διαδικτυακής επικοινωνίας. Η ευκολία, η ποικιλομορφία των κοινωνικών δικτύων και η ελεύθερη πρόσβαση σ’ αυτά δημιούργησαν ένα νέο δημόσιο χώρο όπου μοιάζει όλοι έχουν την ευκαιρία να εκφραστούν. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια δίνεται η εντύπωση ότι τα κοινωνικά δίκτυα έχουν αποκτήσει μεγάλο βάρος στη λειτουργία των δημοκρατιών μας, αφού παρηγορούν μεγάλες ομάδες πληθυσμών ότι δεν καταδικάζονται στη σιωπή και δεν ουρλιάζουν στο κενό χωρίς κανείς να τις ακούσει.
         Το διαδίκτυο φαινόταν στην αρχή ότι προοριζόταν να είναι ένας ανοιχτός, ελεύθερος και αποκεντρωμένος χώρος. Μέσα σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον, μελωδίες υποσχέσεων νανούριζαν για άλλη μια φορά  μια μεγάλη πλειοψηφία για τη δημιουργία ενός οργάνου απόλυτης ελευθερίας, ικανό να προσφέρει σε όλους την ίδια πρόσβαση στην πληροφόρηση, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, χωρίς ιεραρχία ή φίλτρο. Η εμφάνιση των κοινωνικών δικτύων πρόσθεσε και τη δυνατότητα σε όλους για δημόσια έκφραση των απόψεών τους και φάνηκε η προσδοκία να αποτελέσουν τα κοινωνικά δίκτυα μια αληθινή δημοκρατική επανάσταση ικανή να καταρρίψει το μονοπώλιο του κυρίαρχου λόγου και να αναδιανείμει τα μερίδια της φωνής με ισότιμο τρόπο στο επίπεδο του δημόσιου λόγου να γίνεται πραγματικότητα.
          Μόνο που  δεν πέρασε πολύς καιρός και ο καπιταλισμός και σ’ αυτόν τον τομέα φάνηκε πώς λειτουργεί,  με την εξαγορά και υπαγωγή τους στα εμπορικά και στρατηγικά συμφέροντα μεγάλων ομίλων. Και πάλι εμφανίστηκαν οι κίνδυνοι της αυθαίρετης λογοκρισίας, κι αποκαλύφτηκε η ικανότητα των κοινωνικών δικτύων για διακριτική αλλά καθοριστική λογοκρισία, ώστε   ορισμένες ιδέες ή προσωπικότητες να γίνονται αόρατες. Έτσι π.χ  είναι γεγονός ότι τα εγκλήματα του Ισραήλ στη Γάζα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγιναν γνωστά, αφού τα συστημικά μέσα ενημέρωσης συστηματικά τα αγνοούν. Γι’ αυτό όμως από τη μια  και το Ισραήλ φρόντισε να δολοφονήσει  περίπου 200 δημοσιογράφους, ώστε να μην υπάρχουν μάρτυρες για τη γενοκτονία και από την άλλη, με διάφορους τρόπους τα κοινωνικά δίκτυα  φροντίζουν να μην προβάλλουν ή προωθούν εικόνες και πληροφορίες για τα εγκλήματα του ισραηλινού στρατού.   
         Ενώ λοιπόν φαίνεται ότι τα κοινωνικά δίκτυα κατέστησαν δυνατές πολυάριθμες προόδους όσον αφορά τον εκδημοκρατισμό του πολιτισμού και την πρόσβαση στην πληροφόρηση, στην τελική όμως οι αλγόριθμοί τους δεν αντικατοπτρίζουν πλέον την πραγματικότητα, αντίθετα προσπαθούν να  τη διαμορφώνουν επιβάλλοντας τον κυρίαρχο λόγο και ενισχύοντας τις πιο δυνατές φωνές. Επιπλέον και η ανάγκη επιβεβαίωσης καταλήγει να εγκλωβίζει τους συνδρομητές  σε πολύ ομοιογενείς κοινότητες που σκέφτονται αποκλειστικά σαν αυτούς. Η ανάγκη για προσέλκυση  και διατήρηση της προσοχής των συνδρομητών για όσο το δυνατόν περισσότερο καταλήγουν να διαμορφώνουν τη δικτυακή πραγματικότητα.
          Κι αν φαινόταν να αληθεύει ότι τα κοινωνικά δίκτυα επέτρεψαν, αρχικά, ορισμένες πολιτικές απόψεις που είχαν περιθωριοποιηθεί μέχρι τώρα στη δημόσια συζήτηση να εκφραστούν και να ακουστούν στις διάφορες κοινότητες τους, αυτό έγινε μάλλον συμπτωματικά. Γιατί το ενδιαφέρον δεν είναι η ανανέωση της πολιτικής συζήτησης, αλλά απλά η ανάδειξη θεμάτων που ενθαρρύνουν τους χρήστες του Διαδικτύου να παραμείνουν συνδεδεμένοι όσο το δυνατόν περισσότερο, χωρίς αυτό να γίνεται επικίνδυνο για το status quo. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτά τα δίκτυα δεν υπερασπίζονται  πάντα την ελευθερία της έκφρασης με μεγάλο ζήλο, αλλά αντίθετα επιτρέπουν να επικρατήσει μια νέα και πιο αυθαίρετη μορφή λογοκρισίας. Το δικαίωμα κάποιου να εκφραστεί όλο και πιο συχνά τίθεται υπό αμφισβήτηση από πολυεθνικές  ψηφιακών δικτύων που ξεφεύγουν από νομικούς κανόνες, αλλά που δεν παραλείπουν να συνδράμουν την κυρίαρχη εξουσία.  Ακόμα και οι  προσπάθειες για  τη δημιουργία νομικού πλαισίου μάλλον ενισχύουν αυτήν την τάση παρά που υπερασπίζονται την ελευθερία της έκφρασης. Κανονισμοί ευρωπαϊκοί που ισχυρίζονται ότι έχουν σκοπό την καταπολέμηση του μίσους και κάθε παράνομου περιεχομένου στην πραγματικότητα επιδιώκουν ευθυγράμμιση με τον κυρίαρχο λόγο, όπου ορισμένες απόψεις  διαγράφονται συστηματικά. Επομένως  ευνοείται και σ’ αυτόν τον τομέα η πολιτική παρέμβαση.
         Η εποπτεία περιεχομένου μ’ αυτό το σκεπτικό οδηγεί σε νέα μορφή λογοκρισίας. Δεν υπάρχει πια ανάγκη να διαγράφεται ένας λογαριασμός για να μη διαδίδεται το περιεχόμενό του, γιατί οι αλγόριθμοι είναι σε θέση να κάνουν κάποιο περιεχόμενο ουσιαστικά αόρατο, χωρίς ποτέ να το αφαιρέσουν ρητά. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα ολέθριο, γιατί ξεφεύγει από το άγρυπνο βλέμμα του κοινού. Οι χρήστες μπορούν να συνεχίσουν να δημοσιεύουν ό,τι θέλουν, αλλά η εμβέλεια των αναρτήσεών τους μειώνεται δραστικά. Αυτή η έλλειψη ορατότητας συνιστά σοβαρή απειλή για την ελευθερία της έκφρασης, επειδή πνίγει ορισμένες φωνές αντιφρονούντων υπό αλγοριθμική σιωπή, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας συναίνεσης που δεν υπάρχει και διατηρώντας την ψευδαίσθηση μιας ελευθερίας της έκφρασης.
          Στην τελική, από τη στιγμή που τα κοινωνικά δίκτυα είναι ιδιωτικές εταιρείες που επιδιώκουν κέρδος και  δεν παύουν να ενεργούν υπό την πίεση κρατικών απαιτήσεων το βάρος τους στην πολιτική επικοινωνία θα ευνοεί πάντα την κυρίαρχη εξουσία. Γι’ αυτό και καταλήγουν ιδιωτικοί λογοκριτές, έτσι ώστε κάθε φορά  η κυβερνητική λογοκρισία να εμφανίζεται με διακριτικό τρόπο, είτε με πίεση είτε με ενθάρρυνση σε εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης για να καταδικάζουν στην αφάνεια δράσεις, ενέργειες ή απόψεις που είναι δυσμενείς για την κυρίαρχη τάξη. Και όλοι οι υπόλοιποι, μακάριοι μέσα στις ψευδαισθήσεις τους, να είναι σίγουροι για  την ελευθερία που εξασφαλίζει η αστική μας δημοκρατία.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

«ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ»

 

Ο  γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Μ. Ρούτε μιλά για μεγάλο πόλεμο σε 4-5, χρόνια προειδοποιώντας την Ευρώπη για αύξηση τη αμυντικής της παραγωγής, στη Συρία οι μάχες συνεχίζονται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, Ισραήλ και Τουρκίας, που εμπλέκονται στη διάλυση της Συρίας, να μοιάζουν ένα μπερδεμένο κουβάρι, στην Ουκρανία η Ευρώπη συνεχίζει την αέναη προσπάθεια αποδυνάμωσης της Ρωσίας εγκλωβισμένη σε μια άνευ όρων στήριξη του Ζελένσκι.  Το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα φαίνεται να τελειώνει με δυσοίωνους όρους και ίχνος  από την ευφορία της αυγής του αιώνα δεν μοιάζει να διασώζεται. Η ιμπεριαλιστική Δύση ετοιμάζεται για πόλεμο και φαίνεται ν’ αδιαφορεί, ή και να το επιδιώκει, αν συμπαρασύρει σ’ αυτόν και όλο τον κόσμο.
     Στα 1992, στο απόγειο του  φιλελεύθερου  ενθουσιασμού μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, ο Αμερικανός πολιτικός θεωρητικός  Φ. Φουκογιάμα έγραψε στο «Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος» για το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας και διαβεβαίωνε για  την καθολική ισχύ της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας  ως τελικής μορφής της ανθρώπινης κυβέρνησης. Η οποία φιλελεύθερη δημοκρατία θα παρείχε ειρήνη και ευημερία και θα τιθάσευε συγκρούσεις και πολέμους κάτω από τη δύναμή της. Η φιλελεύθερη όμως δημοκρατία, που παρουσιαζόταν ως μονόδρομος,  κατέληξε να φαίνεται αδύναμη  έστω  και να διαχειριστεί μια  βαθύτατη και διαρκή οικονομική κρίση, αναδυόμενες εντάσεις και κηρυγμένους πολέμους και την αναζωπύρωση της ακροδεξιάς και φασιστικής ιδεολογίας. Η θεωρία του τέλους της ιστορίας επιχείρησε να αποτελέσει το κυρίαρχο ιδεολογικό σχήμα των χρόνων μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, εξοβελίζοντας το σοσιαλιστικό όραμα που για παραπάνω από εκατό χρόνια ήταν πηγή έμπνευσης για τους εργατικούς αγώνες.
       Ακόμα και στη χώρα μας, αρκετά καθυστερημένα εκφράστηκε αυτή η αντίληψη  σε μια παρωδία ιδεολογικοπολιτικής ερμηνείας της πραγματικότητας επί κυβερνήσεως του Κ. Μητσοτάκη από μεταμφιεσμένους φασίστες όπως ο Α. Γεωργιάδης ή ο Μ. Βορίδης, με τις επαναλαμβανόμενες,  προς εμπέδωση, ρήσεις τους για το τέλος της ηγεμονίας της αριστεράς που χρεώνεται όλες τις πολιτικές αποτυχίες διαχρονικά. Και υπάρχουν ώτα ευήκοα, αφού δεκαετίες  τώρα μας γαλουχούν με τις αξίες του κλασικού φιλελευθερισμού, ορθολογικότητα και διαφάνεια, που υποτίθεται ότι είναι αυτές που κάνουν τις ελεύθερες αγορές και τις δημοκρατικές επιλογές να λειτουργούν και δεκαετίες τώρα τις αναζητούμε στην πράξη, μάλλον χωρίς αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και ο συνεχής προς την Ευρώπη θαυμασμός των μικροαστών, που θεωρούν ότι κατανοούν πώς λειτουργεί το σύστημα και αυτό τους επιτρέπει να κάνουν λογικές επιλογές, έχει εναποθέσει σ’ αυτήν τις ελπίδες και προσδοκίες για τη σωστή λειτουργία του, που παραμένει γι’ αυτούς το ιδανικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα.
         Κι αν όμως η κυρίαρχη τάξη κόμπαζε για την ιδεολογική της νίκη, εμφανίζοντας τις επιδιώξεις της ως πραγματικότητα, είναι όμως τα ιστορικά γεγονότα που καθορίζουν αν μια ιδεολογία παραμένει ή εξοστρακίζεται. Και τα γεγονότα στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα διέψευσαν πλήρως την έπαρση αυτής της νίκης.
           Όλα αυτά τα χρόνια φαντάζονταν οι δυτικοί θεωρητικοί του καπιταλισμού την ιστορία ως διαδικασία με την οποία οι φιλελεύθεροι θεσμοί, όπως η  αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, οι ελεύθερες αγορές και η καταναλωτική κουλτούρα,  γίνονται καθολικοί, βαυκαλιζόμενοι ότι η ιστορία είχε φτάσει στο στόχο της.  Επιχειρηματολογούν πάνω σ’ ένα κανονιστικό μοντέλο παρά σε μια πραγματικότητα. Πρόκειται για μια  πραγματικότητα όπως θα έπρεπε κατ’ αυτούς να είναι, δηλ. η κυριαρχία   ενός ενιαίου πολιτικού και οικονομικού μοντέλου χωρίς αντίπαλο,  αφού η τελευταία ιδεολογική εναλλακτική λύση για τον καπιταλιστικό φιλελευθερισμό έχει εξαλειφθεί με την κατάρρευση του κομμουνισμού,  τον οποίο έκτοτε έχει φροντίσει η κυρίαρχη εξουσία να συκοφαντήσει και διαστρεβλώσει,  ενώ έχει νικηθεί και ο φασισμός από τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Η γραμμική αντίληψη της ιστορίας, ως μια συνεχής πρόοδος προς κάποια σταθερή κατάσταση, την εξάπλωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας συνυφασμένης με την τεχνολογική πρόοδο,  επιβεβαίωνε ότι με τη νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού δεν υπάρχουν πια προκλήσεις, αφού η ασφάλεια και η ελευθερία έχουν επιτευχθεί. Μόνο που στην ιστορία έχουμε οπισθοδρομήσεις και ανακατατάξεις και τίποτε δεν εγγυάται ότι οι διαφαινόμενες τάσεις σε μια περίοδό της θα πρέπει να συνεχίζονται, αφού ο κόσμος δεν είναι παρά μια σύγκρουση εξελισσόμενων αντίθετων.  Και ούτε η  αστική δημοκρατία  αποδεικνύεται η τελική μορφή της ανθρώπινης διακυβέρνησης  ούτε μαζί με την οικονομία της αγοράς  είναι ο τελευταίος ιστορικός σταθμός της ανθρώπινης ιδεολογικής και πολιτικής αναζήτησης. Και βέβαια η φιλελεύθερη δημοκρατία μας δεν απέτρεψε την αναβίωση φασιστικών και ακροδεξιών μορφωμάτων.
          Οι ταξικές αντιθέσεις και οι ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις γίνονται επικίνδυνες και για στις  μητροπόλεις του καπιταλισμού.   Βέβαια, η  καπιταλιστική Δύση απασχολημένη στην προσδοκία της ευμάρειάς της, εθελοτυφλεί για την καταιγίδα που φαίνεται να πλησιάζει. Σε σοκ η Γερμανία, μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Μαγδεμβούργο, μαζί με όλη την Ευρώπη απορεί όταν ψήγματα του κακού που ανέχεται ή και προκαλεί σε άλλες γωνιές του κόσμου φτάνουν στην αυλή της.  Η λαλίστατη περί δικαίου και λοιπών  ηχηρών  κυβέρνηση μας, με βασική της έγνοια να αποδεικνύεται βασιλικότερη των βασιλέων στην εξυπηρέτηση ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, απέχει από ψηφοφορία στον ΟΗΕ για την ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα κι ύστερα για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα «πηγές» του υπουργείου Εξωτερικών δημοσιοποιούν επεξηγηματικές δηλώσεις.
         Ο εφιάλτης στην Παλαιστίνη συνεχίζεται να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας και πολλοί ακόμα αναρωτιούνται αν συμβαίνει μια γενοκτονία, περιμένοντας απάντηση ή και λύση από κυβερνήσεις που για άλλο δεν ενδιαφέρονται από την επικράτηση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης. Η οποία με το πραγματικό επιχείρημα της υπεροχής, το επιχείρημα της δύναμης, προσπαθεί να επιβάλλει τις λύσεις της, όσο παραμένει αποδυναμωμένη η αντίσταση από τους καταπιεσμένους.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

ΟΜΟΙΩΜΑΤΑ

 

Και ούτε δυο βδομάδες μετά τους διθυράμβους του πρωθυπουργού για το πιο σύγχρονο μετρό της Ευρώπης κατά την ημέρα των εγκαινίων του μετρό Θεσσαλονίκης , τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, και σχεδόν  μόνο αυτά, κατακλύστηκαν από φωτογραφίες και βίντεο του  ακινητοποιημένου μετρό μέσα σε σήραγγα, με  τους επιβάτες να περπατούν εφ’ ενός ζυγού μέσα σ’ αυτή. Αντίθετα, τα  μέσα ενημέρωσης ασχολούνται με το περιστατικό με την πρέπουσα …σεμνότητα και διακριτικότητα που επιτρέπει η ανεξάντλητη κολακεία τους προς την κυβέρνηση.
         Ανάμεσα στις προσπάθειες υποβάθμισης του συμβάντος είναι του κυβερνητικού  εκπροσώπου Π. Μαρινάκη που επέμενε ότι το σημαντικό ήταν ότι λειτούργησε το πρωτόκολλο ασφαλείας, του υφυπουργού Υποδομών και Μεταφορών Ν. Ταχιάος, με τις θριαμβολογίες του για  μια στα 100.000 χρόνια εμφάνιση αστοχίας, που επεσήμανε ότι ήταν το πρώτο ανάλογο περιστατικό, ενώ έχουν διανυθεί 15.000 χιλιόμετρα χαρακτηρίζοντάς το παιδική ασθένεια και του  υπουργού  Επικρατείας Μ. Βορίδη που το θεώρησε φυσιολογικό που συμβαίνει παντού. Του τελευταίου  το μπλαζέ, ειρωνικό κι αλαζονικό ύφος του συνόψιζε για άλλη μια φορά το ύφος και ήθος μιας εξουσίας που περιφρονεί όταν κυριαρχεί, καλοπιάνει όταν φοβάται και σκληραίνει όταν απειλείται.  
        Αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ότι ο υπόγειος σιδηρόδρομος είναι πολιτιστικό και ιστορικό χαρακτηριστικό μιας πόλης, το μετρό της Θεσσαλονίκης, με τα ατέλειωτα χρόνια κατασκευής του, τα υπέρογκα ποσά που δαπανήθηκαν, τις εργολαβικές λύσεις που επιλέχτηκαν για τις αρχαιότητες που αποκαλύφτηκαν, αντανακλά με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την πολιτική και πολιτιστική κατάσταση όχι μόνο της πόλης αλλά και της χώρας.
       Ένα μετρό ούτε καν 10 χιλιομέτρων δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να το δει ως ενοποιητικό, αστικό σύμβολο που παίζει ισχυρό ρόλο στην ένωση της πόλης, όπως στα περισσότερα μετρό του κόσμου. Δεν ενώνει προαστιακές τοποθεσίες με τοποθεσίες του κέντρου ούτε εύπορες περιοχές με υποβαθμισμένες κι επομένως δεν υπάρχει κοινή η εμπειρία της χρήσης του σε όλους τους κατοίκους. Και φαίνεται ο λειψός σχεδιασμός του να μην φέρνει πιο κοντά τις διάφορες γειτονιές με  την ποικιλομορφία και το δυναμισμό τους, φέρνοντας τους κατοίκους τους σε επαφή μεταξύ τους έστω και στιγμιαία, σε μια ώσμωση των κοινωνικών τάξεων.
          Για σειρά ετών το μετρό από τους κυβερνώντες χρησιμοποιήθηκε για να προσφέρουν μια μυθοπλασία της πραγματικότητας του μέλλοντος. Για μια Θεσσαλονίκη που εκσυγχρονίζεται, εξαπλώνεται, αναπτύσσεται και το μετρό θα είναι  το σύμβολό της. Μόνο που στο τέλος καταλήγει το μετρό να  συμβολίζει την αδιαφορία, τη συναλλαγή και απληστία μιας εξουσίας, που αναπαριστά μια ψευδή πραγματικότητα εφησυχάζοντας μας για αποδοχή της παρούσας πραγματικότητας. Μας τυφλώνουν ομοιώματα της πραγματικότητας που θέτουν την ύπαρξή της υπό αμφισβήτηση, αφαιρώντας μας κάθε βάση στήριξης για αγωνιστική διεκδίκηση. Η διακυβέρνηση του μυαλού μας από προσομοιώσεις πραγμάτων και καταστάσεων θέτει ένα ψευδές υποκατάστατο, υποβολιμαίο από την κυρίαρχη εξουσία,  στη θέση της αληθινής πραγματικότητας.  Δεν μπορεί να γίνεται τότε λόγος για αλήθεια, αφού είναι η ίδια η εικόνα η φιλοτεχνημένη από τους κυβερνώντες και τους παρατρεχάμενους τους που θέλει να δίνει μορφή στην πραγματικότητα, την οποία θα πρέπει να ενστερνιστούμε.
        Ακόμα και όλη η πολύχρονη συζήτηση και αντιπαράθεση για τις αρχαιότητες του σταθμού Βενιζέλου μάλλον για τους κυβερνώντες μια απούσα κατασκευασμένη πραγματικότητα αφορούσε. Εκείνη στην οποία το ενδιαφέρον των κυβερνώντων για την πολιτιστική κληρονομιά δεν συμπλέκεται με οικονομικές συναλλαγές ούτε με παραπλανητικές υποσχέσεις. Μόνο που η απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων που προτιμήθηκε για λόγους κόστους και επίσπευσης του έργου αποδείχτηκε φενάκη, αφού ούτε το έργο επισπεύστηκε ούτε οι αποζημιώσεις των εταιρειών αποφεύχθηκαν.
          Και αποκτά πραγματικά συμβολικό χαρακτήρα η απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων που έλαβε χώρα στον περίφημο Σταθμό Βενιζέλου, για τον τρόπο που αντιμετωπίζονται τα αρχαιολογικά ευρήματα. Έγινε σαφές ότι αυτό που ενδιαφέρει πια είναι κυρίως η μετατροπή τους σε ελκυστικά εμπορικά προϊόντα από τα οποία μπορούν να προέλθουν  κέρδη. Από τη στιγμή μάλιστα που έχει εξαφανιστεί το πρωτότυπο, αυτό που προέκυψε, τα αποσπασμένα και κομμένα μάρμαρα,  είναι το ομοίωμά του, που παίρνει τη θέση του χωρίς δυνατότητα σύγκρισης, απορρίπτοντας και την κατηγορία της μίμησης.
        Συνεχώς παντού εικόνες προσομοίωσης, ομοιώματα πραγμάτων και καταστάσεων διαμορφώνουν τον κόσμο μας σε πραγματικό χρόνο. Ομοίωμα δημοκρατικής διακυβέρνησης, ομοίωμα δικαιοσύνης διαμορφώνουν τον κόσμο μας βομβαρδίζοντάς τον. Κι έτσι γίνεται αποδεκτό ένα σύμπαν στο οποίο η διαφορά μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού, πρωτότυπου και ομοιώματας δεν έχει πλέον κανένα νόημα. Για να  παραδέρνουμε ανάμεσα σε ομοιώματα, όλα να μοιάζουν με  ψευδαίσθηση και να εκλείπει ο λόγος κάθε αντίστασης σε μια κοινωνία ομοιωμάτων.