Η δολοφονία του 29χρονου φιλάθλου Μ. Κατσουρή, κατά τα άγρια
επεισόδια από οργανωμένους οπαδούς της ΝΤΙΝΑΜΟ Ζάγκρεμπ που έφτασαν
οδικώς στην Ελλάδα έξω από το Γήπεδο της ΑΕΚ ΟΠΑΠ-ΑΡΕΝΑ, δεν έφερε ξανά στο
προσκήνιο μόνο την ποδοσφαιρική βία με
τον πιο τραγικό τρόπο, αλλά και το ρόλο της αστυνομίας που ήταν άφαντη στο
συμβάν.
Η
ΝΤΙΝΑΜΟ, η μεγαλύτερη ομάδα στην
Κροατία, με τους σκληρούς οργανωμένους οπαδούς της, τους Bad Blue Boys, που υποστηρίζουν όλο και περισσότερο το
φασισμό με φασιστικά πανό και αντίστοιχα συνθήματα στις κερκίδες και τους
δρόμους, δείχνει πώς επεκτείνεται και στη σφαίρα του αθλητισμού, και ιδιαίτερα
του ποδοσφαίρου, η εξομάλυνση και αποδοχή του φασισμού.
Οι επαναλαμβανόμενες κραυγές για
το πώς το ποδόσφαιρο είναι πέρα από την πολιτική δεν φαίνονται απλώς αδύναμες,
αλλά πια καταλήγουν να μοιάζουν και χλευαστικές, όταν όλο και συχνότερα
αποκαλύπτονται κύματα φασιστικών συμπεριφορών και δράσεων μεταξύ οπαδών και
παραγόντων ποδοσφαιρικών ομάδων. Το ποδόσφαιρο δεν αναπτύσσεται ούτε λειτουργεί
εν κενώ, αντανακλά πολιτιστικά και κοινωνικά περιβάλλοντα και πολλές φορές γίνεται
προπομπός πολιτικοκοινωνικών αλλαγών. Εμφανές παράδειγμα είναι η ιστορία της
πολιτικοποιημένης ποδοσφαιρικής βίας μεταξύ των φιλάθλων στην πρώην
Γιουγκοσλαβία. Στα χρόνια που προηγήθηκαν από την εκδήλωση ένοπλων συγκρούσεων
στην Κροατία, υποστηρικτές στα αθλητικά γήπεδα και κυρίως σε ποδοσφαιρικούς
αγώνες εκδήλωναν επιθετικά, με τη μορφή προσβολών, επεισοδίων και
συγκρούσεων εθνικιστικό μίσος, διαιρεμένοι ήδη σε έθνη στα γήπεδα μιας ενιαίας
Γιουγκοσλαβία. Η ιστορία της κατάρρευσης
της Γιουγκοσλαβίας, σε έναν παροξυσμό μίσους και πολέμου, στο όνομα του
εθνικισμού που προωθούνταν από γερμανικά και αμερικανικά συμφέροντα, αντανακλάται
στη ιστορία της εξέλιξης της βίας στον γιουγκοσλαβικό αθλητισμό, ειδικά μεταξύ
των χούλιγκαν του ποδοσφαίρου. Αυτή η
βία σταδιακά μεταφέρθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της
δεκαετίας του 1990, στο επίπεδο των εθνικιστικών συγκρούσεων με την πολιτική
της ανεξαρτοποίησης και από εκεί στο πεδίο της μάχης.
Ο κόσμος λοιπόν του ποδοσφαίρου δεν είναι
αποκομμένος από τα κοινωνικά δρώμενα και φαίνεται ότι είναι αντανάκλαση των
πολιτικών παθών. Παράδειγμα, το ποδόσφαιρο στα
χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας που
έμοιαζε να είναι μια μαγική της αντανάκλαση, να δίνει την εικόνα μιας
ιδανικής κοινωνίας και να αποκτά δυσανάλογη προβολή από το καθεστώς σε μια
προσπάθεια αποπροσανατολιστική.
Εξάλλου το ποδόσφαιρο έχει γίνει
ο καθρέφτης ενός κόσμου που ελέγχεται πλήρως από την κεντρική αξία του
καπιταλισμού, τα χρήματα. Και είναι οι
πάμπλουτοι επιχειρηματίες που, εκμεταλλευόμενοι το άθλημα της εργατικής τάξης, αγοράζουν ομάδες, οι διάφοροι αθλητικοί
παράγοντες οι οποίοι αποκτούν μια
δυσανάλογη επιρροή μέσω της πίεσης που μπορεί να ασκούν στην πολιτεία και στην
ίδια την κοινωνία με τους
χειραγωγούμενους οργανωμένους οπαδούς των ομάδων. Επειδή μάλιστα το ποδόσφαιρο συνδυάζει ορισμένα στοιχεία, όπως στρατιωτικές αρετές, άγρια πίστη σε μια ομάδα,
ανάπτυξη του αισθήματος του ανήκειν, υπεράσπιση της τιμής της ομάδας, ενίσχυση
δεσμών των μελών που βασίζονται στην αρρενωπή συντροφικότητα που περιλαμβάνει μια εορταστική και μαχητική
διάσταση, επηρεάζεται η κατασκευή της ατομικής
και συλλογικής ταυτότητας, έτσι που μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο, ώστε με την κατάλληλη
χειραγώγηση τα ποδοσφαιρικά γήπεδα να γίνουν τόποι στρατολόγησης από ακροδεξιές
και φασιστικές ομάδες. Η έλξη των ποδοσφαιρικών αγώνων για ακροδεξιές και φασιστικές
ομάδες είναι προφανής, γιατί τα γήπεδα ποδοσφαίρου παρέχουν μια χρήσιμη
πλατφόρμα για τις ομάδες αυτές να κάνουν
τις φωνές τους να ακουστούν. Από εκεί οι απόψεις τους μπορούν να κατευθυνθούν
σε εκατομμύρια σπίτια.
Καθώς
στην Ευρώπη ο αντικομμουνισμός έχει εξελιχτεί σε κυρίαρχη ιδεολογία, οι
ρατσιστικές και ακροδεξιές θεωρίες αν και ξορκίζονται στα λόγια γίνονται
ανεκτές, όταν δεν προωθούνται εσκεμμένα με διάφορες μορφές. Γι’ αυτό και η εκμετάλλευση της βίας που συνδέεται με το
ποδόσφαιρο, η ενθάρρυνση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας σε ποδοσφαιρικούς
αγώνες δεν αποτρέπονται στην πραγματικότητα από την κυρίαρχη εξουσία. Κι ίσως
έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί και η ολιγωρία της αστυνομίας στα τελευταία
τραγικά επεισόδια χουλιγκανισμού που αντανακλά τη βούληση της ίδιας της
κυβέρνησης.
Το κράτος χρόνια τώρα θέλει να
πείσει ότι έχει το δικαίωμα να καθορίζει ποια είναι η νόμιμη δύναμη που έχει το
δικαίωμα να ασκεί βία και επαναλαμβάνει την αφήγηση με την οποία η κρατική βία
είναι πάντα αμυντική, ακόμα κι αν απροκαλύπτως επιτίθεται, και επομένως
δικαιολογείται η αστυνομοκρατία. Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση αποβαίνει
δύσκολη η δικαιολόγηση της …διακριτικότητας του αστυνομικού σώματος που στην
τελική εφαρμόζει πολιτικές αποφάσεις. Κι επειδή για να φτάσουν δεκάδες ναζί
εξοπλισμένοι από την Κροατία διασχίζοντας την Ελλάδα στην Αθήνα δεν μπορεί να
γίνεται εν αγνοία του κρατικού μηχανισμού ούτε μπορεί να αποδοθεί στην κακή εκτίμηση
ενός μόνου αστυνομικού παράγοντα οι προβληματισμοί για τις σκοπιμότητες της ολιγωρίας
της πολιτικής ηγεσίας δεν είναι αυθαίρετες. Και βέβαια σχετίζονται με τη
μετακίνηση της πολιτικής ηγεσίας, όχι μόνο στη χώρα μας, σε πιο ακροδεξιές
θέσεις και την ανοχή, αν όχι την προώθηση, από την κυρίαρχη εξουσία πότε
καλυμμένα, πότε απροκάλυπτα ακροδεξιών θέσεων, ενσταλλάζοντας το φόβο απέναντι
στη βία αυτών που τις υποστηρίζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου