Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

ΑΠΗΧΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ


Από την Ουκρανία, τρεις εβδομάδες μετά τη ρωσική εισβολή  συγκεχυμένες είναι  οι  πληροφορίες για τα τεκταινόμενα στο μέτωπο του πολέμου και συνεχείς οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών για επιθέσεις σε αμάχους, των οποίων η δραματική κατάσταση κορυφώνεται. Στην πολιορκούμενη Μαριούπολη το δημοτικό συμβούλιο ανακοίνωσε βομβαρδισμό του θεάτρου, όπου είχαν βρει καταφύγιο άμαχοι, ενώ η Ρωσία με ανακοίνωσή της διέψευσε πως βομβάρδισε το κτίριο. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν ανακοίνωσε επιπλέον 800 εκατομμύρια δολάρια σε βοήθεια για την ασφάλεια, για να βοηθήσει την Ουκρανία να αμυνθεί κατά της εισβολής της Ρωσίας, λίγες ώρες αφότου ο Πρόεδρος Β. Ζαλέσκι έκανε μια ακόμα έκκληση για βοήθεια στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, μια από τις δεκάδες παθιασμένες που επαναλαμβάνει τακτικά. Παρόμοια μίλησε την επόμενη μέρα  και στη Γερμανική Βουλή, κατηγορώντας τους Γερμανούς για τις οικονομικές σχέσεις με το Ρώσο πρόεδρο και απαιτώντας στρατιωτική υποστήριξη, εν μέσω χειροκροτημάτων. Συμβολικά γεγονότα που αξιοποιούνται  ως αφηγήσεις πάνω στις οποίες οικοδομείται η κυρίαρχη  ιδεολογία.
          Εν τω μεταξύ οι εχθροπραξίες συνεχίζονται, οι κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας χρεώνονται όλα τα προβλήματα που προκύπτουν από την ενεργειακή κρίση, η οποία είχε ξεκινήσει πολύ πριν τις  ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, και οι φωνές της προπαγάνδας αυξάνουν την ένταση τους σε βαθμό κώφωσης. Η ρητορική περί του διεθνούς δικαίου χρησιμοποιείται από τη Δύση ως ένα βολικό ιδεολογικό όργανο δικαίωσης της δικής της πολιτικής και καταδίκης των αντιπάλων της. Οι κατηγορίες για την περιφρόνηση της Ρωσίας προς τη διεθνή τάξη βασίζεται εν πολλοίς στην επιλεκτική ανάγνωση των διεθνών κανόνων από τη Δύση. Η επίκληση του δικαίου προσπαθεί να κρύψει επιμελώς ότι οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν φτωχό ιστορικό στην τήρηση ακριβώς αυτής της διεθνούς τάξης, που μετά τον πόλεμο βοήθησαν κι αυτές  να δημιουργηθεί. Η προώθηση της δυτικής δημοκρατίας, στα πλαίσια πάντα του διεθνούς δικαίου,  έχει χρησιμοποιηθεί πολύ επιλεκτικά σε Μ. Ανατολή ή Β. Αφρική, απλά ακολουθώντας ένα ρεαλιστικό σενάριο, με φιλελεύθερη γλώσσα, υποστήριξης των δυτικών συμφερόντων, που επιδιώκει την αλλαγή καθεστώτος προς το φιλικότερο στις δυτικές δημοκρατίες. Εξάλλου το έχουμε διαπιστώσει πως τα κράτη, ιδιαίτερα τα ισχυρά, σπάνια τηρούν τις περιοριστικές έννοιες του διεθνούς δικαίου, επειδή ακριβώς έχουν τη δύναμη να το παραβιάζουν, ιδίως όταν αντιμετωπίζουν εμπόδια στην  γεωπολιτική σφαίρα συμφερόντων τους. Η Ρωσία λοιπόν, ένα ισχυρό καπιταλιστικό κράτος, έχει παραβιάσει για άλλη μια φορά την καθιερωμένη αρχή της εδαφικής κυριαρχίας, ακριβώς λόγο των άμεσων συμφερόντων στην γειτονιά της.
         Καθώς εκτυλίσσεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και στις δυο πλευρές σπεύδουν να κατηγορήσουν την άλλη πλευρά ότι είχε υποθάλψει την επιθετικότητα. Η Δύση ενεργεί σαν η προστασία της κρατικής κυριαρχίας να ήταν πάντα η μόνη πιο σημαντική κινητήρια δύναμη των δυτικών πολιτικών, υποβαθμίζοντας τη σημασία της εμφάνισης νεοφασιστών στην Ουκρανία, ενώ η Ρωσία αντιμετωπίζοντας τη νατοϊκή εξάπλωση ως άμεση απειλή  εφάρμοζε εκβιαστικές πολιτικές έναντι της Ουκρανίας. Από τη Δύση η ώθηση  προς μια μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία του ΝΑΤΟ στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες παρουσιάζεται ως ένδειξη ενότητας του ΝΑΤΟ απέναντι σε μια εξωτερική απειλή, που δεν κατανομάζεται.  Από κοντά και οι δυτικοί διαμορφωτές κοινής γνώμης και πολιτικοί επικροτούν την επέκταση ενός καθεστώτος κυρώσεων στη Ρωσία που σε συνδυασμό με την προώθηση της ενότητας του στρατιωτικού μπλοκ του ΝΑΤΟ τροφοδοτεί την απομόνωση της Ρωσίας ως ξένου.   
        Στις διεθνείς σχέσεις  το παιχνίδι ευθυνών βασίζεται σε επιλεκτικές ερμηνείες του σωστού και του λάθος που αδυνατεί να διακρίνει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτών των στρατηγικών. Εξάλλου τα μέσα ενημέρωσης και στις δυο πλευρές αυξάνουν τις εχθρικές συμπεριφορές μεταξύ των πληθυσμών της Δύση και Ρωσίας, με τους δυτικούς μάλιστα να στενεύουν τη βάση των συζητήσεων συγκρίνοντας Πούτιν και Χίτλερ. Όσο για το Διεθνές Δίκαιο, είναι ένα ιδιαίτερα χρήσιμο ιδεολογικό όργανο ιμπεριαλιστικής επέκτασης, που της δίνει ηθική κάλυψη.   
        Στην Ουκρανία οι ΗΠΑ, αλλά και η Ρωσία, έχουν υποστηρίξει σιωπηρά ομάδες και άτομα με αμφισβητούμενο υπόβαθρο κι αυτή η  αδιαφανής υποστήριξη προς διχαστικές  πολιτικές δυνάμεις μπορεί να οδηγήσει  σε απώλεια ελέγχου. Γίνονται αναφορές για βοήθεια της Ρωσίας σε αντάρτες στην Ανατολική Ουκρανία, ενώ η Δύση δεν δίστασε να προσφέρει  υποστήριξη σε προσωπικότητες και δίκτυα που κάθε άλλο παρά μοιράζονται τις περιβόητες αξίες των δυτικών θεσμών και κατηγορούνται για φασιστικό πραξικόπημα το 2014. Παρέχοντας υποστήριξη και υποθάλποντας διχαστικές πολιτικές στην Ουκρανία, ιδίως υπερεθνικιστές και από τις δυο πλευρές, τόσο η Ρωσία όσο και η Δύση κλιμάκωσαν αντί να περιορίσουν τη σύγκρουση.
         Το τελικό ερώτημα είναι τι θα συμβεί στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων εάν ο πόλεμος λήξει με τη νίκη της Ρωσίας και πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε αυτήν από τον δυτικό κόσμο να αυξήσουν απότομα τον παγκόσμιο  οικονομικό κίνδυνο. Γιατί οι αντιδράσεις σε κρίσεις πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και τους συγκεκριμένους στόχους σχετικά με την κατάσταση μετά την κρίση. Κι αν φαίνεται αυτό να μην ενδιαφέρει τους άμεσα ή έμμεσα εμπλεκομένους, είναι γιατί αυτό για το οποίο αδιαφορούν είναι η τύχη των λαών, οι οποίοι μοιάζουν να άγονται και να φέρονται κατά τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Τα γεγονότα έχουν παρουσιαστεί με υπεραπλουστευμένο τρόπο από τη δυτική προπαγάνδα, ξανά το μανιχαϊστικό σχήμα της πάλης του καλού με το κακό,  που πασχίζει να αναδείξει τον Ζελένσκι σε ήρωα και τον Πούτιν σε τύραννο. Και φυσικά οι ανθρωπιστικές αξίες και το διεθνές δίκαιο χρησιμοποιούνται κατά κόρον ως ρητορικά εργαλεία, συμβάλλοντας στην αύξηση παρά στη μείωση των εντάσεων, καθώς η υποκρισία είναι διάχυτη από όλες τις πλευρές, χωρίς να γίνεται λόγος για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα που κατευθύνουν τις επιλογές των κυβερνώντων.   
       Αν κάτι αποκαλύπτει η ουκρανική κρίση είναι  ότι θεμελιώδεις μηχανισμοί στις διεθνείς κρίσεις παραμένουν όπως ήταν πριν από εκατό χρόνια. Η τρέχουσα μάλιστα έκτακτη ανάγκη στην Ουκρανία είναι πλούσια σε ιστορικές απηχήσεις. Αν ψάχνουμε λοιπόν  για χρήσιμες ιστορικές αναλογίες που μπορεί να βοηθήσουν στην κατανόηση της παρούσας κρίσης, ίσως ο μήνας που ακολούθησε τη δολοφονία του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, Αρχιδούκα Φραντς Φερδινάνδου, στο Σεράγεβο, τον Ιούνιο του 1914, να προσφέρεται για ιστορικές συγκρίσεις, με το κουβάρι των συμμαχιών που προέκυψαν και την αδυναμία των πολιτικών της εποχής να επικεντρωθούν στον αυξανόμενο κίνδυνο από τις απαιτήσεις των συμφερόντων, τις δεσμεύσεις των  συμμαχιών και  τις απειλές που οδήγησαν την Ευρώπη στο γκρεμό.
        Η κρίσιμη διαφορά με τώρα δεν είναι τόσο ότι  δεν υπάρχουν δύο ανταγωνιστικές συμμαχίες, κι ας στοιχήθηκε όλη η Δύση πίσω από το ΝΑΤΟ, αλλά κυρίως η χρήση πυρηνικών όπλων και από τις δυο πλευρές  που καθιστά  απίθανη μια άμεση σύγκρουση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας,  ενώ συγχρόνως σε καμιά περίπτωση δεν φαίνεται να υπάρχει  προθυμία μεταξύ των δυτικών πολιτών να πεθάνουν για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. 
     Όσον αφορά και  στις συγκρίσεις με το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όπως με τη συμφωνία του Μονάχου το 1938, που Αγγλία και Γαλλία πρόσφεραν στον Χίτλερ το τμήμα της Τσεχοσλοβακίας στη Σουδητία, μάλλον αποβλέπουν να ενισχύσουν την ταύτιση Πούτιν με Χίτλερ, που η δυτική προπαγάνδα καλλιεργεί. Γιατί η τραγωδία των δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε αμέσως μετά τη διάλυσή της και καμιά δυτική δημοκρατία δεν δίστασε να τις λεηλατήσει με κάθε τρόπο. Το όψιμο ενδιαφέρον της για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, στην οποία η αναβίωση του  φασιστικού  κινδύνου έγινε με τις ευλογίες της Δύσης,  συμπίπτει με την προώθηση των συμφερόντων της, με την ενσωμάτωση της Ουκρανίας περαιτέρω  στις δομές της Δυτικής Ευρώπης, με όλες τις συνέπειες, που η Ρωσία θεωρεί επικίνδυνη για τη δική της ύπαρξη.  
       Κι αν η σύγκριση  γίνεται  χρήσιμη είναι  όχι μόνο ως υπενθύμιση του πόσο τρομερό μπορεί να είναι το κόστος όταν η πολιτική αποτυγχάνει, η συζήτηση σταματά και ο συμβιβασμός γίνεται αδύνατος για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, αλλά και για να ξυπνήσει η συλλογική μνήμη για τη δύναμη του λαϊκού παράγοντα, που στα χρόνια του β΄ παγκοσμίου πολέμου ήταν τόσο καθοριστικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: