Κι ενώ η τελευταία, με απίστευτη σκληρότητα, αναίτια στυγνή δολοφονία του 19χρονου Αλκη
Καμπανού στη Θεσσαλονίκη στη μέση του δρόμου από ομάδα νεαρών αποδίδεται στην
τυφλή οπαδική βία, επίθεση χούλιγκαν του ΠΑΟΚ σε οπαδούς του ΑΡΗ, μοιάζει ελάχιστα να ευαισθητοποιεί ουσιαστικά,
και όχι επικοινωνιακά, κεντρική εξουσία
και παράγοντες ποδοσφαίρου, που αρκούνται σε μεγαλόστομες υποσχέσεις, οι οποίες
περιλαμβάνουν αυστηροποίηση νόμων και εντατικοποίηση αστυνομικών ελέγχων. Μόνο
που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όποιες μεταρρυθμίσεις υπόσχονται, αυτές πάντα
λοξοδρομούν όταν αφορούν μεγάλους συλλόγους που ανήκουν σε εκατομμυριούχους
ιδιοκτήτες. Ίσως γιατί το πρόβλημα με
την ποδοσφαιρική βία δεν είναι ούτε απλό ούτε συγκυριακό και αγγίζει τις
παρυφές των πόλων εξουσίας.
Τις τελευταίες
δεκαετίες φαίνεται ότι το ποδόσφαιρο από εβδομαδιαίο αντίδοτο στα δεινά του
καπιταλισμού έχει γίνει η ίδια η ενσάρκωση αυτού του ανταγωνιστικού συστήματος,
έχοντας
χαθεί πια το ελεύθερο και δίκαιο
παιχνίδι, η χαρά του να παίζεις για χάρη του παιχνιδιού. Κι αν και οι
επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, σε γενικές γραμμές, προέρχονταν πάντα από το
υπόβαθρο της εργατικής τάξης και συνειδητοποίησαν το όνειρο τους να ψυχαγωγούν
τις τοπικές τους κοινότητες κάθε Σαββατοκύριακο, στην πλειοψηφία τους έχουν
μετατραπεί σε κακομαθημένους παίκτες που πλέον παίζουν περισσότερο για χρήματα
παρά για την αγάπη του παιχνιδιού. Και ολοένα γίνεται πιο ξεκάθαρο ότι ο
πλούτος και η δύναμη στο παιχνίδι συγκεντρώνονται στα χέρια λίγων
επιχειρηματιών που δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το ίδιο το άθλημα. Το παγκόσμιο ποδόσφαιρο θεάματος –με τα κύπελλα του, τα
πρωταθλήματά του, τους τηλεοπτικούς του αγώνες, τα χρυσά αστέρια του, την πανταχού παρούσα διαφημιστική εκστρατεία
του– είναι μόνο το ορατό πρόσωπο του αθλήματος. Καθώς όμως γίνονται ιδιοκτήτες ομάδων μεγάλες εταιρείες, επιχειρηματίες, επενδυτικά
κεφάλαια σε συνεργασία με τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, και το διαχειρίζονται οι πράκτορες, οι μάνατζερ, οι εκατομμυριούχοι
του παίκτες με τα αστρονομικά ποσά, από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και το μάρκετινγκ, το ενδιαφέρον όλων αυτών
επικεντρώνεται αποκλειστικά στο συμφέρον
του κέρδους και ο μοναδικός τους σκοπός γίνεται η
παραγωγή χρημάτων. Έτσι το
ποδόσφαιρο έχει γίνει το πρότυπο όλων των κακών του καπιταλισμού. Αυτή η
αντιαθλητική αντιμετώπιση δεν κάνει
διάκριση ανάμεσα στην αθλητική ιδεολογία που επιδιώκει την νίκη για το κέρδος,
που μεταφέρεται από την εξουσία και τους θεσμούς της, και τη λαϊκή ηθική του
παιχνιδιού, όπου η κύρια κινητήρια δύναμη είναι η ευχαρίστηση και η επιθυμία να
συναγωνίζεσαι τον άλλον. Κι ενώ η
ευχαρίστηση από το άθλημα θα μπορούσε να γίνει το πρώτο βήμα προς τη χειραφέτηση, όταν
όμως κυρίως οι νέοι απλώς καταναλώνουν θέαμα που επιφέρει μεγαλύτερα κέρδη σε όσους εμπλέκονται μ’ αυτό, η κατάληξη
είναι να χάνεται η χαρά της συμμετοχής
σ’ ένα παιγνίδι, να χάνεται η συνείδηση του
ν’ ανήκει κανείς σε μια συλλογικότητα.
Κι έρχονται
οι σύνδεσμοι των οπαδών να καλύψουν το κενό. Όλους αυτούς
τους νέους στους συνδέσμους προσελκύει η
αναζήτηση μιας ισχυρής συλλογικής ταυτότητας, το αίσθημα του ανήκειν, η
υπεράσπιση της τιμής τη ομάδας που ακολουθούν, η αλληλεγγύη των υποστηρικτών μέσα
στις ομάδες. Κι εκεί μαθαίνουν τη βία σε επαφή με τους πιο έμπειρους και πιο
παλιούς και γοητεύει αυτή η μαχητική διάσταση, η δυνατότητα να επιτίθενται ή ν’
αντεπιτίθενται όταν δέχονται επίθεση είτε με την αστυνομία είτε με υποστηρικτές
άλλων ομάδων. Η βία θεωρείται ως το αντίστοιχο ή η συνέχεια, εντός και εκτός
του γηπέδου, της κοινωνικής και πολιτικής βίας που επεκτείνεται σε όλους τους
τομείς. Τα πολιτικά ξεσπάσματα που παρατηρούνται στους δρόμους γίνονται επίσης
ορατά στις εξέδρες των γηπέδων ποδοσφαίρου κι άλλες φορές μπορεί και να
προαναγγέλλονται. Η λεκτική και σωματική βία λοιπόν γίνεται βασικό μέρος της
ταυτότητάς τους. Κι έτσι γίνεται εύκολο για τους χορηγούς αυτών των συνδέσμων
οργανωμένα να ετοιμάζουν τους στρατούς υπεράσπισης των συμφερόντων τους. Και
καθώς οι πόλοι εξουσίας από την πολιτική μέχρι το ποδόσφαιρο είναι
συγκοινωνούντα δοχεία, η χρησιμοποίησή τους και για στενά πολιτικούς στόχους είναι
το πιο εύλογο, γι’ αυτό και πολλοί σύνδεσμοι γίνονται εκκολαπτήρια φασισμού.
Το να ξεχωρίζουμε
τις διάφορες πτυχές του ποδοσφαίρου ισχυριζόμενοι ότι διαχωρίζονται ο αθλητισμός και το χρήμα, το ποδόσφαιρο και η πολιτική,
οι «πραγματικοί οπαδοί» και οι χούλιγκαν, με άλλα λόγια ότι γίνεται διάκριση
μεταξύ «καλής» και «κακής» πλευράς του ποδοσφαίρου είναι μια επιφανειακή
αντιμετώπιση του φαινομένου. Το
ποδόσφαιρο μπορεί να γίνει πραγματικά κατανοητό μόνο με το να τοποθετηθεί στο
παγκόσμιο του πλαίσιο, δηλ. στον
παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό του οποίου είναι ο τέλειος καθρέφτης. Η γέννηση,
η επέκταση και η ίδρυση του ποδοσφαίρου στην πραγματικότητα καθορίζονται από
την ανάπτυξη του καπιταλισμού, ακολουθώντας την ιμπεριαλιστική επέκταση, ως κατάκτηση της παγκόσμιας αγοράς. Το
σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι η έκφραση του
καπιταλιστικού αποικισμού του κόσμου και η εξαγωγή του, ως εμπόρευμα, στις
τέσσερις γωνιές του πλανήτη –από τον τόπο καταγωγής του, την Αγγλία– αντανακλά
την επέκταση του ιμπεριαλισμού, τη διείσδυσή του σε ακόμα παρθένες περιοχές,
την ακόρεστη όρεξη του για κατακτήσεις και υπερκέρδη.
Το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να διατηρήσει στον έλεγχο του τους λαούς
με το να ενσωματώνει σταδιακά στους νόμους του όλους τους θεσμούς, τις
δραστηριότητες και τους τρόπους ζωής που του διέφευγαν ακόμη. Θα ήταν λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι ένα
πολιτιστικό φαινόμενο τόσο μαζικό και τόσο διεθνοποιημένο όσο το ποδόσφαιρο θα μπορούσε
να ξεφύγει επ' αόριστον από αυτή τη διαδικασία. Η
επαγγελματοποίηση και εμπορευματοποίηση του με τη συγκέντρωση του πλούτου και
της δύναμης από το παιχνίδι στα χέρια λίγων επιχειρηματιών που δεν
ενδιαφέρονται καθόλου για το ίδιο το άθλημα το υπέταξε στους νόμους του
καπιταλισμού. Και γι’ αυτό δεν αρκεί να κατηγορούνται συγκεκριμένα άτομα ή
φορείς για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ποδόσφαιρο και να
περιορίζονται οι διαμαρτυρίες ενάντια στις πολιτικές των ιδιοκτητών συλλόγων, προσποιούμενοι ότι το ποδόσφαιρο πρέπει κατά
κάποιο τρόπο να είναι απρόσβλητο από όλα τα παρεπόμενα των καπιταλιστικών
νόμων.
Γιατί το ποδόσφαιρο ήταν ένα
άθλημα που υπήρξε χωνευτήριο αντίστασης ενάντια στο κατεστημένο, και συνεχίζει να
παραμένει ένα όργανο χειραφέτησης για τις διάφορες καταπιεσμένες
κοινωνικές ομάδες σε όλη την ιστορία του, όπως είναι οι εργάτες, οι αποικισμένοι
λαοί, οι αποκλεισμένοι, όπως οι Παλαιστίνιοι. Το ποδόσφαιρο μπορεί πάντα να
γίνει όχημα διαμαρτυρίας. Οι κερκίδες
μπορούν να είναι ένας εντελώς αυτόνομος χώρος ελευθερίας για τη νεολαία,
απελευθερωμένη από κρατικούς δεσμούς με τη δυνατότητα να σφυρηλατήσει μια
πραγματική πολιτική ιδεολογία και να διακηρύξει την απέχθειά της για το
κατεστημένο. Γιατί το ποδόσφαιρο εκτός από εμπορικό θέαμα είναι πάνω από όλα μια φτωχή
πρακτική, που την οικειοποιούνται εύκολα όλοι, αφού μια απλή μπάλα αρκεί για να
διασκεδάσει κανείς. Το ποδόσφαιρο λοιπόν μπορούσε να γίνει ένας από τους τόπους
αναπαραγωγής για την εργατική κουλτούρα. Η παρακολούθηση του αγώνα κάθε
Σαββατοκύριακο, η υποστήριξη του συλλόγου στη γειτονιά ή το εργοστάσιό, ενίσχυε
στους εργαζομένους το αίσθημα υπερηφάνειας και ότι ανήκουν στην ίδια εργασιακή
κοινότητα. Αυτό το συναίσθημα μπορεί να τροφοδοτεί την ταξική συνείδηση και να
είναι ο καταλύτης για πολλούς
κοινωνικούς αγώνες.
Στην
τελική, κι αν το ποδόσφαιρο μπορεί να μην είναι η αιτία για να γίνουν οι
άνθρωποι βίαιοι ούτε να αρκεί για να αποκτήσουν πολιτική συνείδηση, όμως σε
χώρες των οποίων οι οικονομίες και οι πολιτικοί θεσμοί καταρρέουν, σε μέρη γεμάτα
φτωχούς, άνεργους, θυμωμένους νέους, οι ποδοσφαιρικοί αγώνες μπορούν να γίνουν
τόποι στρατολόγησης για επικίνδυνες ομάδες με σκοτεινούς στόχους. Αντιμετωπίζοντας
όμως αποκομμένα και αποσπασματικά τη σαπίλα του ποδοσφαίρου, αυτής της
γιγαντιαίας επιχείρησης, ούτε οι ενέργειες των φιλάθλων, από διαδηλώσεις μέχρι
μποϊκοτάζ μπορούν να τη σταματήσουν. Επειδή λοιπόν όλη η δύναμη που έχουν οι
οπαδοί στηρίζεται σε ταξική βάση, γι’ αυτό και μπορούν πραγματικά να ασκήσουν αυτή τη
δύναμή τους μόνο μέσω του εργατικού κινήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου