Ο εορτασμός της εργατικής Πρωτομαγιάς, της δεύτερης σε καιρό
πανδημίας, που εορτάζεται με απεργία στις 6 Μαΐου, με επίκεντρο το εργασιακό νομοσχέδιο
του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστή Χατζηδάκη αναδεικνύει
το χάσμα που χωρίζει την εργατική τάξη από το κεφάλαιο. Βέβαια ο υπουργός δεν
σταματά να υποστηρίζει πως με το νομοσχέδιο του δεν καταργείται το 8ωρο και η
πενθήμερη εργασία, αλλά η ευελιξία στη
διευθέτηση του χρόνου εργασίας, που
γίνεται κατόπιν συμφωνίας εργαζόμενου και εργοδότη, δίνει δυνατότητα για
καλύτερη ρύθμιση της κατανομής του χρόνου του εργαζομένου, ενώ προστατεύονται τα
δικαιώματά του από τις αυθαιρεσίες κακών εργοδοτών με την καθιέρωση της
ψηφιακής κάρτας απασχόλησης. Γιατί, όπως ισχυρίζεται, αυτή η διευθέτηση έχει ως βάση το οκτάωρο και
όσοι αντιδρούν υποστηρίζουν «αραχνιασμένα δόγματα του ’50 και του του ΄60». Γι’
αυτό βέβαια και προωθούνται η κατάργηση ασφαλιστικών δικλείδων για τις
απολύσεις, οι ατομικές συμβάσεις εργασίας, ο περιορισμός της λειτουργίας των
συνδικάτων, η ηλεκτρονική ψήφος για πραγματοποίηση της απεργίας. Μ’ αυτά τα μέτρα
επιτυγχάνεται ο στόχος, όπως δηλώνει ο υπουργός, «να αντιμετωπίσουμε τα
πραγματικά προβλήματα των εργαζομένων».
Μόνο που
υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ της ρητορικής και της πραγματικότητας. Η
κυβέρνηση προσπαθεί με έναν φιλεργατικό λόγο, που εστιάζει στη δυνατότητα
ρύθμισης εξατομικευμένων προγραμμάτων στην εργασία, να πείσει για τις ωφέλειες
που θα έχουν οι εργαζόμενοι με την εφαρμογή τους. Αυτή η έννοια των εξατομικευμένων προγραμμάτων,
μέρος του λεξιλογίου που σχετίζεται με το χρόνο εργασίας, έχει γνωρίσει πολλά
συνώνυμα, όπως ευλύγιστο ή ευέλικτο ή και
ελεύθερο ωράριο, που αναφέρονται σε χαρακτηριστικά εξατομικευμένων
προγραμμάτων τα οποία προβάλλονται από
το κεφάλαιο, υποστηρίζοντας πως ευνοούν
την επιλογή του υπαλλήλου για αύξηση του ελέγχου των χρονικών ορίων στη δουλειά, επιτρέποντάς
του μια προσωπική αυτονομία. Σε μια
τέτοια προσπάθεια εξωραϊσμού της επέκτασης του εργασιακού χρόνου ο υπουργός
χρησιμοποίησε το παράδειγμα με τις ελιές που μπορεί ο εργαζόμενος να μαζέψει
στο κτήμα του με άδεια πληρωμένη, αφού
σε άλλο χρόνο θα την έχει δουλέψει με υπερωρίες.
Κι αν στη
δεκαετία του ’70 με τα εξατομικευμένα προγράμματα καλλιεργούνταν η ελπίδα για
μια αλλαγή στον τρόπο διαχείρισης των χρονικών ορίων της εργασίας χωρίς ένα
άκαμπτο γραφειοκρατικό πλαίσιο, σαν μια απελευθέρωση από τα δεσμά των χρόνων της
βιομηχανικής δουλειάς και μια σύνδεση με το άτομο και τις ανάγκες του, η
συνέχεια δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή για τον εργαζόμενο. Γιατί αυτό το πλαίσιο εργασίας που καθιερώνεται προκύπτει
εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και
επιβράδυνσης της ανάπτυξης σε συνδυασμό με την αύξηση της ανεργίας, την
οικονομική παγκοσμιοποίηση, την επιδίωξη κερδοφορίας με την εντατικοποίηση του ανταγωνισμού που σχετίζεται
και με νέες μορφές παραγωγικής οργάνωσης. Στην πραγματικότητα λοιπόν αποκλείεται
η ατομική επιλογή του εργαζομένου κι αυτά τα εξατομικευμένα προγράμματα τελικά συσχετίζονται
με εργασία μερικής απασχόλησης, επέκτασης ωραρίου, απλήρωτων υπερωριών και δεν
λαμβάνονται υπόψη ούτε οι επιπτώσεις στις συνθήκες διαβίωσης του εργαζομένου
ούτε οι δικές του επιλογές.
Η ευελιξία
και η διαφοροποίηση στο χρόνο εργασίας, με την υπόσχεση της διαχείρισης από τους
εργαζόμενους των χρονικών πλαισίων της εργασίας σε συμφωνία με τον εργοδότη,
χρησιμοποιήθηκε στην τελική για να οδηγήσει στο ξεπέρασμα της τυποποίησης των
χρονικών κανόνων που επικρατούσαν μεταπολεμικά. Αυτή η τυποποίηση των ωρών εργασίας, δηλ. περίπου
40 την εβδομάδα, 8 ώρες την ημέρα με εβδομαδιαία ανάπαυση δυο συνεχόμενων
ημερών, ένα μήνα ετήσιας άδειας και νομικές εγγυήσεις γι’ αυτά, χρειάστηκε πάνω από έναν αιώνα για να θεσμοθετηθούν
μετά από δύσκολους και αιματηρούς αγώνες των εργαζομένων. Κι αν διαφημίζονται
αυτά τα εξατομικευμένα προγράμματα πως ευνοούν τον εργαζόμενο, είναι όμως που ο
εργοδότης στην τελική τα επιβάλλει, εκτρέποντας την ατομική επιλογή του
εργαζομένου προς όφελος της επιχείρησης. Ο καπιταλισμός έχει μάθει, γιατί του κοστίζει
λιγότερο, να μη γίνεται βίαιος πριν
εξαντλήσει όλα τα μέσα για να κλέψει τη συναίνεση του εργαζομένου με φρούδες
ελπίδες και μάταιες υποσχέσεις. Κι αυτή η υπόσχεση της ατομικής επιλογής γίνεται το μέσο για να κερδηθεί η συναίνεση των
εργαζομένων, που χωρίς συλλογικές συμβάσεις και με υψηλή ανεργία δεν έχουν άλλη
επιλογή από εκείνη του εργοδότη, αν θέλουν να διατηρήσουν την δουλειά τους. Γι’ αυτό και το επιχείρημα για μια καλύτερη
ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής είναι αβάσιμο και παραμένει άνευ ουσίας.
Ήδη από τις δεκαετίες του ’80 και ’90 είχαν
ξεκινήσει τα σχέδια για καταστρατήγηση του οκτάωρου και στο τραπέζι των συλλογικών διαπραγματεύσεων
γινόταν λόγος για συμβιβασμό, αντιπαραθέτοντας
την αυξημένη ευελιξία στη μείωση του χρόνου εργασίας. Οι μειωμένες εβδομαδιαίες
ώρες εργασίας, με την αντίστοιχη μείωση μισθού βέβαια, αρχίζουν να
αντιμετωπίζονται σαν ένας τρόπος για δημιουργία θέσεων εργασίας, ώστε να
αποφεύγονται οι απολύσεις, καθώς οι εργοδότες επιδιώκουν ευέλικτες ώρες
εργασίας για να αυξήσουν την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις διακυμάνσεις
της ζήτησης. Σ’ αυτές τις απαιτήσεις του κεφαλαίου οι κυβερνήσεις εμπλέκονται ενεργά, αλλάζοντας
τη νομοθεσία.
Μ’
αυτό το νομοσχέδιο λοιπόν επιδιώκεται η παγίωση στην εργατική νομοθεσία στοιχείων που βασίζονται στους κανόνες του
ανταγωνισμού και της κερδοφορίας του
κεφαλαίου εις βάρος των εργαζομένων και των συνθηκών εργασίας. Κι αν μοιάζει τέτοια νομοσχέδια να αποκλίνουν
τελείως από αυτήν την αρχή που υποστηριζόταν πως το αστικό κράτος ενστερνίζεται
με τους κανόνες του εργατικού δικαίου, δηλ. την προστασία του αδύνατου πόλου της εργασιακής
σχέσης που είναι ο εργαζόμενος, είναι
γιατί ποτέ ο καπιταλισμός δεν προστάτευε τις δυνάμεις της εργασίας. Είναι οι εργατικοί
αγώνες και ο φόβος του αντίπαλου δέους, της Σοβιετικής Ένωσης, που επέβαλλαν
αυτό που θεωρήθηκε μεταπολεμικά ως μοντέλο εργασίας με τη σταθερότητα, την ασφάλεια,
τις απολαβές και τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Με
την καπιταλιστική κρίση και με τον σοσιαλιστικό κόσμο νικημένο και το εργατικό κίνημα αδύναμο, ο καπιταλισμός αισθάνεται
αρκετά σίγουρος για να επιβάλλει τους όρους του στην εργατική τάξη, όπως έκανε
στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της επικράτησής του. Γι’ αυτό και στην αυριανή κινητοποίηση
πρέπει να συμμετέχει η μεγάλη πλειοψηφία
του εργατικού κόσμου, μαζί με το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ, το μόνο που
μπορεί να εμπνεύσει και να οργανώσει την αντίσταση στην καπιταλιστική λαίλαπα. Γιατί
τη δύναμη την έχει ο κόσμος της εργασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου