Η υγειονομική κρίση της πανδημίας εξελίσσεται στο μεγαλύτερο κοινωνικό πείραμα της ζωής μας, που δεν ξέρουμε πότε ή πώς θα τελειώσει. Στα πρώτα στάδια της κρίσης, υπήρχε διάχυτη η αντίληψη για αναστολή της πολιτικής και για στοίχιση πίσω από τις ενέργειες των εθνικών κυβερνήσεων. Με το κλείδωμα οι πολίτες στάλθηκαν σε εσωτερική εξορία στα σπίτια τους, πολλοί παρέλυσαν από φόβο και αβεβαιότητα. Οι κυβερνήσεις έδειχναν να κινούνται γρήγορα για να εισαγάγουν τα έκτακτα μέτρα για ανάσχεση της εξάπλωσης της ασθένειας, να υπόσχονται ενίσχυση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης, να βεβαιώνουν για διάσωση των θέσεων εργασίας και των επιχειρήσεων από την κατάρρευση. Μόνο που τώρα, στο επόμενο στάδιο της κρίσης, καθώς οι πολιτικές τους αποδεικνύονται ανεπαρκείς στην αντιμετώπιση της ζοφερής πραγματικότητας και αποκαλύπτουν την άσχημα κρυμμένη αδιαφορία τους σχετικά με τη δημόσια υγεία, όλη τους η ενέργεια καταναλώνεται για να βρουν τη σωστή γλώσσα και επιχειρηματολογία για να υποκλέψουν τη δημόσια στήριξη σ’ αυτές. Γι’ αυτό και τόσο από τη μεριά της κυβέρνησής μας όσο και από τα ΜΜΕ, στην πλειοψηφία τους σε ρόλο κυβερνητικού εκπροσώπου, στοχοποιούνται ομάδες του πληθυσμού ως αίτιοι διασποράς της επιδημίας, ώστε οι ευθύνες της κυρίαρχης εξουσίας να παραμένουν νεφελώδεις. Μάλιστα, τη βασική γραμμή της πολιτικής του συνόψισε στο τελευταίο μιας σειράς διαγγελμάτων του σχετικά με την επιδημία ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκη, που με πατερναλιστικές νουθεσίες θέλησε να κάνει πειστικό τον εκβιασμό, σε μορφή διλήμματος, «αυτοπροστασία ή καραντίνα» χρεώνοντας στην ατομική ευθύνη του καθενός την έξαρση των κρουσμάτων τους τελευταίους δυο μήνες. Η απροθυμία της κυβέρνησης να ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας και να αντιμετωπίσει το συνωστισμό στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα σχολεία ή στους χώρους δουλειάς με διαφορετική πολιτική, που δεν προκρίνει το κέρδος, είναι ενδεικτική της ευθύνης της για τα προβλήματα της δημόσιας υγεία. Η πανδημία covid-19 αποδεικνύεται μια αποκαλυπτική εμπειρία των προθέσεων της κυρίαρχης τάξης. Από τη μια φαίνεται τα κράτη να παίρνουν το προβάδισμα από την ονομαζόμενη αγορά, μετά από χρόνια περιορισμού τους, από την άλλη όμως πρόκειται για καπιταλιστικά κράτη που έχουν οργανωθεί με αυταρχικούς, αν και επιφανειακά δημοκρατικούς, κανόνες για τους εργαζόμενους, προς όφελος των ιδιοκτητών μέσων παραγωγής και διαχειριστών κεφαλαίων. Κι αν διακηρύττεται πως κύριος στόχος τους είναι να προστατεύσουν τις ζωές μας, όμως γίνεται φανερό όλο και πιο έντονα, πως ρυθμίζονται για να υποστηρίξουν μια αναδιοργάνωση του καπιταλισμού που απειλεί να διαβρώσει όχι μόνο μισθούς και εργασιακές σχέσεις αλλά και την καθημερινότητά μας με συνεχή κυβερνητικό έλεγχο προς όφελος της κυρίαρχης τάξης. Και δημιουργούνται συνθήκες που κάθε ακροδεξιά και φασιστική φωνή να βρίσκει ευκαιρίες για να εκμεταλλευτεί την πανδημία και να προωθήσει τις αντιλήψεις της, αποδίδοντας ευθύνες στις μειονότητες και τους αλλοδαπούς. Παίζοντας με τους φόβους για την υγεία, αλλά και την καθημερινότητα της ζωής των ανθρώπων ο φασιστικός λόγος ενσωματώνεται στον κυρίαρχο σαν άλλη άποψη, όταν οι αντιλήψεις του κυρίαρχου ρεύματος μοιάζουν ανεπαρκείς για κατανόηση και πολύ περισσότερο επίλυση της κρίσης. Ο ακροδεξιός και φασιστικός λόγος λοιπόν φαίνεται, με την αρωγή και της κυρίαρχης εξουσίας, πως καταφέρνει να διαχέεται, γιατί από τη μια έχει εισβάλει στο πολιτικό παιχνίδι στοχεύοντας σε βάθος χρόνου και από την άλλη βρίσκει τρόπους να προωθούνται και να στηρίζονται οι φασιστικές ιδέες, ακόμα κι αλλοιώνοντας την κοινή λογική όταν αποτελεί εμπόδιο σ’ αυτό. Ένα παράδειγμα ανέλιξης ακροδεξιού κομματιδίου στην κεντρική πολιτική σκηνή είναι ο ΛΑ.Ο.Σ του Γ. Καρατζαφέρη που για χρόνια, από το 2000, μέσω τηλεοπτικών εκπομπών ή εθνικιστικής ρητορικής του δόθηκε η ευκαιρία να αποκτήσει παρουσία στην πολιτική σκηνή και να μετατρέψει τις ακροδεξιές ιδέες από περιθωριακές σε δύναμη που καθορίζει την κυρίαρχη πολιτική με τη συμμετοχή του στην συγκυβέρνηση το 2011. Η εκμετάλλευση της οικονομικής κρίσης βοήθησε ακροδεξιά και φασιστικά κομμματίδια, όπως η Χρυσή Αυγή, να έρθουν στο προσκήνιο υποσχόμενα εναλλακτικές λύσεις. Το ίδιο περίπου συνέβη και το 2015 με την προσφυγική κρίση, όταν προκλήθηκε πανικός και η απαίτηση για ισχυρότερα σύνορα και αυστηρότερες πολιτικές ασύλου ενίσχυσε ακροδεξιές αντιλήψεις που η Νέα Δημοκρατία ενσωμάτωσε, πάτησε πάνω σ’ αυτές για να κερδίσει τις εκλογές. Κι αν φαίνεται πως στην παρούσα Βουλή δεν υπάρχει φασιστικό κόμμα, στην πραγματικότητα όμως έχουν αλλάξει οι όροι που όλοι συζητούν για την πολιτική κατάσταση, υιοθετώντας σε πολλά ζητήματα, απολύτως φυσικά, φασιστική οπτική. Στην πρωτοφανή συγκυρία που ζούμε, τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί για την ανάσχεση της επιδημίας προκαλούν ανησυχία για τις οικονομικές επιπτώσεις τους και την αύξηση της αστυνομικής καταστολής με χρήση βίας. Αλγεινό παράδειγμα είναι η αστυνομική επίθεση ενάντια σε μέλη της ΠΟΕΔΗΝ που διαμαρτύρονταν έξω από το υπουργείο Υγείας. Το μεγαλύτερο μέρος της πανδημικής κρίσης φαίνεται λοιπόν πως μάλλον είναι μια απάντηση της αστυνομίας παρά μια απάντηση των υγειονομικών υπηρεσιών. Κι έτσι δίνεται η ευκαιρία στον ακροδεξιό λόγο να εμφανίζεται ως αυτόκλητος υπερασπιστής δημοκρατικών ελευθεριών, στοχοποιώντας βέβαια μειονότητες και μετανάστες. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι σοβαρότερες επιπτώσεις μπορεί να είναι αποτέλεσμα διαταραχών σε βασικές ή σημαντικές υπηρεσίες δημιουργώντας ένα κενό που πλήττει τους πιο ευάλωτους της πιο ευάλωτης κοινωνίας. Υποκρινόμενοι οι φασίστες πως φροντίζουν να καλύψουν το κενό διαφημίζουν τη βοήθειά τους μόνο σε έλληνες ή δεινοπαθούντες από μετανάστες, κάνοντας έτσι το λόγο τους και τη συμπεριφορά τους να φαίνονται λιγότερο επιθετικές και απειλητικές. Και καθώς προωθείται η αφήγηση ότι η πανδημία είναι σφάλμα της αριστεράς με την ανεκτικότητά της στις μεταναστευτικές ροές, αποσιωπάται η ευθύνη της κυρίαρχης εξουσίας σχετικά με τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης που δεν χρηματοδοτούνται και την εξαθλίωση των πόλεων που μαστίζονται από τη φτώχεια και τις ταξικές διαιρέσεις. Έτσι οι αφηγηματικές εκδοχές του φασιστικού λόγου ταυτίζονται με μερικές από τις ιδέες που προωθούνται από τους ηγέτες αστικών δημοκρατιών, οι οποίοι κάνουν ό, τι μπορούν για να αποποιηθούν κάθε ευθύνη για την κρίση. Η πανδημία COVID-19 και η σχετική οικονομική κρίση έχουν εντείνει τα υφιστάμενα δεινά της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η ακροδεξιά ελπίζει να μετατρέψει την κατάσταση προς όφελός της - για να ωθήσει τον κόσμο πιο κάτω στο δρόμο της βαρβαρικής ανισότητας, της ρατσιστικής διαίρεσης και του ακραίου αυταρχισμού που υποστηρίζεται από τη βίαιη καταστολή. Οι φασίστες και η ακροδεξιά έχουν οικοδομήσει ιστορικά τις δυνάμεις τους σε περιόδους κρίσης. Γι’ αυτό και χρειαζόμαστε μια ισχυρή κομμουνιστική αριστερά για να τα αντιμετωπίσουμε, γι’ αυτό είναι αναγκαία και η ενίσχυση του κομμουνιστικού κόμματος, ώστε κάθε αγώνας ν’ απλώνεται οργανωτικά και πολιτικά για ν’ αντιστέκονται οι λαϊκές δυνάμεις στις φασιστικές, με όποια μορφή, επιθέσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου