Εδώ και πάνω από 10 μέρες, η δολοφονία ενός άοπλου μαύρου,
του Τζώρτζ Φλόιντ, από αστυνομικό
πυροδοτεί ταραχές σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ, δίνοντας την ευκαιρία στην
αστυνομία να επιδείξει όλες τις μορφές βίας και αυθαιρεσίας και να αποκαλυφθεί
το μέγεθος του ρατσισμού στην κοινωνία. Οι εικόνες από τις συγκρούσεις μεταξύ
διαδηλωτών και αστυνομικών μονοπωλούν την ειδησεογραφία και αυξάνουν τους
προβληματισμούς για την πολιτικοκοινωνική
κατάσταση της υπερδύναμης.
Και ανά
τον κόσμο, ενώ είναι πολλές οι διαμαρτυρίες για τη δολοφονία του Τζόρτζ Φλόιντ
μπροστά στις πρεσβείες των ΗΠΑ, δεν λείπουν όμως ούτε οι απαγορεύσεις, όπως στη
Γαλλία, για τις διαδηλώσεις με πρόσχημα τους κινδύνους για την υγεία και την
πρόκληση κοινωνικής αναταραχής, ούτε κι
αυτοί που όπως ο Πάπας μπορεί να καταδικάζουν οποιαδήποτε μορφή ρατσισμού, αλλά
φροντίζουν να καταδικάζουν και τις βίαιες αντιδράσεις, εστιάζοντας σε
βιαιότητες διαδηλωτών. Και στα καθ’ ημάς, δεν λείπουν αυτοί που με συλλογισμούς περίτεχνους που φαντάζουν αντικειμενικοί
προσπαθούν στην ουσία να δικαιολογήσουν τη ρατσιστική πολιτική των ΗΠΑ χρησιμοποιώντας
τον ορθό πολιτικό λόγο. Όπως η Σώτη Τριανταφύλλου, μιλώντας στο ΘΕΜΑ FM επιστρατεύει
την Ψυχολογία και μιλά για θυματοποίηση των αφροαμερικανών ή ο Στ. Καλύβας που σε
δελτίο του ΑΝΤΕΝΑ μιλά για μέλη μιας κοινότητας που στο υποσυνείδητο των αμερικανών έχουν
ταυτιστεί με την εγκληματικότητα και τον κίνδυνο.
Στο
προσκήνιο ήλθε πάλι το ρατσιστικό ζήτημα, αν και η συσχέτιση του με τη φτώχεια
μένει στο ημίφως, παρά τα στατιστικά στοιχεία και τις εμπειρίες ζωής που επιβεβαιώνουν τη σύνδεση.
Έτσι, για παράδειγμα σύμφωνα με έρευνα του Economic Policy Institute, όπως μας πληροφορεί
η ειδησεογραφία, στο έτος 2018 "το μέσο εισόδημα των λευκών νοικοκυριών
ήταν κατά 70% πιο αυξημένο σε σχέση με των μαύρων”, ενώ σύμφωνα με τον
Guardian, η ανεργία στους μαύρους και στους ισπανόφωνους συνήθως είναι διπλάσια
του αντίστοιχου ποσοστού των λευκών.
Αποδεικνύεται λοιπόν πως δεν αρκεί η νομοθεσία για να
εξαλειφθεί ο ρατσισμός, από τη στιγμή που λειτουργεί σε ένα ευρύ και περίπλοκο
φάσμα το οποίο δεν περιορίζεται στην προκατάληψη, αλλά και σε πιο θεμελιώδη χαρακτηριστικά που έχουν να
κάνουν με τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Η φυλετική ανισότητα, ο ρατσισμός,
είναι αναπόσπαστο μέρος του καπιταλισμού και δεν αντιμετωπίζεται απλώς με πολιτιστικούς όρους. Από τη στιγμή που διαφορετικές φυλετικές ή εθνοτικές ομάδες
υφίστανται διαφορετικές εκμεταλλευτικές πρακτικές, έχουν και διαφορετικά επίπεδα πρόσβασης στην
εξουσία και την οικονομική ευκαιρία, και δεν είναι η προκατάληψη η αιτία γι’ αυτό, αλλά μάλλον το αποτέλεσμα. Είναι που το
εμπόριο σκλάβων επέτρεψε τη μαζική συσσώρευση πλούτου στην Ευρώπη και την
Αμερική. Αιώνες λοιπόν κλοπής μισθών, διαπραγμάτευσης ανθρώπινων δεσμών,
ασφαλιστικές αξιώσεις για χαμένα φορτία σκλάβων, αποζημιώσεις για ιδιοκτήτες
σκλάβων μετά τη χειραφέτηση παγίδευσαν τους σκλάβους σε αυτό το καπιταλιστικό
σύστημα με ανισότητες βασισμένες στη φυλή ακόμα και μετά την απελευθέρωσή τους,
που εξέθρεψαν τις προκαταλήψεις.
Και είναι αυτός ο εγγενής
διαρθρωτικός ρατσισμός που λειτουργεί ως δύναμη
διαιώνισης της υπάρχουσας κατάστασης και χρησιμεύει ως αντίδραση σε κάθε
αλλαγή στην κατανομή του πλούτου. Αυτή η κατανομή έχει ευνοήσει τους
λευκούς μέσω της εκμετάλλευσης της μαύρης
εργασίας και ακόμα μέσω της άνισης πρόσβασης στην οικονομική ευκαιρία. Το θέμα
είναι πως οι αιτίες του ρατσιστικού ζητήματος με τον καιρό έχουν κρυφτεί βαθιά,
έχουν γίνει ακόμα και αόρατες ενσωματωμένες στον σύγχρονο πολιτισμό και τους θεσμούς.
Έτσι οι προκύπτουσες φυλετικές και
εθνοτικές ανισότητες καταλήγουν να διαιωνίζονται και καθώς το status quo προκύπτει από μια
ρατσιστική ιστορία συστηματοποιεί το ρατσισμό στο διηνεκές.
Διατηρώντας
την ίδια κατάσταση πραγμάτων θεωρείται πως η λύση είναι να αντιμετωπίζονται
όλοι το ίδιο ανεξαρτήτως χρώματος και φυλής, αγνοώντας την πραγματικότητα του
ήδη παγιωμένου πλεονεκτήματος και μειονεκτήματος που μετατρέπει ακόμα και την νομική ίση μεταχείριση σε ανισότητα, αφού
στην πράξη δεν εξασφαλίζει κοινωνική ισότητα στην παραγωγική διαδικασία. Εύκολα
λοιπόν αυτά τα άνισα αποτελέσματα μιας νομικής ισότητας χρησιμοποιούνται σαν
απόδειξη πως τα προβλήματα ανισότητας προκαλούνται από τις προσωπικότητες των
ανθρώπων και όχι από το σύστημα
Εξάλλου,
αυτός ο συστημικός ρατσισμός μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από το εάν τα
εμπλεκόμενα άτομα έχουν ρητές ή υποσυνείδητες ρατσιστικές συμπεριφορές και
μπορεί να επιδεινωθεί από την προσωπική προκατάληψη, αλλά δεν απαιτεί συνειδητή
προκατάληψη. Απαιτεί μόνο εφησυχασμό με ένα σύστημα που παράγει ρατσιστικά
αποτελέσματα. Το κλειδί για αυτή την κατανόηση είναι ότι το πιο εμφανές
χαρακτηριστικό του ρατσισμού δεν είναι κίνητρο, αλλά μάλλον συνέπεια. Για τους
μαύρους δεν υπάρχουν ίσες ευκαιρίες, οι πιθανότητες βελτίωσης ζωής είναι
περιορισμένες, γιατί είναι η φτώχεια που ορίζει τη ζωή τους.
Ο ρατσισμός λοιπόν μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει γιατί οι μαύροι στην Αμερική αποτυγχάνουν να
πάρουν ένα κομμάτι του «Αμερικανικού ονείρου» η μια γενιά μετά την άλλη,
αποδεικνύοντας πως είναι αναπόσπαστος και απαραίτητος για την καλή λειτουργία της
καπιταλιστικής κοινωνίας, έχοντας ουσιαστική ιδεολογική λειτουργία για να
παραβλεφθούν οι υλικές βάσεις αυτής της ανισότητας.
Η αστική τάξη ανέβηκε στην
εξουσία κάτω από τη σημαία «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα». Ωστόσο, η καθημερινή
πραγματικότητα εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στην παγκόσμια καπιταλιστική
τάξη είναι η δυστυχία, η καταπίεση και η φτώχεια. Οι ρατσιστές δεν
επιβαρύνονται με την υποχρέωση να αποδείξουν ότι η καπιταλιστική κοινωνία είναι
ισότιμη. Αντ’ αυτού, ισχυρίζονται ανοιχτά, κι έτσι τις δικαιολογούν, ότι οι
ανισότητες της ταξικής κοινωνίας βασίζονται σε φυσικές διακρίσεις αναλλοίωτες.
Ο ρατσισμός λοιπόν με τις
διάφορες μορφές του παραμένει σημαντικό ιδεολογικό στήριγμα για τις
καπιταλιστικές εξουσίες, παρέχοντας ένα σκεπτικό για τη βάρβαρη καταπίεση των
μειονοτήτων, όπως αποδεικνύεται και με τον ρατσισμό στη χώρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου