Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ


Οκτώ μήνες μετά τις εκλογές μοιάζει να έχουν τελειώσει τα επικοινωνιακά τεχνάσματα και για την κυβέρνηση  της Ν.Δ του  Κ. Μητσοτάκη, η οποία θα πρέπει να διαχειριστεί τις συνέπειες της πολιτικής της. Με τα επεισόδια  στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου φαίνεται πως  η απώλεια  της λαϊκής συναίνεσης σε κυβερνητικές αποφάσεις να εμπεδώνεται όσο περισσότερο η κυβέρνηση θέλει να κάνει επίδειξη αποφασιστικότητας σε αντιλαϊκά μέτρα και όσο αυτή η  δυσφορία αντιμετωπίζεται με ένταση του αυταρχισμού.
               Και βέβαια δεν είναι μόνο η δική μας κυβέρνηση που με τις επιλογές της έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, αφού το σύνολο των αστικών δημοκρατιών μας θα πρέπει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης  εις βάρος των εργαζομένων, των οποίων τις αντιδράσεις πρέπει να ελέγχει. Γι’ αυτό  και πολιτικές επιλογές για περιορισμό δικαιωμάτων όπως αυτό της ειρηνικής διαμαρτυρίας δεν είναι αποκλειστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης.
Από τη μια λοιπόν το Σύνταγμα, με το άρθρο 11, κατοχυρώνει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, από την άλλη η κυβέρνηση  της Ν.Δ  νομοθετεί για περιστολή αυτού του δικαιώματος επικαλούμενη την προάσπιση της δημόσιας ασφάλειας και την αποφυγή  διατάραξης της κυκλοφορίας και της εμπορικής δραστηριότητας. Το σχέδιο νόμου για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις, σύμφωνα με τις διαρροές στα μέσα ενημέρωσης,  προβλέπει υπεύθυνο συνάθροισης» και εντεταλμένου της αστυνομίας στον οποίο θα απευθύνεται, «αναλογικότητα στην κατάληψη δημοσίου χώρου» αλλά και την αστική και ποινική ευθύνη για τον υπεύθυνο συνάθροισης.
            Κι ενώ λοιπόν η συλλογική δράση και η διαμαρτυρία θεωρούνται εκφράσεις  μιας ομαλοποιημένης πολιτικής συμπεριφοράς, βασικό δικαίωμα σε  κάθε αστική  δημοκρατική κοινωνία, δεν διστάζει η δημοκρατία μας όταν φοβάται πως απειλείται,  την επιβολή νόμιμων περιορισμών στην άσκηση αυτού του δικαιώματος. Και δεν είναι μόνο στη χώρα μας που περιορίζεται αυτό το δικαίωμα. Φαίνεται πως αυτή η τάση παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις και σ’ άλλες αστικές δημοκρατίες, όπως στη Γαλλία, που νόμος "ενάντια στον χουλιγκανισμό", μεταξύ άλλων, απαγορεύει από διαδηλωτές να κρύβουν τα πρόσωπά τους και  δίνει στην αστυνομία ενισχυμένες εξουσίες να συλλαμβάνει ταραξίες στις διαδηλώσεις.
Το αστικό κράτος χρησιμεύει για να κυβερνά και να υποστηρίζει το σύστημα του καπιταλισμού με βάση την ιδιωτική ιδιοκτησία. Οι αστικές δημοκρατίες διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό από τη συναίνεση ή την υποστήριξη από κοινωνικές τάξεις. Μάλιστα οι συνήθεις πολιτικοί αγώνες, όπως μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών, αφορούν συνήθως την ισορροπία δυνάμεων μέσα στο σύστημα και όχι τις οργανωτικές αρχές του ίδιου του συστήματος που στηρίζονται στον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωση της παραγωγής. Η διαμαρτυρία είναι συχνά πάντα ενάντια σε κάτι, μια προσπάθεια να σταματήσει μια πολιτική ή μια πρακτική που διαφορετικά θα προχωρούσε χωρίς αμφισβήτηση. Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των ενεργειών διαμαρτυρίας στις αστικές δημοκρατίες είναι μη βίαιες, στην πραγματικότητα μια αύρα πραγματικής ή δυνητικής βίας συνήθως συνοδεύει τις παρουσιάσεις από τα  Μέσα Ενημέρωσης και τις επικρατούσες αντιλήψεις για τη διαμαρτυρία. Οι εικόνες αυτές και οι αντιλήψεις  αποτελούν μέρος μιας γενικής άποψης που εξισορροπεί το «δικαίωμα διαμαρτυρίας» με την ανάγκη «νόμου και τάξης».
Για τα συστημικά ΜΜΕ και την πολιτική ηγεσία πάντα η διαμαρτυρία στο δρόμο θεωρείται για το κυρίαρχο σύστημα προβληματική, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε απειλητικές για την εξουσία καταστάσεις. Γι’ αυτό,  από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα προωθούνται σαν κανάλια διαμαρτυρίας εκείνα που συνδέονται με το εκλογικό σύστημα, δηλ. ψηφοφορία, συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα, άσκηση πίεσης προς τους πολιτικούς. Όλες αυτές οι μέθοδοι συνεπάγονται την προσπάθεια να ανατεθεί σε κάποιον άλλο, ειδικούς, ελίτ εξουσίας, που θεωρούνται, αυθαιρέτως,  καλής πρόθεσης,  να αναλάβει δράση σε ένα ζήτημα, βάζοντας στο περιθώριο τις λαϊκές μάζες, ακριβώς γιατί πάντα υπάρχει ο φόβος για τις αντιδράσεις τους και τον έλεγχό τους.     
Σε συνθήκες έντασης της αμφισβήτησης τα κυρίαρχα θεσμικά όργανα υποστηρίζονται για να επιβληθούν από την αστυνομία και το στρατό. Ενώ η βία από τους «διαδηλωτές» καταδικάζεται πάντοτε και αποκαλείται συχνά τρομοκρατία, η βία από την αστυνομία ή το στρατό θεωρείται συνήθως νόμιμη. Η ασυμμετρία είναι ξεκάθαρη: ο νόμος και η κρατική εξουσία δικαιολογούν τη βία από τη μεριά τους  για να παρεμποδίσουν εκείνους που αμφισβητούν αποφάσεις της κυρίαρχης εξουσίας.
Πολλές φορές βέβαια ένα κατασταλτικό πλαίσιο, χωρίς τίποτε άλλο από τη βία για την υποστήριξή του, παρέχει μερικές φορές μεγαλύτερη αστάθεια στην κυρίαρχη εξουσία. Πρόσφατο παράδειγμα τα γεγονότα στη Λέσβο και τη Χίο.
Η καταστολή και ο περιορισμός δικαιωμάτων διαδραματίζει καίριο ρόλο στη δυναμική της συλλογικής δράσης. Μπορεί μερικές φορές να προκαλέσει κινητοποίηση, αλλά μπορεί επίσης να κάνει κάθε είδους δράση αδύνατη. Σε κάθε περίπτωση αυτό εξαρτάται από την οργάνωση και δυναμική του εργατικού κινήματος. Γι’ αυτό και φοβίζει πάντα η οργάνωσή του σε κόμμα, δηλ. στο κομμουνιστικό.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

ΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΠΟΙΟΝ


Τις τελευταίες μέρες η εγχώρια ειδησεογραφία επιμένει να εστιάζει το ενδιαφέρον της στους περίφημους προστατευόμενους μάρτυρες της υπόθεσης Novartis, δημοσιοποιώντας  λεπτομέρειες αντικρουόμενων δηλώσεων και συμπεριφορών των εμπλεκομένων στην προανακριτική επιτροπή της Βουλής, μαρτύρων και βουλευτών, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, σε επίπεδο πια κουτσομπολιού.  
               Νομοθετικά στη χώρα μας κατοχυρώνεται η προστασία μαρτύρων με το άρθρο 9 του αντιτρομοκρατικού νόμου 2928/2001, που έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα, δίνοντας τη δυνατότητα με τις διατάξεις του 3875/2010 2010 να περιληφθούν σε καθεστώς προστασίας μάρτυρες σε υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων και παράνομης διακίνησης μεταναστών, ενώ με την τροποποίηση του  Ν. 4254/2014, που εισάγεται ο θεσμός των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος,  η ένταξη σε καθεστώς προστασίας μαρτύρων επεκτάθηκε και σε οικονομικά εγκλήματα.  
               Στην αστική μας δικαιοσύνη η δημοσιότητα της δικαστικής διαδικασίας αποτελεί θεμελιώδη αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το δικαίωμα επομένως σε δίκαιη  και δημόσια δίκη ενισχύει την απαίτηση για  αναγνώριση του μάρτυρα και  τη διασταυρούμενη εξέτασή του στο δικαστήριο. Συγχρόνως όμως όλο και πιο συχνά υπενθυμίζεται πως  η αρχή της δημόσιας δίκης σε περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος ή σε ό,τι χαρακτηρίζεται από το αστικό κράτος τρομοκρατία μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για αποτελεσματικές διώξεις, γιατί οι μάρτυρες μπορεί να φοβούνται αν αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους.  
Μ’ αυτόν το σκεπτικό,  ο θεσμός του προστατευόμενου μάρτυρα είναι η παραδοχή της  αδυναμίας της κρατικής εξουσίας της κυρίαρχης τάξης απέναντι στην τρομοκρατία αλλά και στο οργανωμένο έγκλημα, τα οποία  μάλιστα η κυρίαρχη εξουσία αναγνωρίζει ως σοβαρή απειλή για την ασφάλεια, γιατί υπονομεύουν τον πυρήνα της δημοκρατίας και των βασικών αξιών του πολιτισμού προκαλώντας σοβαρές ζημίες στην κοινωνία και το κράτος. Οι προβληματισμοί όμως σχετικά με την δυσανάλογη δύναμη που  πολλές φορές διευκολύνεται να αποκτά το οργανωμένο έγκλημα ή με τη  δυσκολία να ελεγχθούν οικονομικές ατασθαλίες από το ταξικό κράτος  δεν είναι ανεξάρτητοι από υπόνοιες για αφανείς σκοπιμότητές του, που του επιτρέπουν τη χρησιμοποίησή τους για εδραίωση της εξουσίας του.
               Τα ερωτήματα επομένως για τις συνθήκες που ένας κατηγορούμενος μπορεί να έχει δίκαιη δίκη, όταν αποδείξεις που υπάρχουν εναντίον του έχουν υποβληθεί από μάρτυρα του οποίου η ταυτότητα παραμένει άγνωστη, εγείρουν ζητήματα που είναι αμφιλεγόμενα και περίπλοκα, κυρίως σχετικά με τα όρια της εφαρμογής των αποδεικτικών στοιχείων που βασίζονται σε μαρτυρίες ανώνυμων μαρτύρων. Όπως, αν οι ανώνυμες μαρτυρίες πρέπει να επιβεβαιώνονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, σε αντίθετη περίπτωση αν  θα πρέπει  να  μη ληφθούν υπόψη, αν θα πρέπει να περιορίζεται η χρησιμοποίησή τους  πρωτίστως από τις δικαστικές αρχές ως βάση για την εξεύρεση άλλης απόδειξης, αν υπάρχει κίνδυνος να κατασκευάζονται μαρτυρίες ανώνυμων μαρτύρων κλπ. Όλη αυτή η διαδικασία συνιστά μια δύσκολη αναζήτηση  ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου από τη μια και των δικαιωμάτων και συμφερόντων των μαρτύρων και θυμάτων από την άλλη. Επομένως, με την προσπάθεια εξασφάλισης της προστασίας των μαρτύρων μπορεί να προκύψουν επικίνδυνες καταστάσεις σε περίπτωση κατάχρησης της  ανώνυμης μαρτυρίας, που δεν έχει βέβαια να κάνει τόσο με προσωπικές όσο με πολιτικές επιλογές.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δίκης της Ηριάννας.
 Σκέφτεται κανείς πως ο θεσμός της προστασίας των μαρτύρων επιδιώκει από τη μια μεριά να κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας εξαιτίας της διαφθοράς και της κατάχρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την ίδια την κρατική εξουσία και από την άλλη επιδιώκει να της δίνει τη δυνατότητα νόμιμα να ελέγχει και να διαχειρίζεται περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται τρομοκρατικές ή σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά.
Ετούτος  λοιπόν ο εικοσαετής θεσμός και η χρησιμοποίησή του από την πολιτική μας εξουσία είναι ενδεικτικός στην ανάδειξη της δυνατότητας των πολιτικοοικονομικών ομάδων της εξουσίας να ελέγχουν  την κατεύθυνση, την ενεργοποίηση  ή την αναστολή θεσμικών λειτουργιών ανάλογα  με τα συγκυριακά  και οπωσδήποτε ιδιοτελή συμφέροντά τους. Ψηφίστηκε  από τα κόμματα που τώρα στρέφονται εναντίον του όπως η ΝΔ και το πρώην ΠΑΣΟΚ, το ΚΙΝΑΛ, και γίνεται αντικείμενο υπεράσπισης από το ΣΥΡΙΖΑ που δεν τον ψήφισε, ενώ το ΚΚΕ μένει σταθερό στη θέση του για τους κινδύνους του θεσμού των προστατευμένων μαρτύρων.
Μια τέτοια διφορούμενη  στάση των προσώπων και κομμάτων απέναντι στους θεσμούς και κανόνες αποκαλύπτει συνολικά την πεποίθηση ότι  η νομιμότητα και  απονομή δικαιοσύνης είναι περισσότερο θέμα προσωπικών προνομίων, συγκυρίας και συσχετισμού δύναμης  παρά αποτέλεσμα καθολικοποιημένης ισότητας δικαίου, όπως η αστική δικαιοσύνη ισχυρίζεται.  
Κι έτσι κάπως ξεχνιέται το ζητούμενο όλης αυτής της διαδικασίας που δεν είναι μόνο η απώλεια δισεκατομμυρίων από τα κρατικά ταμεία από την υπερτιμολογημένη φαρμακευτική δαπάνη και η αναζήτηση εμπλεκομένων πολιτικών και γιατρών σ’ αυτό, αλλά κυρίως η αποκάλυψη του  τρόπου λειτουργίας των φαρμακευτικών εταιρειών στα καπιταλιστικά κράτη που κερδοσκοπούν ασύστολα αδιαφορώντας για τις ανθρώπινες ζωές   στον ευαίσθητο χώρο της υγείας.
Το βασικό σκάνδαλο   είναι το ίδιο το σύστημα το οποίο εμπορευματοποιεί την υγεία του λαού, το φάρμακο, πυροδοτεί τους σφοδρότατους ανταγωνισμούς ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους, οι οποίοι εκτός των άλλων είναι πρόθυμοι και να εξαγοράσουν, όταν πρόκειται να διεκδικήσουν μεγαλύτερα μερίδια αγοράς και κέρδη, όπως είχε επισημάνει τον περασμένο Οκτώβρη ο βουλευτής του  ΚΚΕ Ν. Καραθανασόπουλος, μιλώντας στη Βουλή.
               Στην τελική, δεν πρόκειται να γίνουμε καθόλου σοφότεροι με το πέρας της λειτουργίας της προανακριτικής όσον αφορά το σκάνδαλο της Novartis, σίγουρα όμως πολλοί  προβληματισμοί για το ρόλο  που παίζει το στενό πλέγμα ανάμεσα σε κεφαλαιούχους ιδιοκτήτες με πολιτικά πρόσωπα και μεσάζοντες χρηματοδότες θα τροφοδοτηθούν έτι περαιτέρω.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ


Διαφημίζοντας ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γ. Βρούτσης  τη νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη υποστηρίζει πως ο νέος ασφαλιστικός νόμος, που στην ουσία θωρακίζει νομικά και συμπληρώνει τον προηγούμενο του Κατρούγκαλου, «δημιουργεί ένα ελκυστικό, ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστημα, που καλλιεργεί την ασφαλιστική συνείδηση σε όλους», ενώ  στα θετικά του νέου νόμου περιλαμβάνεται η «γενναία μείωση των ασφαλιστικών εισφορών». Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν τολμά ακόμα ξεκάθαρα να  αμφισβητήσει τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση, ενώ στην πραγματικότητα επιμένει στο συνταξιοδοτικό σύστημα των τριών πυλώνων,  με έναν πυλώνα  την πενιχρή εθνική σύνταξη που εγγυάται το κράτος, έναν δεύτερο τα επαγγελματικά ταμεία  και έναν τρίτο τις ιδιωτικές εταιρείες ασφάλισης.  
            Κι έτσι σιγά –σιγά αντικαθίσταται η κοινωνική ασφάλιση με ένα ιδιωτικό σύστημα ατομικών λογαριασμών συνταξιοδότησης. Γίνεται ατομική ευθύνη του καθενός η ασφάλιση, προς επίρρωση μιας αφηρημένης ελευθερίας που επιτρέπει τους εργαζόμενους εντός του καπιταλισμού να αρπάζουν τις ευκαιρίες που τους παρουσιάζονται, με το όνειρο του πλουτισμού. Έχοντας  λοιπόν …την απαράμιλλη ελευθερία οι εργαζόμενοι να επενδύουν στα καπιταλιστικά προϊόντα που επιλέγουν, το τελικό επίδομα συνταξιοδότησης θα εξαρτιέται αποκλειστικά από το μέγεθος των εισφορών τους, αφού οι συντάξεις τους θα εξαρτώνται από τις συσσωρεύσεις των προηγούμενων εξοικονομήσεων, και την επιτυχία του επενδυτικού σχεδίου τους, που μπορεί να περιλαμβάνει χρηματιστήριο, ομόλογα κλπ.
        Η ανάγκη για δραστική μεταρρύθμιση του δημόσιου και υποχρεωτικού συνταξιοδοτικού συστήματος, με  το πρόσχημα της  οικονομικής μη βιωσιμότητας του εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού και τις ανισορροπίες στην κοινωνική ασφάλιση, είναι ένα ζήτημα που άρχισε να παρουσιάζει σημαντική δημοσιότητα στις αρχές της δεκαετίας του '90. Χρησιμοποιήθηκαν και στη χώρα μας τέτοιες δικαιολογίες για να γίνει αποδεκτή η μείωση των παροχών που εγγυάται το δημόσιο, δρομολογώντας από τότε  -όταν με το νόμο του  Δ. Σιούφα στην κυβέρνηση του Κων. Μητσοτάκη διαφοροποιούνται τα ασφαλιστικά δικαιώματα ανάλογα με τη χρονολογία της πρώτης ασφάλισης και  χειροτερεύουν οι όροι συνταξιοδότησης γι΄ όλους- τη μετάβαση σε ένα ιδιωτικό συνταξιοδοτικό σύστημα.
               Αυτό συνεπάγεται την εγκατάλειψη ενός διανεμητικού συστήματος βασισμένου στην αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, όπου οι ενεργοί εργαζόμενοι πληρώνουν για τις συντάξεις των πρώην εργαζομένων που συνέβαλαν στην ανάπτυξη, την εκπαίδευσή τους και τη δημιουργία της απαραίτητης υποδομής για την εργασία τους. Αντί γι’ αυτό κάθε εργαζόμενος είναι αυτοδύναμος, εξοικονομώντας ένα χρηματικό ποσό για να εξασφαλίσει επαρκή συνταξιοδοτική κάλυψη. Η πρόθεση αυτή δικαιολογείται πάντοτε από την ιδέα της μη βιωσιμότητας του δημόσιου συστήματος, που συνδυάζεται με τα υποτιθέμενα «αποδεικτικά στοιχεία», ότι η αγορά είναι μακροπρόθεσμα πιο αποδοτική από το δημόσιο σύστημα παροχής και βέβαια συνδυάζεται και με τη μείωση γενικά της κοινωνικής πρόνοιας υπέρ της ιδιωτικοποίησης της παροχής δημόσιων υπηρεσιών όπως είναι η υγειονομική περίθαλψη.
Αυτό που αποφεύγεται όμως να λέγεται είναι πως  η οικονομική δύναμη των συνταξιοδοτικών ταμείων είναι τέτοια, που όποιος έχει πρόσβαση σ’ αυτό το τεράστιο χρηματικό ποσό θα έχει πρόσβαση σε τεράστια οικονομική και πολιτική εξουσία. Αν λοιπόν με την ιδιωτικοποίηση της συνταξιοδότησης στην καπιταλιστική Δύση καταλήξουν τα συνταξιοδοτικά ταμεία χρηματιστηριακά προϊόντα να τα διαχειρίζονται μια χούφτα τράπεζες, το αποτέλεσμα δεν θα είναι βέβαια να δημιουργείται πλούτος όπως διαφημίζουν, αλλά απλώς η αναμόχλευσή του προς όφελος του κεφαλαίου.
         Όταν το αστικό προλεταριάτο γέμιζε τα εργοστάσια του δέκατου ένατου αιώνα, χιλιάδες τραυματίες, άρρωστοι και ηλικιωμένοι εργάτες είχαν ανάγκη από βοήθεια για να επιβιώσουν. Η οργάνωσή τους σε συνδικάτα με πρωτοπόρους κομμουνιστές και σοσιαλιστές τους έδωσε δύναμη να απαιτήσουν συντάξεις για εκείνους που «είναι πολύ ηλικιωμένοι για να εργαστούν και είναι πολύ νέοι για να πεθάνουν». Προσπαθώντας το κεφάλαιο να εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη πότε με σιδερένια γροθιά πότε με παραχωρήσεις, ανάλογα με την πίεση και τη δυναμική του εργατικού κινήματος, αναγκάστηκε να  θεσπίσει συντάξεις για το εργατικό δυναμικό και  μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο και υπό την πίεση του  αντιστασιακού κινήματος και της αίγλης της Σοβιετικής Ένωσης, προπαγάνδιζε ως καπιταλιστική παραχώρηση το κράτος πρόνοιας.  
        Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος το κυρίαρχο σύστημα είδε την ευκαιρία να μετατρέψει την κρατική εγγύηση της  κοινωνικής ασφάλειας σε ένα παιχνίδι μετοχών με τη συνταγή της ιδιωτικοποίησής της που θα εξασφαλίσει νέα πεδία κερδοφορίας στο κεφάλαιο. Κι είναι λοιπόν αυτό το σύστημα της καπιταλιστικής απληστίας που με λογιστικές μελέτες και επιστημονικοφανή συμπεράσματα για το δημογραφικό πρόβλημα δηλώνει αδυναμία να διατεθούν οι πόροι που απαιτούνται για την επαρκή στήριξη των ηλικιωμένων, την εκπαίδευση των παιδιών, την περίθαλψη των εργαζομένων.
             Κι ενώ  η φύση της εργασίας αλλάζει καθιστώντας την οκτάωρη εργασία παρωχημένη, γιατί  η αυτοματοποίηση κάνει πραγματικότητα  τη συρρίκνωση του χρόνου εργασίας χωρίς να περιορίζεται ο πλούτος που παράγεται, η κερδοφορία του κεφαλαίου επιμένει στην απομύζηση των εργαζομένων που όταν δεν έχουν σημασία για την παραγωγή απορρίπτονται όπως και από  άλλες πτυχές της κοινωνίας.
            Για  όλους τους εργαζόμενους σε κάποια στιγμή της ζωής τους η ανεργία, η έλλειψη στέγης, η φτώχεια, η ασθένεια κλπ. πάντα υπάρχει ο κίνδυνος από απειλή να γίνουν πραγματικότητα. Γι’ αυτό όλοι χρειάζονται το δίχτυ της κοινωνικής ασφάλισης, γι’ αυτό εργαζόμενοι  και συνταξιούχοι θα πρέπει να αγωνιστούν για την κοινωνική ασφάλιση που προστατεύει από τις αναπόφευκτες κρίσεις που βιώνουμε στα καπιταλιστικά συστήματα. 
         Μπορούμε λοιπόν να απουσιάζουμε από τις αυριανές κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό;
              

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΩΝ


Η κυβέρνηση της ΝΔ με επικεφαλής τον Κ. Μητσοτάκη ανακοινώνει δια στόματος κυβερνητικού εκπροσώπου Σ. Πέτσα πως «ακολουθεί διαφορετική πολιτική στο Προσφυγικό-Μεταναστευτικό ζήτημα» που ουσιαστικά, πέρα από διακηρύξεις δεοντολογικού χαρακτήρα όπως επιτάχυνση διαδικασιών ασύλου ή φύλαξη συνόρων,  εντοπίζεται στη δημιουργία ελεγχόμενων κλειστών δομών. Και είναι μόνο γι’ αυτή την πολιτική επιλογή που η κυβέρνηση έσπευσε σε έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για την επίταξη ακινήτων και εκτάσεων που απαιτούνται για τη δημιουργία των κλειστών δομών που είναι η μετονομασία, σύμφωνα με το ορθώς πολιτικό λεξιλόγιο, των παραδοσιακών στρατοπέδων συγκέντρωσης.
           Επιφανειακά,  αυτά τα κλειστά κέντρα κράτησης δεν φαίνονται να ταιριάζουν σε έναν ορισμό των στρατοπέδων συγκέντρωσης ως χώρων κράτησης ανθρώπων χωρίς δίκη με βάση μια ομαδική ταυτότητα, είτε φύλου είτε εθνικότητας κλπ. γιατί επίσημα οι πρόσφυγες και μετανάστες κρατούνται λόγω του καθεστώτος μετανάστευσης και όχι κάποιας ομαδικής τους ταυτότητας. Μόνο που και η κυβέρνησή μας το δηλώνει σε όλους τους τόνους πως η χώρα μας δεν πρέπει να παρέχει ένα ασφαλές καταφύγιο για τους εκτοπισμένους του πολέμου και της ανέχειας. Ενδεικτικές  είναι οι δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδη πως «πρέπει να σταλεί ένα μήνυμα ότι οι μετανάστες δεν είναι ευπρόσδεκτοι».  Οι άθλιες λοιπόν  συνθήκες στα κέντρα κράτησης δεν είναι οι τραγικές συνέπειες ενός συστήματος που έχει φτάσει στα όριά του, αλλά είναι προϊόντα ενός συστήματος που λειτουργεί ακριβώς όπως έχει σχεδιαστεί. Οι απάνθρωπες συνθήκες είναι μια πολιτική, η οποία σκοπό έχει να αποθαρρύνει τους αναζητούντες στη χώρα μας άσυλο. Δηλ. στην τελική η κυρίαρχη πολιτική αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους με την ομαδική τους ταυτότητα, είναι οι αλλοδαποί του τρίτου κόσμου  που είναι απειλή για την ευρωπαϊκή κουλτούρα και την αστική δημοκρατία της Δύσης.  Κι αν στο ναζιστικό παρελθόν οι άνθρωποι κλείστηκαν σε στρατόπεδα λόγω της εβραϊκής ταυτότητάς τους, οι πρόσφυγες και μετανάστες σήμερα στερούνται επίσης το άσυλο λόγω του ιστορικού τους που περιλαμβάνει το χρώμα τους, τη θρησκεία τους, την προέλευσή τους.
Εξάλλου,  τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είναι μόνο συνώνυμα με τη ναζιστική τρομοκρατία, αλλά  έχουν βαθιές ρίζες στον πολιτισμό και την πολιτική της Αγγλοσαξωνικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, αφού ο όρος «στρατόπεδο συγκέντρωσης» χρονολογείται από τον πόλεμο των Μπόερς στην αυγή του 20ου αιώνα και οι ΗΠΑ δημιούργησαν κι αυτοί τέτοια στρατόπεδα κατά τη διάρκεια του πολέμου των Φιλιπίννων την ίδια περίοδο. Δηλ. στον ευρωπαϊκό μας πολιτισμό η ναζιστική θηριωδία των στρατοπέδων ήταν η απώτατη κατάληξη μιας αποικιοκρατικής πρακτικής.
Δεν είναι λοιπόν υπερβολή η αναγνώριση ομοιοτήτων ανάμεσα στην κατάσταση των Εβραίων στην Ευρώπη του μεσοπολέμου και ιδιαίτερα στο ναζιστικό καθεστώς μ’ αυτήν των αιτούντων άσυλο στη σύγχρονη Ευρώπη του 21ου αιώνα. Και τότε και τώρα δαιμονοποιήθηκαν ευάλωτες ομάδες που η κυρίαρχη εξουσία αποθήκευσε σε απομονωμένους καταυλισμούς και σκόπιμα υπέβαλε σε απάνθρωπη μεταχείριση  για να προωθηθεί μια ρατσιστική αντίληψη για το τι είναι εθνικά καλό.
Στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι άνθρωποι, που καταλήγουν εκεί από απελπισία επειδή δεν μπορούν να ζήσουν όπου γεννήθηκαν,  δεν έχουν κανένα έλεγχο στη ζωή τους, αντιμετωπίζονται ως κατώτεροι και γίνεται προσπάθεια κανείς να μην ταυτιστεί μαζί τους  και έτσι να παγιώνεται η ρατσιστική αντίληψη. Βασικά έχουν σχεδιαστεί για να χωρίσουν μια ομάδα ανθρώπων από μια άλλη, επειδή οι δημιουργοί του στρατοπέδου θεωρούν τους ανθρώπους που τοποθετούν εκεί ως επικίνδυνους ή ανεπιθύμητους με κάποιο τρόπο. Γι’ αυτό και ξεσηκώνει θύελλα διαμαρτυριών ο παραλληλισμός τους με τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής και τη ρατσιστική αντιμετώπιση τους από πολλούς γηγενείς.
             Η ανακοίνωση της δημιουργίας των νέων στρατοπέδων συγκέντρωσης, όποιο όνομα και αν τους δίνεται, είναι το σημείο καμπής εκφασισμού της κοινωνίας μας.  Από τη στιγμή που συζητάμε για στρατόπεδα συγκέντρωσης ο εφιάλτης του φασισμού ξαναεπιστρέφει με νομοθετικές ρυθμίσεις της αστικής μας δημοκρατίας. Αυτές  οι κλειστές δομές είναι στρατόπεδα συγκέντρωσης ακόμα κι αν δεν είναι Νταχάου ή Άουσβιτς, ακόμα κι αν υπάρχει ισχυρή αντίσταση στη χρήση του όρου, γιατί έχει λάβει ένα συγκεκριμένο συναισθηματικό νόημα μετά το Ολοκαύτωμα.
            Κι αν δεν είναι ίδια λοιπόν τα κέντρα κράτησης  μ’ εκείνα τα στρατόπεδα που διαχειρίζονταν οι Ναζί, κι αν καμία απ’ αυτές τις καταστάσεις τότε και τώρα  δεν είναι ίδια στις λεπτομέρειές της, όμως και μόνο η συζήτηση για αμφισβητούμενους όρους και μόνο οι διαψεύσεις για τη σκοπιμότητα αυτών των κέντρων δείχνει τη θλιβερή μας κατάσταση. Γιατί η προσπάθεια πολιτικών αξιωματούχων να δικαιολογήσουν τέτοιου είδους πολιτικές αποφάσεις αρνούμενοι οποιαδήποτε σύγκριση με τη ναζιστική πρακτική στηρίζεται στο σκεπτικό πως οι μετανάστες που κρατούνται σήμερα είναι κατά κάποιο τρόπο λιγότερο άξιοι της ανησυχίας μας, επειδή οι ιδιαιτερότητες της κατάστασής τους είναι διαφορετικές από τα θύματα του παρελθόντος.
             Μόνο που το μάθημα του Ολοκαυτώματος μας έμαθε πως είναι δυνατό οι φρικαλεότητες να συμβαίνουν ακριβώς κάτω από τις μύτες των «αξιοπρεπών» ανθρώπων και γι’ αυτό πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση ανά πάσα στιγμή, γιατί είμαστε συνένοχοι ακόμα και μόνο με την σιωπή μας.