Οκτώ μήνες μετά τις εκλογές μοιάζει να έχουν τελειώσει τα
επικοινωνιακά τεχνάσματα και για την κυβέρνηση της Ν.Δ του
Κ. Μητσοτάκη, η οποία θα πρέπει να διαχειριστεί τις συνέπειες της
πολιτικής της. Με τα επεισόδια στα νησιά
του ΒΑ Αιγαίου φαίνεται πως η
απώλεια της λαϊκής συναίνεσης σε
κυβερνητικές αποφάσεις να εμπεδώνεται όσο περισσότερο η κυβέρνηση θέλει να
κάνει επίδειξη αποφασιστικότητας σε αντιλαϊκά μέτρα και όσο αυτή η δυσφορία αντιμετωπίζεται με ένταση του
αυταρχισμού.
Και
βέβαια δεν είναι μόνο η δική μας κυβέρνηση που με τις επιλογές της έρχεται σε
ευθεία σύγκρουση με μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, αφού το σύνολο των αστικών
δημοκρατιών μας θα πρέπει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης εις βάρος των εργαζομένων, των οποίων τις
αντιδράσεις πρέπει να ελέγχει. Γι’ αυτό και πολιτικές επιλογές για περιορισμό
δικαιωμάτων όπως αυτό της ειρηνικής διαμαρτυρίας δεν είναι αποκλειστικότητα της
ελληνικής κυβέρνησης.
Από τη μια λοιπόν το Σύνταγμα, με το άρθρο 11, κατοχυρώνει το δικαίωμα
του συνέρχεσθαι, από την άλλη η κυβέρνηση της Ν.Δ
νομοθετεί για περιστολή αυτού του δικαιώματος επικαλούμενη την προάσπιση
της δημόσιας ασφάλειας και την αποφυγή
διατάραξης της κυκλοφορίας και της εμπορικής δραστηριότητας. Το σχέδιο
νόμου για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις, σύμφωνα με τις διαρροές στα μέσα
ενημέρωσης, προβλέπει υπεύθυνο
συνάθροισης» και εντεταλμένου της αστυνομίας στον οποίο θα απευθύνεται,
«αναλογικότητα στην κατάληψη δημοσίου χώρου» αλλά και την αστική και ποινική
ευθύνη για τον υπεύθυνο συνάθροισης.
Κι ενώ λοιπόν η
συλλογική δράση και η διαμαρτυρία θεωρούνται εκφράσεις μιας ομαλοποιημένης πολιτικής συμπεριφοράς,
βασικό δικαίωμα σε κάθε αστική δημοκρατική κοινωνία, δεν διστάζει η
δημοκρατία μας όταν φοβάται πως απειλείται, την επιβολή νόμιμων περιορισμών στην
άσκηση αυτού του δικαιώματος. Και δεν είναι μόνο στη χώρα μας που περιορίζεται
αυτό το δικαίωμα. Φαίνεται πως αυτή η τάση παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις και
σ’ άλλες αστικές δημοκρατίες, όπως στη Γαλλία, που νόμος "ενάντια
στον χουλιγκανισμό", μεταξύ άλλων, απαγορεύει από διαδηλωτές να κρύβουν τα
πρόσωπά τους και δίνει στην αστυνομία
ενισχυμένες εξουσίες να συλλαμβάνει ταραξίες στις διαδηλώσεις.
Το αστικό
κράτος χρησιμεύει για να κυβερνά και να υποστηρίζει το σύστημα του καπιταλισμού
με βάση την ιδιωτική ιδιοκτησία. Οι αστικές δημοκρατίες διατηρούνται σε μεγάλο
βαθμό από τη συναίνεση ή την υποστήριξη από κοινωνικές τάξεις. Μάλιστα οι
συνήθεις πολιτικοί αγώνες, όπως μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών,
αφορούν συνήθως την ισορροπία δυνάμεων μέσα στο σύστημα και όχι τις οργανωτικές
αρχές του ίδιου του συστήματος που στηρίζονται στον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωση
της παραγωγής. Η διαμαρτυρία είναι συχνά πάντα ενάντια σε κάτι, μια προσπάθεια
να σταματήσει μια πολιτική ή μια πρακτική που διαφορετικά θα προχωρούσε χωρίς
αμφισβήτηση. Αν και η συντριπτική πλειοψηφία των ενεργειών διαμαρτυρίας στις αστικές
δημοκρατίες είναι μη βίαιες, στην πραγματικότητα μια αύρα πραγματικής ή
δυνητικής βίας συνήθως συνοδεύει τις παρουσιάσεις από τα Μέσα Ενημέρωσης και τις επικρατούσες
αντιλήψεις για τη διαμαρτυρία. Οι εικόνες αυτές και οι αντιλήψεις αποτελούν μέρος μιας γενικής άποψης που
εξισορροπεί το «δικαίωμα διαμαρτυρίας» με την ανάγκη «νόμου και τάξης».
Για τα
συστημικά ΜΜΕ και την πολιτική ηγεσία πάντα η διαμαρτυρία στο δρόμο θεωρείται
για το κυρίαρχο σύστημα προβληματική, γιατί μπορεί να οδηγήσει σε απειλητικές
για την εξουσία καταστάσεις. Γι’ αυτό, από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα προωθούνται
σαν κανάλια διαμαρτυρίας εκείνα που συνδέονται με το εκλογικό σύστημα, δηλ.
ψηφοφορία, συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα, άσκηση πίεσης προς τους πολιτικούς.
Όλες αυτές οι μέθοδοι συνεπάγονται την προσπάθεια να ανατεθεί σε κάποιον άλλο,
ειδικούς, ελίτ εξουσίας, που θεωρούνται, αυθαιρέτως, καλής πρόθεσης, να αναλάβει δράση σε ένα ζήτημα, βάζοντας στο
περιθώριο τις λαϊκές μάζες, ακριβώς γιατί πάντα υπάρχει ο φόβος για τις αντιδράσεις
τους και τον έλεγχό τους.
Σε συνθήκες
έντασης της αμφισβήτησης τα κυρίαρχα θεσμικά όργανα υποστηρίζονται για να
επιβληθούν από την αστυνομία και το στρατό. Ενώ η βία από τους «διαδηλωτές»
καταδικάζεται πάντοτε και αποκαλείται συχνά τρομοκρατία, η βία από την
αστυνομία ή το στρατό θεωρείται συνήθως νόμιμη. Η ασυμμετρία είναι ξεκάθαρη: ο νόμος και η
κρατική εξουσία δικαιολογούν τη βία από τη μεριά τους για να παρεμποδίσουν εκείνους που αμφισβητούν αποφάσεις
της κυρίαρχης εξουσίας.
Πολλές φορές βέβαια ένα
κατασταλτικό πλαίσιο, χωρίς τίποτε άλλο από τη βία για την υποστήριξή του,
παρέχει μερικές φορές μεγαλύτερη αστάθεια στην κυρίαρχη εξουσία. Πρόσφατο
παράδειγμα τα γεγονότα στη Λέσβο και τη Χίο.
Η καταστολή και ο περιορισμός
δικαιωμάτων διαδραματίζει καίριο ρόλο στη δυναμική της συλλογικής δράσης.
Μπορεί μερικές φορές να προκαλέσει κινητοποίηση, αλλά μπορεί επίσης να κάνει
κάθε είδους δράση αδύνατη. Σε κάθε περίπτωση αυτό εξαρτάται από την οργάνωση
και δυναμική του εργατικού κινήματος. Γι’ αυτό και φοβίζει πάντα η οργάνωσή του
σε κόμμα, δηλ. στο κομμουνιστικό.