Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

ΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΠΟΙΟΝ


Τις τελευταίες μέρες η εγχώρια ειδησεογραφία επιμένει να εστιάζει το ενδιαφέρον της στους περίφημους προστατευόμενους μάρτυρες της υπόθεσης Novartis, δημοσιοποιώντας  λεπτομέρειες αντικρουόμενων δηλώσεων και συμπεριφορών των εμπλεκομένων στην προανακριτική επιτροπή της Βουλής, μαρτύρων και βουλευτών, κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, σε επίπεδο πια κουτσομπολιού.  
               Νομοθετικά στη χώρα μας κατοχυρώνεται η προστασία μαρτύρων με το άρθρο 9 του αντιτρομοκρατικού νόμου 2928/2001, που έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα, δίνοντας τη δυνατότητα με τις διατάξεις του 3875/2010 2010 να περιληφθούν σε καθεστώς προστασίας μάρτυρες σε υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων και παράνομης διακίνησης μεταναστών, ενώ με την τροποποίηση του  Ν. 4254/2014, που εισάγεται ο θεσμός των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος,  η ένταξη σε καθεστώς προστασίας μαρτύρων επεκτάθηκε και σε οικονομικά εγκλήματα.  
               Στην αστική μας δικαιοσύνη η δημοσιότητα της δικαστικής διαδικασίας αποτελεί θεμελιώδη αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το δικαίωμα επομένως σε δίκαιη  και δημόσια δίκη ενισχύει την απαίτηση για  αναγνώριση του μάρτυρα και  τη διασταυρούμενη εξέτασή του στο δικαστήριο. Συγχρόνως όμως όλο και πιο συχνά υπενθυμίζεται πως  η αρχή της δημόσιας δίκης σε περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος ή σε ό,τι χαρακτηρίζεται από το αστικό κράτος τρομοκρατία μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για αποτελεσματικές διώξεις, γιατί οι μάρτυρες μπορεί να φοβούνται αν αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους.  
Μ’ αυτόν το σκεπτικό,  ο θεσμός του προστατευόμενου μάρτυρα είναι η παραδοχή της  αδυναμίας της κρατικής εξουσίας της κυρίαρχης τάξης απέναντι στην τρομοκρατία αλλά και στο οργανωμένο έγκλημα, τα οποία  μάλιστα η κυρίαρχη εξουσία αναγνωρίζει ως σοβαρή απειλή για την ασφάλεια, γιατί υπονομεύουν τον πυρήνα της δημοκρατίας και των βασικών αξιών του πολιτισμού προκαλώντας σοβαρές ζημίες στην κοινωνία και το κράτος. Οι προβληματισμοί όμως σχετικά με την δυσανάλογη δύναμη που  πολλές φορές διευκολύνεται να αποκτά το οργανωμένο έγκλημα ή με τη  δυσκολία να ελεγχθούν οικονομικές ατασθαλίες από το ταξικό κράτος  δεν είναι ανεξάρτητοι από υπόνοιες για αφανείς σκοπιμότητές του, που του επιτρέπουν τη χρησιμοποίησή τους για εδραίωση της εξουσίας του.
               Τα ερωτήματα επομένως για τις συνθήκες που ένας κατηγορούμενος μπορεί να έχει δίκαιη δίκη, όταν αποδείξεις που υπάρχουν εναντίον του έχουν υποβληθεί από μάρτυρα του οποίου η ταυτότητα παραμένει άγνωστη, εγείρουν ζητήματα που είναι αμφιλεγόμενα και περίπλοκα, κυρίως σχετικά με τα όρια της εφαρμογής των αποδεικτικών στοιχείων που βασίζονται σε μαρτυρίες ανώνυμων μαρτύρων. Όπως, αν οι ανώνυμες μαρτυρίες πρέπει να επιβεβαιώνονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, σε αντίθετη περίπτωση αν  θα πρέπει  να  μη ληφθούν υπόψη, αν θα πρέπει να περιορίζεται η χρησιμοποίησή τους  πρωτίστως από τις δικαστικές αρχές ως βάση για την εξεύρεση άλλης απόδειξης, αν υπάρχει κίνδυνος να κατασκευάζονται μαρτυρίες ανώνυμων μαρτύρων κλπ. Όλη αυτή η διαδικασία συνιστά μια δύσκολη αναζήτηση  ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου από τη μια και των δικαιωμάτων και συμφερόντων των μαρτύρων και θυμάτων από την άλλη. Επομένως, με την προσπάθεια εξασφάλισης της προστασίας των μαρτύρων μπορεί να προκύψουν επικίνδυνες καταστάσεις σε περίπτωση κατάχρησης της  ανώνυμης μαρτυρίας, που δεν έχει βέβαια να κάνει τόσο με προσωπικές όσο με πολιτικές επιλογές.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δίκης της Ηριάννας.
 Σκέφτεται κανείς πως ο θεσμός της προστασίας των μαρτύρων επιδιώκει από τη μια μεριά να κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας εξαιτίας της διαφθοράς και της κατάχρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την ίδια την κρατική εξουσία και από την άλλη επιδιώκει να της δίνει τη δυνατότητα νόμιμα να ελέγχει και να διαχειρίζεται περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται τρομοκρατικές ή σχετίζονται με το οργανωμένο έγκλημα και τη διαφθορά.
Ετούτος  λοιπόν ο εικοσαετής θεσμός και η χρησιμοποίησή του από την πολιτική μας εξουσία είναι ενδεικτικός στην ανάδειξη της δυνατότητας των πολιτικοοικονομικών ομάδων της εξουσίας να ελέγχουν  την κατεύθυνση, την ενεργοποίηση  ή την αναστολή θεσμικών λειτουργιών ανάλογα  με τα συγκυριακά  και οπωσδήποτε ιδιοτελή συμφέροντά τους. Ψηφίστηκε  από τα κόμματα που τώρα στρέφονται εναντίον του όπως η ΝΔ και το πρώην ΠΑΣΟΚ, το ΚΙΝΑΛ, και γίνεται αντικείμενο υπεράσπισης από το ΣΥΡΙΖΑ που δεν τον ψήφισε, ενώ το ΚΚΕ μένει σταθερό στη θέση του για τους κινδύνους του θεσμού των προστατευμένων μαρτύρων.
Μια τέτοια διφορούμενη  στάση των προσώπων και κομμάτων απέναντι στους θεσμούς και κανόνες αποκαλύπτει συνολικά την πεποίθηση ότι  η νομιμότητα και  απονομή δικαιοσύνης είναι περισσότερο θέμα προσωπικών προνομίων, συγκυρίας και συσχετισμού δύναμης  παρά αποτέλεσμα καθολικοποιημένης ισότητας δικαίου, όπως η αστική δικαιοσύνη ισχυρίζεται.  
Κι έτσι κάπως ξεχνιέται το ζητούμενο όλης αυτής της διαδικασίας που δεν είναι μόνο η απώλεια δισεκατομμυρίων από τα κρατικά ταμεία από την υπερτιμολογημένη φαρμακευτική δαπάνη και η αναζήτηση εμπλεκομένων πολιτικών και γιατρών σ’ αυτό, αλλά κυρίως η αποκάλυψη του  τρόπου λειτουργίας των φαρμακευτικών εταιρειών στα καπιταλιστικά κράτη που κερδοσκοπούν ασύστολα αδιαφορώντας για τις ανθρώπινες ζωές   στον ευαίσθητο χώρο της υγείας.
Το βασικό σκάνδαλο   είναι το ίδιο το σύστημα το οποίο εμπορευματοποιεί την υγεία του λαού, το φάρμακο, πυροδοτεί τους σφοδρότατους ανταγωνισμούς ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους, οι οποίοι εκτός των άλλων είναι πρόθυμοι και να εξαγοράσουν, όταν πρόκειται να διεκδικήσουν μεγαλύτερα μερίδια αγοράς και κέρδη, όπως είχε επισημάνει τον περασμένο Οκτώβρη ο βουλευτής του  ΚΚΕ Ν. Καραθανασόπουλος, μιλώντας στη Βουλή.
               Στην τελική, δεν πρόκειται να γίνουμε καθόλου σοφότεροι με το πέρας της λειτουργίας της προανακριτικής όσον αφορά το σκάνδαλο της Novartis, σίγουρα όμως πολλοί  προβληματισμοί για το ρόλο  που παίζει το στενό πλέγμα ανάμεσα σε κεφαλαιούχους ιδιοκτήτες με πολιτικά πρόσωπα και μεσάζοντες χρηματοδότες θα τροφοδοτηθούν έτι περαιτέρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: