Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ


Ελάχιστος χρόνος έμεινε  μέχρι τις εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο και την αυτοδιοίκηση και οι δημοσκοπήσεις που ανοιγοκλείνουν την ψαλίδα ανάμεσα στα δύο κόμματα ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ γίνονται κουραστικές με την επανάληψή τους και τις αποκλίσεις τους, προκαλώντας αμφισβήτηση της αξιοπιστίας τους. Στην υπόλοιπη Ευρώπη αντίστοιχες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως τα παραδοσιακά κόμματα της κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς χάνουν την πολυετή πλειοψηφία των εδρών τους, με τους αντιευρωπαϊστές ακροδεξιούς και φασίστες να κερδίζουν έδρες.
Από τη μια λοιπόν εκλογές για θεσμούς υπερεθνικούς, όπως το ευρωκοινοβούλιο, σε μια ένωση καπιταλιστικών χωρών  που  παρόλη την προσπάθεια απόκτησης δημοκρατικής βιτρίνας, που είναι το κοινοβούλιο, δυσκολεύεται κανείς να τη δει ως μοντέλο δημοκρατίας, εκτός από μια μακρινή γραφειοκρατική μηχανή με περίπλοκες κανονιστικές ρυθμίσεις, που συσκοτίζουν προθέσεις και στόχους εξυπηρέτησης του μεγάλου κεφαλαίου.
Από την άλλη πάλι, εκλογές που αφορούν την αποκέντρωση της εξουσίας και της ευθύνης σε τοπικούς θεσμούς, που σύμφωνα με  τον κυρίαρχο λόγο αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ως προϋπόθεση για τη διατήρηση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ως ευκαιρία για άσκηση άμεσης επιρροής στην ηγεσία της τοπικής αρχής και συνεπώς  την ενίσχυση της δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών. Στην πραγματικότητα με την ανάληψη ή μάλλον την  εκχώρηση εκείνων των πεδίων που σχετίζονται με το καθημερινό και το τοπικό, πολλές φορές διευκολύνεται η κεντρική εξουσία να μην χρεωθεί το πολιτικό κόστος των τοπικών συγκρούσεων ή ακόμα η τοπική εξουσία  μετατρέπεται σ’ ένα πρώτο βήμα  για να επιβληθούν οικονομικά συμφέροντα και να μπορέσουν να εκπροσωπηθούν και σ’ ανώτερους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς.
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές με πληθωρισμό υποψηφίων οι οποίοι φιλοδοξούν, καθώς είναι ευνοϊκό το σύστημα της απλής αναλογικής στις δημοτικές εκλογές,  για μια θέση σε δημοτικά ή περιφερειακά συμβούλια,  έχουν εξανεμιστεί, τουλάχιστον γι’ αυτή την Κυριακή, από τον ανταγωνισμό των δυο κομμάτων για τις ευρωεκλογές και η αναφορά σ’ αυτές περιορίζεται σε μεγάλους δήμους και περιφέρειες που εμπλέκονται σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό.  
Η προηγούμενη βέβαια πενταετία έδειξε πως η τοπική αυτοδιοίκηση ακόμα και στα σημερινά χρόνια μπορεί να γίνει ο τομέας εκείνος της δημόσιας ζωής όπου σ’ ένα μεγάλο βαθμό η κομμουνιστική αριστερά μπορεί να κριθεί πέρα από τα λόγια της και στα έργα της. Αν και οι αντικειμενικές δυνατότητες είναι σίγουρα περιορισμένες, αν και είναι ισχνοί και σε μεγάλο ποσοστό δεσμευμένες από ανελαστικές δαπάνες οι προϋπολογισμοί, αν και συνεχίζεται η εξάρτηση από χορηγήσεις κρατικές ή από πόρους που η κεντρική εξουσία έχει καθορίσει, παραδείγματα κομμουνιστών δημάρχων, όπως του Κ. Πελετίδη στην Πάτρα, είναι ενδεικτικά της αποφασιστικότητάς τους να μην είναι απλοί πληρεξούσιοι του καπιταλιστικού κράτους σε τοπικό επίπεδο, να μην εφαρμόζουν μέσα από τα τοπικά κρατικά όργανα πολιτική υπέρ των μεγαλοεπιχειρηματιών. Δεν περιορίζονται να πραγματώσουν την κρατική εξουσία στο πεδίο της αναπαραγωγής στο τοπικό επίπεδο, αλλά δείχνουν με τη δράση τους πως  και στα πιο στενά περιθώρια που υπάρχουν είναι εφικτές οι πρωτοβουλίες οι οποίες μπορεί να προωθούν μια άλλη αντίληψη δημοτικής διαχείρισης, που μεθοδεύουν τη συμμετοχή των πολιτών στην επεξεργασία της τοπικής πολιτικής και  χρησιμοποιούν συγκεκριμένους τρόπους για το λαϊκό συμφέρον, υπερβαίνοντας το ατομικό ή συντεχνιακό, που κινητοποιούν τη λαϊκή δυναμική βάση για μια άλλη πολιτική. Ακόμα κι αν περιφέρειες και δήμοι λειτουργούν και δρουν με πλαίσιο την κρατική πολιτική, δήμαρχοι και περιφερειάρχες που τολμούν να εναντιωθούν στην πολιτική της κυβέρνησης, στο βαθμό που τους αναλογεί, αγωνίζονται για να δημιουργηθούν οι όροι λύσης για  κάποια λαϊκά προβλήματα.
Και βέβαια τόσο  οι απόπειρες αναφοράς  στον κοινοτισμό του παρελθόντος όσο και οι ουτοπικές προβολές που αποφεύγουν τον σκόπελο της σύγχρονης καπιταλιστικής διοικητικής οργάνωσης δύσκολα δικαιώνουν τη μορφή της σημερινής τοπικής διοικητικής διαίρεσης που αποτελεί τμήμα στην ουσία του κεντρικού διοικητικού μηχανισμού. Μπορεί βέβαια να δίνεται η εντύπωση πως η αποτελεσματική τοπική διοίκηση μπορεί να διευκολύνει τη συμμετοχή των πολιτών, να βελτιώσει την παροχή υπηρεσιών, να αυξήσει τη δημόσια λογοδοσία των τοπικών αρχόντων. Συγχρόνως όμως αυτή η τοπικότητα μπορεί να οδηγήσει σε αποσπασματικές και κατακερματισμένες υπηρεσίες εξυπηρέτησης, ιδίως στις περιπτώσεις όπου οι αρμοδιότητες που παρέχονται στις τοπικές αρχές ξεπερνούν την ικανότητα των τοπικών αρχών να υλοποιήσουν, όπως μπορεί  να δημιουργήσει και  τοπικά  πολιτικά ή οικονομικά φέουδα στα οποία ασκούνται ανεξέλεγκτες εξουσίες χωρίς πραγματική δημοκρατική εκπροσώπηση ή λογοδοσία. Γι’ αυτό και δεν είναι σύμπτωση το ενδιαφέρον, έμμεσο ή άμεσο,  των επιχειρηματιών για την τοπική αυτοδιοίκηση (παράδειγμα ο Β. Μαρινάκης).
Επειδή όμως και η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί  για αντιπαράθεση με τις πολιτικές επιλογές της κεντρικής πολιτικής σκηνής ξεπερνώντας τη μάλιστα και περιλαμβάνοντας κι άλλες σφαίρες δημόσιας ζωής και να πάρει χαρακτηριστικά σύγκρουσης, γι’ αυτό υποστηρίζεται η ψήφος στους κατά τόπους συνδυασμούς της  Λαϊκή Συσπείρωσης που στηρίζεται από το ΚΚΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: