Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΕΣ



Στην Κυριακάτικη Καθημερινή ο Στάθης Καλύβας που υπογράφει ως καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale σε άρθρο του για την επτάχρονη  δικτατορία των συνταγματαρχών απαριθμεί τα οφέλη από την επικράτησή της, (οικονομική άνοδος και αισιοδοξία, αστικοποίηση, οικοδομική δραστηριότητα, επέκταση οδικού δικτύου, ολοκλήρωση εξηλεκτρισμού, ξένες επενδύσεις, άνθηση τεχνών, προσέγγιση στα δυτικά πρότυπα ζωής από τη νεολαία), ενώ μοιάζει «οι αυταρχικές πρακτικές του καθεστώτος» να θεωρούνται από τον συγγραφέα σαν παράπλευρη …συνέπεια. Και το σημείο που αποκαλύπτεται ο λόγος συγγραφής  αυτού του άρθρου βρίσκεται ακριβώς  στο κατά βάσιν ρητορικό του ερώτημα αν υπήρχε τότε εναλλακτική διαδρομή. Στην απάντηση που διαφαίνεται μέσα από έναν επίπλαστο προβληματισμό, επιρρίπτονται ευθύνες για την εκτροπή  στην «αδυναμία των πολιτικών ελίτ να λειτουργήσουν συναινετικά» και άρα στο ανέφικτο του  ομαλού  εκδημοκρατισμού χωρίς δικτατορία. Και ο συγγραφέας συνδέοντας τη μεσαία τάξη, την νέα που τότε αναδείχτηκε με τη δικτατορία, που απαίτησε «όταν ήρθε η στιγμή, τον απογαλακτισμό της από το καθεστώς που την ανέδειξε» δικαιώνει τελικά τη δικτατορία που επιτάχυνε τις διαδικασίες του πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού.
               Την επόμενη μέρα δημοσίευσης του άρθρου πραγματοποιήθηκε η συναυλία «Ολη η Ελλάδα για τον Μίκη -1000 φωνές», που μοιάζει ο τελευταίος απόηχος  από τη δικτατορία, η οποία ένωσε τμήμα των αστών με τους κομμουνιστές στον αγώνα για εκδημοκρατισμό της χώρας. Στην πραγματικότητα, στο Καλλιμάρμαρο, οι χιλιάδες κόσμου που συγκινήθηκαν, επευφήμησαν και χειροκρότησαν τον Θεοδωράκη αποχαιρέτησαν μαζί του και το ιδεολόγημα της συναίνεσης και της πεποίθησης για εξανθρωπισμένο καπιταλισμό. Ο Μίκης Θεοδωράκης εμβληματικό μέλος μιας γενιάς που η πολιτικοποίησή της δεν είχε μόνο θεωρητικές πηγές, αλλά πήγαζε κυρίως από βιώματα σκληρά γραμμένα στο κορμί της,  συμπύκνωσε στη μεταπολίτευση στο πρόσωπό του ό,τι, ιδιαίτερα στα χρόνια της χούντας, χαρακτηριζόταν προοδευτικό και ταυτιζόταν μ’ εκείνη την  Ελλάδα που θεωρούνταν πέρα από τάξεις και  αγωνιζόταν για δημοκρατία και ελευθερία, ένα σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα. Γι’ αυτό και την ημέρα της συναυλίας ήταν σχεδόν αυτονόητο να παρευρεθούν πολιτικοί από όλο το πολιτικό φάσμα με προεξάρχοντα τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρόεδρο της Βουλής, ενώ πλήθη κόσμου να χειροκροτούν τον γέροντα Μίκη που από το αναπηρικό καροτσάκι διηύθυνε το μελοποιημένο ποίημα του Σεφέρη «Άρνηση».
               Αυτή η συναυλία του Μίκη βρίσκεται στην άλλη άκρη, του ίδιου όμως νήματος,  εκείνης που έγινε μετά τη μεταπολίτευση, με το στάδιο να φωνάζει «δώστε τη χούντα στο λαό», την εποχή που η  πλειοψηφία των αστών εμφανιζόμενη ιδεολογικά ανανήψασα κι εμβαπτιζομένη στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ της δικτατορίας εξασφάλιζε εχέγγυα δημοκρατικότητας και ελευθερίας συνολικά για την αστική τάξη και τη δημοκρατία της, επιτυγχάνοντας τη συναίνεση. Αυτή η συναυλία δεν ήταν μόνο ένας αποχαιρετισμός στη Μίκη, αλλά και σε ό,τι μεταπολιτευτικά η πολιτική του διαδρομή συμβόλιζε, από το περίφημο «Καραμανλής ή τανκς», σύμπραξη με ΚΚΕ,  μέχρι τη συνεργασία του με την κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη. Ο Μίκης της μεταπολίτευσης δεν αποτελούσε πλέον συγκρουσιακό πρόσωπο, δεν απορρίπτονταν ως πολιτική παρουσία για κανένα κομμάτι των αστών.
               Και κάπως έτσι έγινε πιστευτό πως η άρχουσα τάξη δεν έχει συμφέροντα που συγκρούονται με των εργαζομένων. Κινήματα αναπτύχθηκαν για διάφορες υποκειμενικότητες και ατομικά δικαιώματα, ων ουκ έστι αριθμός, που προσποιούμενα αδιαφορία για ταξικές διαφοροποιήσεις και μπερδεύοντας ιδεολογικά κριτήρια προοδευτικότητας αποπροσανατόλισαν, εκφυλίζοντας τις ταξικές συγκρούσεις και στερεώνοντας την πεποίθηση πως ο  καπιταλισμός μπορεί να αποκτήσει ανθρώπινο πρόσωπο.
               Η εποχή των μνημονίων με την επιβαλλόμενη εξαθλίωση των εργαζομένων διέλυσε τα μυθεύματα της μεταπολίτευσης αναδεικνύοντας την ταξική διάσταση της κρίσης. Κι αν μεγάλο τμήμα των εργαζομένων επιμένει  στη συνειδητή ή ασυναίσθητη υποστήριξη των θέσεων της κυρίαρχης ιδεολογίας, η ίδια η κυρίαρχη τάξη οργανώνει και την ιδεολογική της επίθεση στην οποία ο Στ. Καλύβας πρωτοστατεί με το Ν. Μαραντζίδη και την αναθεώρηση της ιστορίας με το βιβλίο τους «Εμφύλια πάθη». Στο άρθρο λοιπόν  για τη δικτατορία του Στ. Καλύβα συνοψίζονται επιχειρήματα δικαίωσης των πολιτικών της αστικής τάξης, με κυρίαρχο αυτό της αναγκαιότητας για κάθε επιλογή της. Μάλιστα, στην προσπάθεια του να υποστηρίξει το άρθρο του, σε διευκρινιστική του ανάρτηση παρομοιάζει, σε μια …κορύφωση της επιστημονικής σκέψης,  τη χούντα με αρρώστια που είναι «πολύ κακά πράγματα» αλλά «συμβαίνουν στη ζωή, όπως και οι αρρώστιες».  Έτσι όμως  δικαιώνονται και  στο παρόν οι επιλογές μνημονίων, ακόμα και οι προσεχείς συρρικνώσεις  αστικών ελευθεριών, έτσι θεωρείται ο καπιταλισμός φυσικό φαινόμενο. Δεν ξεπλένει μόνο λοιπόν στο άρθρο του τη δικτατορία αποσιωπώντας βασανιστήρια και διώξεις, αλλά   επιχειρηματολογεί και  γιατί  το «πραξικόπημα ήταν αναπόφευκτο». Βεβαίως ακόμα δεν τολμά να υποστηρίξει απροκάλυπτα την επιβολή μιας δικτατορίας και γι’ αυτό αντλεί επιχειρήματα για την αναγκαιότητά της από το πεδίο των αστικών ελευθεριών που η ίδια ακυρώνει. Σε μια ιδιότυπη διαλεκτική προτείνει εμμέσως τον περιορισμό έως ακυρώσεως της αστικής δημοκρατίας για να επισπευθεί η επικράτησή της. Και ο ίδιος ο συγγραφέας και όσοι αστοί πανεπιστημιακοί και λοιποί έσπευσαν να επιδοκιμάσουν τον προβληματισμό του, να επαινέσουν την τόλμη του να εφαρμόσει επιστημονική σκέψη σε ζέοντα προβλήματα, επιμένουν να δηλώνουν πως οι πεποιθήσεις τους είναι δημοκρατικές, φιλελεύθερες πιο συγκεκριμένα, η οπτική τους αντικειμενική, επιστημονική πιο συγκεκριμένα. Συνεχίζει να ενσταλλάζεται, με διάφορες μεταμφιέσεις,  στη σκέψη μας η ιδεολογία την καθεστηκυίας κοινωνίας για να συνεχιστεί η άνευ αντιδράσεως  προσχώρηση στον τρόπο ζωής που η κυρίαρχη τάξη επιβάλλει.
               Εξάλλου η  κυρίαρχη τάξη μετά τη χούντα δεν έκανε τίποτε διαφορετικό από ό,τι ο Γ. Παπανδρέου στην απελευθέρωση όταν συναινούσε και στη λαοκρατία ενώπιον λαού που το απαιτούσε. Υποκρίνονταν μπροστά στο πλήθος και το πάθος ενός ρακένδυτου λαού τον συμπαραστάτη του. Μόνο που τότε εκείνος ο λαός είχε και όπλα. Στη μεταπολίτευση αρκούσε μέσα από συναινετικές διαδικασίες να ναρκωθεί ευτυχισμένος που καταναλώνει.
               Αν λοιπόν η συναυλία του Μίκη στο καλλιμάρμαρο σηματοδοτεί αυτή τη συναίνεση που χτίστηκε από τη  μεταπολίτευση, είναι όμως η ιστορική μνήμη που φοβίζει την κυρίαρχη τάξη. Γιατί στη χώρα μας η εμβληματική φυσιογνωμία του επικού μουσικού μας σφυρηλατήθηκε στα χρόνια της ταξικής σύγκρουσης και της επανάστασης. Γιατί στη χώρα μας συνεχίζει να υπάρχει το κόμμα που ήταν πρωτοπόρο στη ματωμένη δεκαετία του ‘40 για να οργανώνει την εργατική τάξη, να παλεύει για τα ταξικά συμφέροντα, το ΚΚΕ. Γιατί σ’ αυτή τη δεκαετία και ο Μίκης αναφέρθηκε,  στην εκδήλωση στο Αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης, όπου πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη Τύπου από όσους ανέλαβαν να υλοποιήσουν την παράσταση «Ολη η Ελλάδα για τον Μίκη». Ο ίδιος  απουσίασε και έστειλε γραπτό μήνυμα που κατέληγε με στίχους που έγραψε στη Μακρόνησο το 1948 
«“Χτύπα - χτύπα στο στήθος π’ ανάβει
Χτύπα - χτύπα τον νου που φωτά
Στα χτυπήματα θεριεύουν οι σκλάβοι
Κάτω μας σπρώχνεις μα πάμε ψηλά!”.
Λες και δεν πέρασε ούτε μία μέρα από τότε…».

Δεν υπάρχουν σχόλια: