Γιουροβίζιον,survivor, τραμπουκισμοί, ιδεολογικές ψευδαισθήσεις ελευθερίας έχουν
απογυμνώσει τη ζωή μας επηρεάζοντας τη σκέψη μας και εμπεδώνοντας συναισθήματα και αντιλήψεις από τα οποία έχει πολλά να αναμένει ο φασισμός. Και το ερώτημα, γιατί η διερεύνηση των αιτίων όλων αυτών
αποφεύγεται, παραμένει αναπάντητο επιμένοντας στην περιγραφή των συμπτωμάτων
μιας κατάστασης που μοιάζει να μας οδηγεί αναπόδραστα στη μοιρολατρία και
εφησυχασμό.
Σε τηλεοπτικές
παραγωγές όπως το survivor, σε τραμπουκισμούς φασιστών όπως του Θ. Τζήμερου και Η. Κασιδιάρη, σε
λογομαχίες νομιμοποίησης φασιστικού λόγου όπως της Σ. Τριανταφύλλου, σε λεκτικούς
εξωραϊσμούς από την τωρινή κυβέρνηση των
νέων οικονομικών μέτρων, όπως και από τις προηγούμενες για τα δικά τους αντίστοιχα μέτρα που
νομοθετούσαν, αναγνωρίζονται οι ιδεολογικοί μηχανισμοί και οι πολιτικές διεργασίες που προωθούν και διαμορφώνουν καταστάσεις συναίνεσης στον εκφασισμό της κοινωνίας που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.
Κι όλα αυτά δεν είναι παρά μορφές της συνολικής παγκόσμιας, και ορμώμενης εξ ΗΠΑ, πολιτισμικής και πολιτικής έκφρασης
που είναι στην ουσία η εγγενής έκφραση
στο εποικοδόμημα της σύγχρονης καπιταλιστικής, στο στρατιωτικό και οικονομικό
πεδίο, κυριαρχίας ανά τον κόσμο.
Στην αίτηση συμμετοχής στο τηλεοπτικό πρόγραμμα διαβάζουμε για συμμετέχοντες, που αποκλεισμένοι σε απομονωμένη περιοχή θα πρέπει να εξασφαλίζουν τροφή, νερό, φωτιά και στέγη για την επιβίωσή τους ενώ θα διαγωνίζονται και σε ειδικές δοκιμασίες, οι οποίοι μέσα από ψηφοφορίες θα αποκλείονται από τη διαδικασία μέχρι να απομείνει ο τελικός νικητής που θα πάρει το χρηματικό έπαθλο των 100.000 ευρώ. Από τον Φεβρουάριο που ξεκίνησε το πρόγραμμα η τηλεθέασή του συγκεκριμένου προγράμματος έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ για την ελληνική τηλεόραση.
Κι είναι άξιο απορίας, όσο υποτιμάται το παιχνίδι το αυθόρμητο και δημιουργικό στα παιδιά και προωθούνται οι ελεγχόμενες δραστηριότητές τους, τόσο θεωρείται απόλυτα φυσικό ολόκληρα προγράμματα να στηρίζονται σε παιχνίδια κατευθυνόμενα, που μοιάζουν χωρίς νόημα πέραν του θεάματος που προσφέρουν, με δέλεαρ κάποιο χρηματικό ποσό. Ακόμα κι αν οι παίκτες καταβάλλουν προσπάθεια σωματική ή και καταπονούνται είναι ένα παιχνίδι που στην τελική φαίνεται να μην έχει άλλο στόχο από το θέαμα και το κέρδος. Κι ενώ οι συμμετέχοντες ζουν σε πραγματικές συνθήκες, είναι όμως αυτές ομοίωμα της πραγματικότητας, αφού είναι ελεγχόμενες και κατασκευασμένες. Ούτε καν προσομοίωση της πραγματικής ζωής είναι, γιατί δεν έχει στόχο να την αναπαραστήσει για εξοικείωση με συνθήκες που επιτρέπουν την κατανόησή της, όπως στα παιδικά παιχνίδια όπου τα παιδιά προβάλλουν τον εαυτό τους στις δραστηριότητες των ενηλίκων μέσα στο συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζουν. Τα παιδιά μέσα από το παιχνίδι ενισχύουν την κοινωνική αλληλεπίδραση, έκφραση και επικοινωνία, δομώντας την εικόνα για τον εαυτό τους, τους άλλους και τον κόσμο. Σ’ αυτά όμως τα προγράμματα με τη μορφή παιχνιδιού πρωτίστως και κυρίως σημασία έχει ο εντυπωσιασμός και το θέαμα και ο κατακερματισμός της πραγματικότητας και της προσωπικότητας. Αυτού του είδους τα τηλεοπτικά προγράμματα μοιάζουν πολύ με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, που για ενήλικες και παιδιά αποτελούν την ελκυστικότερη από τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου. Και μπορεί αυτού του είδους τα «παιχνίδια» να αποτελούν υποκειμενικές, δηλ. της παραγωγής, αναπαραστάσεις του πραγματικού κόσμου και να εστιάζουν σε συγκεκριμένες πτυχές του που προβάλλουν με εμφατικό τρόπο, θέλουν όμως να δώσουν την εντύπωση, με την εμπλοκή της πραγματικότητας, για μια αντικειμενικότητα, συγχέοντας έτσι τα όριά τους κι αποπροσανατολίζοντας και τους θεατές από τη δική τους πραγματικότητα.
Συγχρόνως, τέτοιες τηλεοπτικές παραγωγές μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε τα κοινωνικά μοντέλα τα οποία προωθούνται στην εποχή μας. Κι αυτό που επικρατεί στην εκπομπή είναι η ανταγωνιστική τάση, η μείωση και διαστρέβλωση της αξίας της επικοινωνίας με το πραγματικό περιβάλλον ̶ εφόσον στην πραγματικότητα η ενασχόληση με το ασήμαντο και αδιάφορο που ανάγεται σε σημαντικό, γίνεται σ’ ένα εικονικό περιβάλλον που ελέγχει η παραγωγή, η οποία το διαμορφώνει για τους παίκτες και το εκπέμπει επιλεκτικά στους θεατές ̶ η ανάδειξη δεξιοτήτων όπως η ταχύτητα των αντανακλαστικών, η αποδοχή κάθε μικροπρέπειας και υπονόμευσης ανάμεσα στους παίκτες. Κι ο θεατής παραμένει παθητικός σ’ αυτή τη δουλειά μεταβίβασης του μηνύματος καλά καλυμμένου κάτω από τόνους συναισθηματισμού. Κι είναι αυτό που ενδιαφέρει την εξουσία για να επιτύχει την απολιτικότητα των μεγάλων μαζών με τη διάδοση και εμπέδωση μοντέλων που θεαματοποιώνττας την συγκίνηση, αποχαυνώνοντας τις αισθήσεις, καταβροχθίζοντας τη λογική μεταμορφώνουν τις αξίες και αντιλήψεις της αστικής τάξης που διασφαλίζουν την κυριαρχία της σε τρόπο ζωής και κοσμοαντίληψη όλου του κοινωνικού συνόλου.
Επιπλέον, η εξασφάλιση της συναίνεσης ή ανοχής σε υπάρχουσες καταστάσεις και ο εφησυχασμός για να προωθηθούν καταστάσεις με την πρακτική της σταδιακής αποδοχής γίνεται και με την εκμετάλλευση όλων των δημοκρατικών θεσμών προς όφελός της κυρίαρχης τάξης. Έτσι η αναγνώριση της ελευθερίας της έκφρασης μπορεί να προβάλλεται πως υπηρετεί τη διαφωνία και το διάλογο, αλλά και να συγκαλύπτει αντιπαραθέσεις και να δείχνει πως συμφιλιώνει αυτά που δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Η μήνυση εναντίον της Σ. Τριανταφύλλου για άρθρο της εναντίον του Ισλάμ εκτός που στάθηκε μια καλή ευκαιρία για να γίνει υπενθύμιση της ελευθερίας της έκφρασης που απολαμβάνουμε στην αστική μας δημοκρατία, προς δόξαν της τελευταίας, μεταμόρφωσε έναν χυδαία ρατσιστικό λόγο σε προβληματισμένη άποψη. Κι όλη αυτή η ιστορία δεν δείχνει παρά πόσο αφελές είναι να θεωρούμε πως ο όποιος λόγος παράγεται και λειτουργεί αυτόνομα. Αντίθετα, συναρτάται με τις εκάστοτε πραγματικές συνθήκες, οι οποίες όταν περνάνε από φάσεις που ραγίζουν τις σχηματισμένες προδιαθέσεις και αντιλήψεις τότε εν ονόματι της ελευθερίας του λόγου οι ρατσιστικές ή άλλες απόψεις διαχέονται στην κοινωνία δίνοντας την εντύπωση πως γίνονται εν αγνοία ή και αντίθετα με την κυρίαρχη εξουσία. Άλλωστε, επειδή το σύστημα λειτουργεί σε συμβίωση με τους δημοκρατικούς θεσμούς δεν μπορεί πάντοτε να παρασιωπά τις εσωτερικές μέσα στο ίδιο σύστημα αντιθέσεις των συμφερόντων ούτε να αγνοήσει ολότελα την αντιπαράθεση, μπορεί όμως να την αλλοιώσει. Κι έτσι στην περίπτωση της Σ. Τριανταφύλλου η αντιπαράθεση μετατίθεται στη φίμωση ή όχι του λόγου και όχι στον ίδιο το ρατσιστικό της λόγο. Κι αυτό δεν δείχνει παρά πόσο η κυρίαρχη εξουσία την όποια αντιπαράθεση προσπαθεί να την ελέγχει επιλέγοντας τους εκφραστές της άλλης θέσης και της άλλης πρότασης στους οποίους θα προσφέρει το ελεγχόμενο βήμα, που όταν είναι δημόσιο είναι μικρότερης εμβέλειας. Και στην προκειμένη περίπτωση ο άλλος λόγος είναι η ελευθερία της έκφρασης που βέβαια κανείς που υπηρετεί την άρχουσα τάξη δεν τη στερείται.
Και δεν είναι λοιπόν υπερβολή πως όλα τα μέσα της αστικής μας δημοκρατίας καταλήγουν να δουλεύουν μόνο για την υπεράσπισή της κυρίαρχης τάξης, όταν αυτή λειτουργεί ερήμην μας. Γι’ αυτό και είναι καιρός πια να αναγνωρίσουμε οι εργαζόμενοι τα όρια πέρα από τα οποία αυτό που φαίνεται διαφωνία μας γίνεται αντίθεση και σύγκρουση.
Στην αίτηση συμμετοχής στο τηλεοπτικό πρόγραμμα διαβάζουμε για συμμετέχοντες, που αποκλεισμένοι σε απομονωμένη περιοχή θα πρέπει να εξασφαλίζουν τροφή, νερό, φωτιά και στέγη για την επιβίωσή τους ενώ θα διαγωνίζονται και σε ειδικές δοκιμασίες, οι οποίοι μέσα από ψηφοφορίες θα αποκλείονται από τη διαδικασία μέχρι να απομείνει ο τελικός νικητής που θα πάρει το χρηματικό έπαθλο των 100.000 ευρώ. Από τον Φεβρουάριο που ξεκίνησε το πρόγραμμα η τηλεθέασή του συγκεκριμένου προγράμματος έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ για την ελληνική τηλεόραση.
Κι είναι άξιο απορίας, όσο υποτιμάται το παιχνίδι το αυθόρμητο και δημιουργικό στα παιδιά και προωθούνται οι ελεγχόμενες δραστηριότητές τους, τόσο θεωρείται απόλυτα φυσικό ολόκληρα προγράμματα να στηρίζονται σε παιχνίδια κατευθυνόμενα, που μοιάζουν χωρίς νόημα πέραν του θεάματος που προσφέρουν, με δέλεαρ κάποιο χρηματικό ποσό. Ακόμα κι αν οι παίκτες καταβάλλουν προσπάθεια σωματική ή και καταπονούνται είναι ένα παιχνίδι που στην τελική φαίνεται να μην έχει άλλο στόχο από το θέαμα και το κέρδος. Κι ενώ οι συμμετέχοντες ζουν σε πραγματικές συνθήκες, είναι όμως αυτές ομοίωμα της πραγματικότητας, αφού είναι ελεγχόμενες και κατασκευασμένες. Ούτε καν προσομοίωση της πραγματικής ζωής είναι, γιατί δεν έχει στόχο να την αναπαραστήσει για εξοικείωση με συνθήκες που επιτρέπουν την κατανόησή της, όπως στα παιδικά παιχνίδια όπου τα παιδιά προβάλλουν τον εαυτό τους στις δραστηριότητες των ενηλίκων μέσα στο συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζουν. Τα παιδιά μέσα από το παιχνίδι ενισχύουν την κοινωνική αλληλεπίδραση, έκφραση και επικοινωνία, δομώντας την εικόνα για τον εαυτό τους, τους άλλους και τον κόσμο. Σ’ αυτά όμως τα προγράμματα με τη μορφή παιχνιδιού πρωτίστως και κυρίως σημασία έχει ο εντυπωσιασμός και το θέαμα και ο κατακερματισμός της πραγματικότητας και της προσωπικότητας. Αυτού του είδους τα τηλεοπτικά προγράμματα μοιάζουν πολύ με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, που για ενήλικες και παιδιά αποτελούν την ελκυστικότερη από τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου. Και μπορεί αυτού του είδους τα «παιχνίδια» να αποτελούν υποκειμενικές, δηλ. της παραγωγής, αναπαραστάσεις του πραγματικού κόσμου και να εστιάζουν σε συγκεκριμένες πτυχές του που προβάλλουν με εμφατικό τρόπο, θέλουν όμως να δώσουν την εντύπωση, με την εμπλοκή της πραγματικότητας, για μια αντικειμενικότητα, συγχέοντας έτσι τα όριά τους κι αποπροσανατολίζοντας και τους θεατές από τη δική τους πραγματικότητα.
Συγχρόνως, τέτοιες τηλεοπτικές παραγωγές μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε τα κοινωνικά μοντέλα τα οποία προωθούνται στην εποχή μας. Κι αυτό που επικρατεί στην εκπομπή είναι η ανταγωνιστική τάση, η μείωση και διαστρέβλωση της αξίας της επικοινωνίας με το πραγματικό περιβάλλον ̶ εφόσον στην πραγματικότητα η ενασχόληση με το ασήμαντο και αδιάφορο που ανάγεται σε σημαντικό, γίνεται σ’ ένα εικονικό περιβάλλον που ελέγχει η παραγωγή, η οποία το διαμορφώνει για τους παίκτες και το εκπέμπει επιλεκτικά στους θεατές ̶ η ανάδειξη δεξιοτήτων όπως η ταχύτητα των αντανακλαστικών, η αποδοχή κάθε μικροπρέπειας και υπονόμευσης ανάμεσα στους παίκτες. Κι ο θεατής παραμένει παθητικός σ’ αυτή τη δουλειά μεταβίβασης του μηνύματος καλά καλυμμένου κάτω από τόνους συναισθηματισμού. Κι είναι αυτό που ενδιαφέρει την εξουσία για να επιτύχει την απολιτικότητα των μεγάλων μαζών με τη διάδοση και εμπέδωση μοντέλων που θεαματοποιώνττας την συγκίνηση, αποχαυνώνοντας τις αισθήσεις, καταβροχθίζοντας τη λογική μεταμορφώνουν τις αξίες και αντιλήψεις της αστικής τάξης που διασφαλίζουν την κυριαρχία της σε τρόπο ζωής και κοσμοαντίληψη όλου του κοινωνικού συνόλου.
Επιπλέον, η εξασφάλιση της συναίνεσης ή ανοχής σε υπάρχουσες καταστάσεις και ο εφησυχασμός για να προωθηθούν καταστάσεις με την πρακτική της σταδιακής αποδοχής γίνεται και με την εκμετάλλευση όλων των δημοκρατικών θεσμών προς όφελός της κυρίαρχης τάξης. Έτσι η αναγνώριση της ελευθερίας της έκφρασης μπορεί να προβάλλεται πως υπηρετεί τη διαφωνία και το διάλογο, αλλά και να συγκαλύπτει αντιπαραθέσεις και να δείχνει πως συμφιλιώνει αυτά που δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Η μήνυση εναντίον της Σ. Τριανταφύλλου για άρθρο της εναντίον του Ισλάμ εκτός που στάθηκε μια καλή ευκαιρία για να γίνει υπενθύμιση της ελευθερίας της έκφρασης που απολαμβάνουμε στην αστική μας δημοκρατία, προς δόξαν της τελευταίας, μεταμόρφωσε έναν χυδαία ρατσιστικό λόγο σε προβληματισμένη άποψη. Κι όλη αυτή η ιστορία δεν δείχνει παρά πόσο αφελές είναι να θεωρούμε πως ο όποιος λόγος παράγεται και λειτουργεί αυτόνομα. Αντίθετα, συναρτάται με τις εκάστοτε πραγματικές συνθήκες, οι οποίες όταν περνάνε από φάσεις που ραγίζουν τις σχηματισμένες προδιαθέσεις και αντιλήψεις τότε εν ονόματι της ελευθερίας του λόγου οι ρατσιστικές ή άλλες απόψεις διαχέονται στην κοινωνία δίνοντας την εντύπωση πως γίνονται εν αγνοία ή και αντίθετα με την κυρίαρχη εξουσία. Άλλωστε, επειδή το σύστημα λειτουργεί σε συμβίωση με τους δημοκρατικούς θεσμούς δεν μπορεί πάντοτε να παρασιωπά τις εσωτερικές μέσα στο ίδιο σύστημα αντιθέσεις των συμφερόντων ούτε να αγνοήσει ολότελα την αντιπαράθεση, μπορεί όμως να την αλλοιώσει. Κι έτσι στην περίπτωση της Σ. Τριανταφύλλου η αντιπαράθεση μετατίθεται στη φίμωση ή όχι του λόγου και όχι στον ίδιο το ρατσιστικό της λόγο. Κι αυτό δεν δείχνει παρά πόσο η κυρίαρχη εξουσία την όποια αντιπαράθεση προσπαθεί να την ελέγχει επιλέγοντας τους εκφραστές της άλλης θέσης και της άλλης πρότασης στους οποίους θα προσφέρει το ελεγχόμενο βήμα, που όταν είναι δημόσιο είναι μικρότερης εμβέλειας. Και στην προκειμένη περίπτωση ο άλλος λόγος είναι η ελευθερία της έκφρασης που βέβαια κανείς που υπηρετεί την άρχουσα τάξη δεν τη στερείται.
Και δεν είναι λοιπόν υπερβολή πως όλα τα μέσα της αστικής μας δημοκρατίας καταλήγουν να δουλεύουν μόνο για την υπεράσπισή της κυρίαρχης τάξης, όταν αυτή λειτουργεί ερήμην μας. Γι’ αυτό και είναι καιρός πια να αναγνωρίσουμε οι εργαζόμενοι τα όρια πέρα από τα οποία αυτό που φαίνεται διαφωνία μας γίνεται αντίθεση και σύγκρουση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου