Από το τέλος του εμφυλίου μέχρι και την πτώση της
δικτατορίας, η ζωή στη χώρα μας ήταν υποταγμένη στους όρους που υπαγόρευε μια
ασυμφιλίωτη πολιτική αντίθεση στην πιο
καθαρή, δυνατή μορφή. Τα αντίπαλα μέτωπα
διακλαδίζονταν σ’ ολόκληρο το κοινωνικό
σώμα διαχωρίζοντας παντού τις αντίπαλες δυνάμεις. Από τη μια μεριά το
στρατόπεδο της δεξιάς με το κράτος και το παρακράτος της, που συνέχιζε
μονόπλευρα την εμφύλιο, εισχωρούσε παντού, χρωματίζοντας τα πάντα, και
εξαντλούσε την εκδικητικότητά του νικητή απέναντι στον νικημένο, εξορκίζοντας το δικαιολογημένο περασμένο φόβο
που δεν έλεγε να μετριαστεί.
Από την άλλη μεριά, η δημοκρατική παράταξη που περιλάμβανε κεντρώες δυνάμεις
και αριστερές, με τις διαιρέσεις, τις διαμάχες και τις
διαφωνίες της, με τα διφορούμενα του διμέτωπου, τις λαϊκές αντιστάσεις, την
απήχηση και την επιρροή της πρόβαλλε με
τη μια ή την άλλη μορφή ως κεντρικό και
κοινό αίτημα τον πολιτικό
εκδημοκρατισμό . Η ίδια η αριστερά(ΕΔΑ), για να αμυνθεί απέναντι σ’ έναν
ισχυρότερο και αδίστακτο αντίπαλο, που επεδίωκε την ολοκληρωτική νίκη,
ήταν υποχρεωμένη να επεξεργάζεται κάποια επιμέρους αιτήματα, ν’ αντιστέκεται η
να διαμαρτύρεται για τη βία και το σκοταδισμό και κυρίως να αγωνίζεται για
την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Για
τις δυνάμεις του κέντρου η λύση αυτού του προβλήματος συνέπιπτε και με την
κατάργησή του, όχι βέβαια και για την αριστερά.
Η
δικτατορία μετατόπισε τη διαχωριστική γραμμή, αφού η έλευση των συνταγματαρχών
κατάργησε την κυβερνώσα δεξιά (κυβέρνηση Κανελλοπούλου) και έθιξε την εξουσία
της, διαχωρίζοντας στα δυο την κυρίαρχη παράταξη. Τώρα το αίτημα για
δημοκρατική ομαλότητα έγινε πιο έντονο και αμεσότερο και υιοθετήθηκε και από
ένα τμήμα των πολιτικών της δεξιάς. Βέβαια η αριστερά παρέμενε ο αντίπαλος
πόλος, αφού δοσίλογοι, χαφιέδες, κομμουνιστοφάγοι κλπ. συγκρότησαν τη νέα
εξουσία με κοινή ιδεολογική συνιστώσα το αντικομμουνιστικό μένος. Με τη
δικτατορία η εθνικοφροσύνη χρεοκόπησε σε
όλα τα επίπεδα και η αριστερά στα πλαίσια της αντιχουντικής ενότητας, συνέπεια
και της ιδεολογίας του αντιφασισμού, επειδή η πτώση της δικτατορίας συσπείρωνε
αντικειμενικά ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού κόσμου, βρέθηκε σε συμμαχία με
δυνάμεις ακόμα και δεξιές, αλλά αντιχουντικές.
Με την πτώση της χούντας, ο ολικός πολιτικός
αποκλεισμός της αριστεράς από την πολιτική εξουσία αίρεται με τη νομιμοποίηση
του κομμουνιστικού κόμματος.
Το πέρασμα στον κοινοβουλευτισμό συντελέστηκε
ομαλά, σε στενή συνεργασία με τις στρατιωτικές δυνάμεις και με ξεκάθαρη συμφωνία ότι η διέξοδος θα έχει
άρωμα δεξιάς – εγγυητής ο Κ. Καραμανλής.
Και
επτά χρόνια μετά την πτώση της χούντας, το ΠΑΣΟΚ, υιοθετώντας το λόγο της
αριστεράς, θα πάρει την εξουσία, συγχωνεύοντας στον πολιτικό του λόγο ετερόκλητα
στοιχεία από διάφορες ιδεολογίες, για να καταλήξει η διευρυμένη δημοκρατική παράταξη να αναφωνήσει ότι ο
αγώνας τώρα δικαιώνεται.
Και ύστερα, ακολούθησε μια εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη. Διευρύνεται το αστικό
μέτωπο, καθώς προστίθενται ορισμένες
κατηγορίες νέων μεσοστρωμάτων, που το
ΠΑΣΟΚ έγινε ο κυριότερος πολιτικός τους εκφραστής
και η αποδοχή του οικονομικού μοντέλου, που άφηνε περιθώρια για άσκηση άγριου
καταναλωτισμού, γίνεται κοινός παρανομαστής όλου αυτού του κοινωνικού και
πολιτικού χώρου.
Κάπως έτσι οι αστικές αξίες αναδείχθηκαν σχεδόν σε καθολικές και συνεπώς τα περιθώρια για τις όποιες εναλλακτικές
κοινωνικές και πολιτικές προτάσεις έγιναν ασφυχτικά περιορισμένα. Το κυρίαρχο σύστημα
είχε τη δυνατότητα ενσωμάτωσης του ανατρεπτικού λόγου, που, σχεδόν χωρίς αποδέκτη,
μετεωριζόταν στη σύνδεσή του με κάποια
κοινωνικά τμήματα, για να χρησιμοποιείται πολλές φορές σαν αριστερό συμπλήρωμα στην κυρίαρχη ιδεολογία ή απλώς σαν ακροαριστερό διακοσμητικό
της. Ένα πλήθος από επιμέρους σημαντικές ή ασήμαντες αντιφάσεις, αντιθέσεις ή
συγκρούσεις κατά κανόνα παρέμεναν πολιτικά λανθάνουσες, δεν αναδύονταν στην πολιτική
σκηνή, περιθωριοποιούνταν, άλλοτε συμπιεσμένες από τους κανόνες του
δικομματισμού και άλλοτε λεηλατημένες από την κομματική εκμετάλλευση
Οι
αντιθέσεις βέβαια και οι διαφορές παρέμεναν αλλά η αποδοχή αυτού του μοντέλου τις έκανε
αόρατες, καθιστώντας ανύπαρκτη η υποτυπώδη την αντικαπιταλιστική εκδοχή από τη
μεγαλύτερη πλειοψηφία.
Κι ύστερα ήρθε η βαθιά κρίση και τα μνημόνια.
Και διευρύνθηκε η σύγχυση ανάμεσα σε
παρατάξεις και κόμματα και αυξήθηκε η ευτέλεια
ιδεών και σχέσεων και φανερώθηκε η
ιδιοτέλεια που υποβαστάζει την πολιτική.
Και το ΠΑΣΟΚ, δια του προέδρου της, ξαναθυμάται την ευρεία δημοκρατική παράταξη, που θα
εξασφαλίσει υπεύθυνα τη δημοκρατική ομαλότητα, επισείει τον κίνδυνο για τον
εκφασισμό της κοινωνίας, απαξιώνοντας
τον λόγο της αριστεράς που δεν οδηγεί σε εφαρμόσιμη
πολιτική εξόδου από την κρίση. Η δε Ν.Δ,
επιθυμώντας διακαώς την εξουσία, δείχνει
συμφέροντα που επιθυμούν κυβερνητική αστάθεια, υποστηρίζοντας ότι αδύναμες κυβερνήσεις επιδιώκουν εκείνοι που εκφράζουν ένα φαύλο σύστημα.
Το φόβητρο του μετεμφυλιακού κράτους
επιστρέφει ανεστραμμένα. Τότε, ο κίνδυνος του κομμουνισμού δικαιολογούσε τη «δημοκρατική εκτροπή», τώρα ο κίνδυνος του εκφασισμού κάνει επικίνδυνο τον
κομμουνιστικό λόγο.
Και στο βάθος ο πραγματικός
φόβος του κυρίαρχου συστήματος για ανατροπή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου