Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΥ

 

Τελειώνοντας το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα και 80 χρόνια από την αποκάλυψη του αδιανόητου εγκλήματος των Ναζί, το αδιανόητο και πάλι γίνεται πραγματικότητα με απευθείας μάλιστα μετάδοση σ’ όλο τον κόσμο. Και μοιάζει η κυρίαρχη τάξη  στον δυτικό, πολιτισμένο κόσμο να συμμερίζεται τους στόχους και προτεραιότητες του φρικιαστικού έργου της εξάλειψης ενός λαού, συνεχίζοντας  να μιλά για ανθρωπισμό και δικαιώματα προσαρμοσμένα στον διαστρεβλωμένο και διεστραμμένο κόσμο που έχει δημιουργήσει. Φαίνεται ότι χρειάστηκαν λιγότερο από 80 χρόνια για να δημιουργήσουν οι Ισραηλινοί  πολύ χειρότερες συνθήκες για τους Παλαιστίνιους από αυτές που δημιούργησαν οι Ναζί για τους Εβραίους.
         Παλιές λέξεις αποκτούν νέες έννοιες και ο επαναπροσδιορισμός του αντισημιτισμού από το σύνολο της Δύσης, κατά επιταγή του Ισραήλ, επιβάλλει την ταύτισή της σημασίας του με την κριτική στο κράτος του Ισραήλ. Πριν αυτή η λέξη κουβαλούσε όλες τις φρικαλεότητες του ολοκαυτώματος, αλλά πια χρησιμοποιείται η ίδια  λέξη με τον πιο ανέντιμο τρόπο για υπεράσπιση των πιο τρομακτικών πραγμάτων. Η λέξη αντισημιτισμός  δεν μπορεί πια να διαχωριστεί από τη συνεχή και σταθερή εκστρατεία μαζικής εξαπάτησης από κυβερνήσεις, ιδρύματα, άτομα που χρησιμοποιώντας την λέξη με διαφορετική έννοια επιδιώκουν  να γίνουν αποδεκτά τα εγκλήματα του Ισραήλ. Για όλους αυτούς λοιπόν κανείς δεν μπορεί να επικρίνει το Ισραήλ για τις γενοκτονικές του φρικαλεότητες χωρίς να είναι αντισημίτης.
          Η σημασιολογική αλλαγή της συγκεκριμένης λέξης είναι ενδεικτική για το πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα σαν πολιτικό εργαλείο φωτίζοντας και  τις κοινωνικές αλλαγές που προωθούνται. Οι λέξεις έχουν σημασία και οι άνθρωποι συχνά αποκαλύπτονται όταν αρχίζουν να μιλούν. Η γλώσσα και η κοσμοθεωρία που η πλειοψηφία των ανθρώπων υιοθετεί συσχετίζονται. Ορισμένες λέξεις και εκφράσεις  που σφυρηλατούνται αδιάκοπα στο σπίτι, το σχολείο, την κοινωνία και προκαλούν ισχυρές εικόνες επηρεάζουν τη σκέψη των ανθρώπων. Η αλλαγή λοιπόν στη σημασία των λέξεων διεισδύει ασυνείδητα στην καθημερινή ζωή και δίνει άλλη οπτική  για τα πράγματα.
         Τέτοια αλλαγή στη σημασία των λέξεων έγινε στη ναζιστική Γερμανία, με μεταφορές και εκφράσεις δανεισμένες από τον αθλητισμό, αναφορές στην καταγωγή που στόχευαν στο συναίσθημα, σε μια προσπάθεια καταστολής της διάνοιας και παράδοσης της σε μια κατάσταση μουδιασμένης νωθρότητας. Εκπαιδεύονταν οι άνθρωποι να είναι μόνο οπαδοί, μόνο ν’ ακολουθούν.
           Και ο έρπων φασισμός στις μέρες μας, με τη μορφή ακροδεξιών κομμάτων και φασιστικών πρακτικών από την κυρίαρχη τάξη, δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά από το ναζισμό που καλλιεργούσε και προωθούσε την κατωτερότητα των άλλων. Η Δύση υποκρίνεται την αποθέωση της αποδοχής της διαφορετικότητας μόνο και μόνο για να μπορεί με έπαρση να κατηγορεί τους άλλους ότι δεν την αποδέχονται. Όπως ο αντισημιτισμός ήταν η πιο αποτελεσματική προπαγάνδα για διάχυση του φόβου, της οργής και του μίσους προς του Εβραίους,  ώστε να   δικαιώνονται οι θηριωδίες του ναζιστικού κόμματος,  έτσι και  στις μέρες μας ο φόβος και το μίσος για τον μετανάστη μουσουλμάνο δικαιώνει τις αγριότητες των καπιταλιστικών κυβερνήσεων. Κι έτσι  αποθρασύνεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη μέσω του υπουργού Μετανάστευσης Θ. Πλεύρη να  επαίρεται ότι οι δομές δεν είναι ξενοδοχεία και να κινδυνολογεί για σχέδιο εισβολής μεταναστών.
        Μια πολιτεία, μια κυβέρνηση όταν δεν θέλει να παραπλανήσει έχει μια γλώσσα που μεταφέρει με ακρίβεια τις πιο θεμελιώδεις αρχές της. Όταν η γλώσσα διαστρέφεται, όταν οι λέξεις δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές για το τι πραγματικά σημαίνουν, όταν καθημερινοί άνθρωποι, διανοούμενοι, πολιτικοί  εν γνώσει τους και εν αγνοία τους πέφτουν θύματα της εσωτερίκευσης και της επανάληψης αυτών των διεφθαρμένων στρεβλώσεων, οι συνέπειες δεν αφορούν μόνο τη σημασιολογία. Παραμορφώνουν την ανθρωπιά μας. Ακριβώς όπως γίνεται τον τελευταίο καιρό με την έννοια του αντισημιτισμού, όπως γίνεται.
          Ζούμε σε μια εποχή όπου η δημοκρατία δείχνει να υποχωρεί μπροστά σε αυταρχικές δυνάμεις. Η άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι πλέον εξαίρεση αλλά σχεδόν κανόνας κι έτσι ένα από τα πιο επικίνδυνα όπλα της νέας ακροδεξιάς είναι και πάλι η γλώσσα. Ο ρόλος της ακροδεξιάς φυσικά είναι όχι να έχει δίκιο, όχι να ρίξει φως, αλλά να προκαλέσει σύγχυση στα συναισθήματα, άγχος, φόβο και να ακουστεί καλά, τόσο καλά ώστε να κανονικοποιήσει τις λέξεις με νέα σημασία μέσα στα στόματα, δημιουργώντας στρατόπεδα, αντιπάλους και εχθρούς. Έτσι ο νέος εχθρός στη Δύση είναι ο κατατρεγμένος μετανάστης. Η υποτίμηση λοιπόν και  απόρριψη των μεταναστών, κατά πλειοψηφία μαυριδερών και ισλαμιστών, υπηρετεί ένα μεγαλύτερο στόχο για έλεγχο και κυριαρχία της καπιταλιστικής εξουσίας, εφευρίσκοντας έναν αντίθετο πόλο για να ανταγωνιστεί, στο δρόμο προς την δήθεν  καπιταλιστική ευημερία  
        Ο ορισμός των λέξεων είναι  δώρο και όπλο άμυνας, και ποτέ δεν θα μπορούσαμε να χάσουμε, μιλώντας μεταξύ μας για τη σημασία των πολιτικών, κι όχι μόνο, λέξεων. Εάν κάτι θέλει η ακροδεξιά είναι μια Βαβέλ που ωρύεται, κανείς να μην καταλαβαίνει τίποτε και να αυξάνεται η ανασφάλεια και ο φόβος.Ο φασισμός δεν έρχεται πάντα με στολές και εμβατήρια. Έρχεται και με λέξεις, με φράσεις που σιγά σιγά γίνονται αποδεκτές, που φιλτράρονται στην καθημερινότητά μας και δηλητηριάζουν τη συλλογική σκέψη.
      Πρέπει να προσέχουμε τις λέξεις, όχι από γλωσσική εμμονή, αλλά από πολιτική και ηθική ανάγκη. Γιατί η αλλαγή προς την απανθρωποίηση δεν είναι ξαφνική και δραματική, αλλά περισσότερο σταδιακή. Η  υπερβολική χρήση πομπωδών υπερθετικών, η συνεχής χρήση της ορολογίας του ανταγωνισμού, η αποστείρωση των πιο μοχθηρών δράσεων με τη γλώσσα έχει γίνει κάτι οικείο και στις μέρες μας από τους κυβερνώντες Ο ιμπεριαλιστικός λόγος  είναι μια ασταμάτητη προσβολή στη νοημοσύνη μας που μας συνηθίζει να αποδεχόμαστε τα εγκλήματά του. Σύμφωνα μ’ αυτόν,  οι υποστηρικτές της ειρήνης είναι τρομοκράτες, οι αρχιτέκτονες γενοκτονίας αξίζουν βραβεία ειρήνης, οι δημοσιογράφοι που αποκαλύπτουν τη φρίκη μιας εθνοκάθαρσης είναι επικίνδυνοι.
          Κι έτσι φτάσαμε στο σημείο το Ισραήλ να λιμοκτονεί ανθρώπους μέχρι θανάτου και ο κόσμος να το παρακολουθεί να συμβαίνει, με τις δυτικές κυβερνήσεις να υπερασπίζονται το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα και να μένει  μια μειοψηφία, με πρωτοπόρους τους κομμουνιστές,  που δεν σταματά να  διαμαρτύρεται.

              

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

 

Κι εκεί που η κυβέρνηση με παλινωδίες προσπαθεί να διαχειριστεί, χωρίς να την καταπιεί, το σκάνδαλο στο ΟΠΕΚΕΠΕ με τη διασπάθιση του ευρωπαϊκού χρήματος σε «ημετέρους» του κυβερνώντος κόμματος, ξανάρθε στο προσκήνιο ο Α. Τσίπρας με το αίτημά του για δημοσιοποίηση των πρακτικών του άτυπου συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Π. Παυλόπουλο. Ο νυν πρόεδρος δημοκρατίας,  που  επέλεξε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης εν είδει απόλυτου ηγέτη, Κ. Τασούλας δεν κάνει αποδεκτό το αίτημα και συμπτωματικά λίγο μετά δημοσιοποιούνται αποσπάσματα των πρακτικών από μέσα ενημέρωσης  ιδιοκτησίας Ε. Μαρινάκη.
         Διαβάζοντάς τα δίνεται η εντύπωση ότι η επιλογή των αποσπασμάτων στοχεύει  στο ίδιο πάνω κάτω ακροατήριο μ’ αυτό του Κ. Μητσοτάκη  για μια περίεργη δικαίωση του Α. Τσίπρα. Εμφανίζεται λοιπόν ο Α. Τσίπρας σαν υπεύθυνος ηγέτης που ποτέ δεν αμφισβήτησε την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και δεν ριψοκινδύνεψε την έξοδο της από την ευρωζώνη. Κι ενώ  πριν δέκα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την εξουσία ακριβώς γιατί  στρεφόταν ενάντια στην ευρωπαϊκή επιταγή της ασφυκτικής οικονομικής λιτότητας αμφισβητώντας την ΕΕ, στην επανεμφάνισή του Α. Τσίπρα τονίζεται μέσα από τα επιλεγμένα αποσπάσματα η εμπιστοσύνη του  στην Ε.Ε και προβάλλεται ως στόχος εκείνου του δημοψηφίσματος η πίεση προς  τους εταίρους για καλύτερη συμφωνία. Εν ολίγοις, γίνεται προσπάθεια να αποκατασταθεί το κύρος του Α. Τσίπρα στα αστικά και μικροαστικά στρώματα, τα οποία  απεγνωσμένα ψηφίζουν κόμματα εξουσίας για  πολιτική σταθερότητα και που η καταβύθιση στα σκάνδαλα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, διαμορφώνοντας ένα ανασφαλές περιβάλλον, μπορεί ένα μέρος τους ακόμα και να ριζοσπαστικοποιήσει. Θα πρέπει λοιπόν η κυρίαρχη εξουσία να έχει προετοιμάσει τη διάδοχη κατάσταση, αν χρειαστεί. Η επανεμφάνιση βέβαια, με την αρωγή τμήματος  της κυρίαρχης τάξης, του Α. Τσίπρα σ’ αυτή τη συγκυρία δείχνει ότι το ίδιο σύστημα εξουσίας ή έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών για να καταφεύγει στο παρελθόν ή ακόμα βρίσκεται στο στάδιο αναζήτησης, προωθώντας διάφορες προτάσεις λύσης της κρίσης της διακυβέρνησης που πιθανότατα να προκύψει από την χρεοκοπία της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
          Γιατί στην πραγματικότητα η κυρίαρχη τάξης δεν έχει άλλο τρόπο παρά χρησιμοποιώντας μέσω της κυβέρνησης τη δύναμη του κράτους  για να   επιβάλλει  την ισχύ της, είτε με την καταστολή, όταν η αντίσταση είναι σθεναρή  είτε με τον κατευνασμό, όταν πετυχαίνει τη συναίνεση με τα λαϊκά στρώματα.  Όμως, τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα, η ατελείωτη, παρά τις στομφώδεις περί του αντιθέτου διακηρύξεις, ακρίβεια που εξαθλιώνει, το νέο αξεπέραστο στάδιο της καπιταλιστικής κρίσης φοβίζει την άρχουσα τάξη μήπως οδηγήσουν σε χρεοκοπία τα αστικά κόμματα διακυβέρνησης.
       Αν οι υποτελείς τάξεις πάψουν να βασίζονται στο αστικό  κράτος και να συναινούν στην αστική διακυβέρνηση ο κίνδυνος πρόκλησης ανεξέλεγκτων καταστάσεων αμφισβήτησης του συστήματος  γίνεται υπαρκτός και κατά συνέπεια και η αδυναμία των κρατών να χειριστούν την κατάσταση, με αποτέλεσμα να αποσύρεται η εμπιστοσύνη σ’ ένα τέτοιο κράτος. Κι αυτό εξασθενίζει τη δυνατότητα των κρατών να σταματήσουν αυτόν το φαύλο κύκλο. Κράτη όμως που πάσχουν από απονομιμοποίηση βρίσκουν ότι είναι πολύ δύσκολο να εκπληρώσουν τον ρόλο τους ως εγγυητές των μονοπωλίων που έχουν ανάγκη οι καπιταλιστές και περιορίζεται  και η ικανότητά τους να εξημερώσουν  τις υποτελείς τάξεις.
         Ακόμα λοιπόν κι αν χάνεται η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση ή σε κάποιους θεσμούς από μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης θα πρέπει, κατά τον κυρίαρχο λόγο, να περιορίζεται σε άτομα και όχι σε δομές του ίδιου του συστήματος. Γι’ αυτό κάθε φορά που αποκαλύπτεται η αναλγησία της  ταξικής πολιτικής ενός συστήματος που στρέφεται εναντίον των λαϊκών μαζών το κυρίαρχο σύστημα φροντίζει η οργή και απαξίωση να κατευθύνεται σε άτομα και όχι στο ίδιο το σύστημα που την προκαλεί. Προσπαθεί λοιπόν να συντηρεί τη λαϊκή υποστήριξη με μεταρρυθμίσεις από διάφορους κυβερνώντες που εναλλάσσονται και  προπαγανδίζουν ότι είναι προς όφελός του, χωρίς βέβαια οικονομικό κόστος. Ώστε  όλο το πρόβλημα  να επικεντρώνεται στην επιλογή του διαχειριστή της αστικής εξουσίας. Για να μην συνειδητοποιείται ότι η δύναμη των κυβερνώντων βρίσκεται στην αδυναμία των αντιπάλων τους, δηλ. των μεγάλων λαϊκών μαζών. 
          Για κάθε ατασθαλία των κυβερνώντων που αποκαλύπτεται, ακόμα και  όταν εγκληματικά  παραβιάζονται  κανόνες και νόμοι που οι ίδιοι θεσμοθετούν, όπως οι υποκλοπές, το έγκλημα των Τεμπών, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ οι κυβερνώντες ασυστόλως παραπέμπουν στη δικαιοσύνη, που οι ίδιοι ελέγχουν. Δεκαετίες προπαγάνδας πέτυχε την εξαφάνιση από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις των ταξικών διαχωρισμών με όλα τα αστικά κόμματα να συμβάλλουν σ’ αυτό. Και μένει το ΚΚΕ που επιμένει στην ταξική σκοπιά, γιατί μόνη αυτή μπορεί να αναζητήσει  τις πραγματικές αντιθέσεις  στη πηγή τους και να τις οξύνει, διεκδικώντας με αγώνες, όχι να τις αποφύγει ή να τις συγκαλύψει, δημιουργώντας έτσι τους όρους για το ξεπέρασμά τους
         Αντίθετα,  σύμφωνα με την κυρίαρχη πολιτική οι  ταξικές αντιπαραθέσεις μεταφράζονται σε δικαστικές διενέξεις, αυξάνοντας την κυριαρχία της δικαστικής εξουσίας που εξυπηρετεί τα αστικά συμφέροντα, αλλά παρουσιάζεται ως αντικειμενική και αδέκαστη, για να εξασφαλίζει τη συναίνεση. Την εξάρτηση των δικαστικών από τις κυβερνητικές αποφάσεις επαληθεύει η  πρόσφατη επιλογή  των ανώτατων δικαστικών από την κυβέρνηση με τις επικοινωνιακές μεθοδεύσεις της. Έτσι ήταν επιλογή της κυβέρνησης για πρόεδρος Αρείου  Πάγου η 4η υποψήφια στην ψηφοφορία των δικαστών, ενώ χρησιμοποίησε επικοινωνιακά τεχνάσματα στην επιλογή  εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να υποκριθεί αντικειμενικότητα.   
          Η αυξανόμενη κυριαρχία της δικαστικής εξουσίας θα πρέπει ίσως  να ερμηνευτεί στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης αποδυνάμωσης της πολιτικής δημόσιας σφαίρας ως πεδίου  που επιτρέπει την εκδήλωση αγωνιστικής αντιπαράθεσης. Με δεδομένη την  αδυναμία  αντιμετώπισης των προβλημάτων της κοινωνίας, αναδύεται εμφανώς μια τάση να ευνοείται το πεδίο της δικαιοσύνης και να εναποτίθεται στο νόμο των αστών νομοθετών να βρει τη λύση σε κάθε είδους διαμάχες. Η δικαιοσύνη της αστικής τάξης αποκρύπτοντας τον ταξικό της ρόλο παρουσιάζεται σε ρόλο ερμηνευτή του πολιτικού ήθους της κοινωνίας.
          Εν ολίγοις,  η άρχουσα τάξη θεωρεί  πιο συμφέρουσα την εξασφάλιση συναίνεσης από τις υποτελείς τάξεις, ώστε να συμπαραταχθούν μαζί της κι έτσι να απαλλαχθεί από κάθε αντίστασή τους. Αλλά όπως  αποδεικνύεται στην πράξη, οι κυβερνώντες μας, αποθρασυνόμενοι από την έπαρση τους για χειραγώγηση των λαϊκών αντιδράσεων, θέλουν να καταλάβουν τον έλεγχο  της κρατικής διοίκησης για να ασκήσουν τη δύναμή τους για δικό τους όφελος. Κι επομένως, είναι ανίκανοι να καταργήσουν ένα από τα πιο απαίσια χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού κράτους, τον άξονα της διαφθοράς, επειδή αποτελούν κρίσιμο μέρος του ίδιου του συστήματος. Μόνο ένα μαζικό, εύρωστο κίνημα μπορεί αυτό να το καταφέρει.