Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

 

Η υπουργός Εσωτερικών της Μ. Βρετανίας Σαμπάνα Μαχμούντ πριν μέρες είχε δηλώσει στο BBC ότι το να έχεις μια ελευθερία δεν σημαίνει ότι πρέπει να τη χρησιμοποιείς κάθε στιγμή της ημέρας, για να υπερασπιστεί τις νέες εξουσίες που, εξετάζοντας τον σωρευτικό αντίκτυπο των επαναλαμβανόμενων διαδηλώσεων, επιτρέπουν στην αστυνομία να διακόπτει ή να μεταφέρει διαμαρτυρίες που θεωρούνται πολύ συχνές. Στη χώρα μας, μετά την κυριακάτικη ανάρτηση του πρωθυπουργού για μεταφορά αρμοδιοτήτων που αφορούν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στο υπουργείο Άμυνας,  ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διευκρίνισε ότι με την νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης για το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη,  «για τα τετραγωνικά μέτρα που θα ορίζει η τροπολογία… δεν θα επιτρέπεται τίποτα ούτε διαμαρτυρία, ούτε γκράφιτι, ούτε πανό, ούτε διαδήλωση είτε είναι από μια αριστερή οργάνωση είτε είναι από μια κεντροδεξιά οργάνωση». Και πάντα με το πρόσχημα ότι η «κυβέρνηση εναρμονίζεται με αυτονόητα αιτήματα της κοινωνίας» προσπαθεί η κυβέρνηση να καλύψει το φόβο που της προκάλεσε η  μεγάλη αλληλεγγύη που είχε ο απεργός πείνας για τα Τέμπη χαροκαμένος πατέρας Πάνος Ρούτσι.
          Κι αυτά είναι  δυο παραδείγματα, από τα πιο ανώδυνα εκ πρώτης όψεως, ενδεικτικά για τη μεθόδευση του περιορισμού ελευθεριών που κερδήθηκαν μετά από πολυετείς αγώνες.  Τα μέτρα στη Μ. Βρετανία στοχεύουν ξεκάθαρα στις μαζικές διαδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης που έχουν γεμίσει τους δρόμους του Ηνωμένου Βασιλείου εδώ και σχεδόν δύο χρόνια κατά της γενοκτονίας του Ισραήλ στη Γάζα. Στα καθ’ ημάς, η κυβέρνηση  με τις λεκτικές περικοκλάδες περί ιερότητας του μνημείου αποβλέπει στον περιορισμό μαζικών συγκεντρώσεων και διαμαρτυριών, που στο πιο κεντρικό μέρος της Αθήνας, το Σύνταγμα, συνδέονται με την ιστορική μνήμη των λαϊκών αγώνων και  αποκτούν ευρύτατη δημοσιότητα και συμπαράσταση. Βήμα - βήμα νομοθετούνται στην φιλελεύθερη Ευρώπη οι περιορισμοί σε διαμαρτυρίες και αντιδράσεις στην αυταρχικότητα των κυβερνήσεων.
Οι αστικές μας δημοκρατίες χρόνο το χρόνο διολισθαίνουν και  μάλιστα με …δημοκρατικές διαδικασίες σε πολιτικές  ολοένα και πιο απροκάλυπτα φασιστικές στο εσωτερικό των χωρών. Δεν απαγορεύουν άμεσα, δεν λογοκρίνουν, δεν κατεβάζουν στρατό, μόνο νομοθετούν απαγορεύσεις, λογοκρισίες, ισχυροποίηση στρατιωτική. Με μια θρασύτατη άνεση νομοθετούν ό,τι πιο αντιδραστικό, παρουσιάζοντάς το σαν δικαίωμα που παραχωρείται, σαν επιβεβαίωση μιας ελευθερίας που κανείς δεν μπορεί ν’ αποκρυπτογραφήσει. Όπως κάνει η δική μας κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τελευταίο παράδειγμα την πλήρη  απορρύθμιση της εργασίας με την νομοθέτηση του 13αωρου.  Η οποία έχει αποδείξει την ικανότητά της να θεσμοθετεί την περιστολή εργασιακών δικαιωμάτων παρουσιάζοντάς την μάλιστα ως προνόμιο που η μεγάθυμη κυβέρνηση προσφέρει, για να  απορροφήσει  τις αντιδράσεις, ώστε η μαζικότητά τους να μην την  φοβίζει.
Αλλά και  στις εξωτερικές σχέσεις χρόνια τώρα έχουν νεκραναστήσει, με το κατάλληλο βέβαια ιδεολογικό φιλελεύθερο περίβλημα,  πολιτικές του αποικιακού παρελθόντος για  ιμπεριαλιστικούς σκοπούς. Τα παραδείγματα ατέλειωτα, από την εισβολή στο Ιράκ, τη διάλυση της Λιβύης και της Συρίας, μέχρι τη συνδρομή στη γενοκτονία των Ισραηλινών στη Γάζα. Ιδιαίτερα η φιέστα για την εκεχειρία στη Γάζα,  εικονογράφησε πετυχημένα τη Δύση και το ρόλο της  στην παγκόσμια σκηνή, με επικεφαλής τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ, που αυτοπροβάλλεται ως ειρηνοποιός αλλά   που χωρίς την αρωγή του το Ισραήλ δεν θα τολμούσε δυο χρόνια τώρα να σφαγιάζει και να γκρεμίζει στη Γάζα,  και σε ρόλους κομπάρσων ηγέτες Άραβες και Ευρωπαίους που μόνο εκλιπαρούσαν ένα του βλέμμα.
             Ο φασισμός δεν θάφτηκε στις στάχτες του Β παγκοσμίου πολέμου, αλλά σώθηκε επιλεκτικά. Οι φασιστικές δυνάμεις που είχαν νικηθεί στρατιωτικά τότε, ενσωματώθηκαν συστηματικά λίγο αργότερα στην αναδυόμενη αρχιτεκτονική του Ψυχρού Πολέμου της Δύσης. Γιατί ο  φασισμός δεν είναι ένα εξωτερικό στοιχείο στην καπιταλιστική τάξη της Δύσης, αλλά το σκοτεινό δίδυμό του, μια επιλογή έκτακτης ανάγκης που ο καπιταλισμός δεν φοβήθηκε ποτέ να αναπτύξει.
           Χρόνο το χρόνο, ο ίδιος ο καπιταλισμός, στον πυρήνα του ένα σύστημα ταξικής κυριαρχίας,  απογυμνώνεται από τη δημοκρατική του πρόσοψη, όταν η φιλελεύθερη δημοκρατία της αστικής τάξης  δεν χρησιμεύει πια ως το πιο αποτελεσματικό πολιτικό  του κέλυφος. Γιατί οι εκλογές, τα κοινοβούλια και τα συντάγματα παρέχουν την ψευδαίσθηση της λαϊκής κυριαρχίας, ενώ ουσιαστικά  η υποκείμενη πραγματικότητα της οικονομικής εξουσίας, δηλ. εταιρικά μονοπώλια, τραπεζικές ελίτ, ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, παραμένει ανέγγιχτη. Όταν όμως οι κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος βαθαίνουν, τότε η άρχουσα τάξη καταφεύγει στην επιλογή έκτακτης ανάγκης του καπιταλισμού, για να υπερασπιστεί την κερδοφορία της και τα ιμπεριαλιστικά της συμφέροντα μέσω της καταπίεσης και ακόμα και του πολέμου.  Οι φασιστικές πολιτικές δεν είναι παρέκκλιση, δεν είναι ξένη εισβολή στον καπιταλισμό είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός που κινητοποιείται με ανοιχτή βία για να κατοχυρώσει την ισχύ του.  Ο  φασισμός καλείται ως δύναμη κρούσης και η απαράμιλλη βία του είναι η ασυγκράτητη πείνα του καπιταλισμού.  
            Η ασταμάτητη ανακύκλωση στη Δυτ. Ευρώπη και ΗΠΑ των πιο αντιδραστικών δυνάμεων, που τελειοποιήθηκε στις στάχτες του 2ου παγκοσμίου πολέμου, δεν τελείωσε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά αποτέλεσε πρότυπο για τη δημιουργία και ενδυνάμωση του τέρατος που συνεχίζει να καθορίζει τον ιμπεριαλισμό του 21ου αιώνα. Μόνο που τώρα βρέθηκαν νέοι εχθροί και νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Η ιμπεριαλιστική λογική όμως παραμένει σταθερή ακόμα κι αν αλλάζουν ονόματα και ιδεολογίες.  Αξιοποιεί η Ε.Ε το φασισμό, αλλά και η καπιταλιστική Ρωσία  που στον πόλεμο με την Ουκρανία παίζει και το χαρτί του αντιφασισμού το ίδιο κάνει, όπως φαίνεται και από τη συγκέντρωση στην Αγία Πετρούπολη εκπροσώπων φασιστικών κομμάτων και με συμμετοχή του κυβερνώντος κόμματο. 
            Όταν αντιμετωπίζει μια πρόκληση για την κυριαρχία του, ο καπιταλισμός θα αναζητά πάντα τις πιο αδίστακτες δυνάμεις κρούσης που είναι διαθέσιμες, ανεξάρτητα από το μακροπρόθεσμο κόστος. Έτσι, μέσω τού φακού του Ψυχρού πολέμου δοξάζονταν στη Δύση ως μαχητές ελευθερίας οι κάθε είδους Μουζαχεντίν, γιατί αρκούσε ο αντικομμουνισμός τους όταν πολεμούσαν Σοβιετικούς. Μετά  από μερικά όμως χρόνια δαιμονοποιούνται σαν τρομοκρατικές  οι ίδιες οι οργανώσεις που είχαν την υποστήριξη των ΗΠΑ. Και φτάνουμε στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα συλλήβδην οι αραβικοί πληθυσμοί, όχι οι φιλοδυτικές ηγεσίες τους,  να αντιμετωπίζονται σαν υπάνθρωποι και να αποδεκατίζονται στο Ιράκ, Συρία, Λίβανο και στην πολύπαθη Παλαιστίνη και  να γίνονται ο νέος αποδιοπομπαίος τράγος, ο κοινός εχθρός της Δύσης.
          Κι αν στο φασισμό του μεσοπολέμου η απανθρωποποίηση του εβραίου δικαιολόγησε  τις θηριωδίες του ναζισμού, στις μέρες μας η απανθρωποποίηση των Αράβων επιτρέπει τις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις  να συνεχίζουν να δολοφονούν Παλαιστίνιους πολίτες κάθε μέρα ακόμα και  κατά τη διάρκεια της «εκεχειρίας» στη Γάζα. Γιατί  είναι τέτοια η έκταση της απαθρωποποίησης των Παλαιστινίων,  που το Ισραήλ βλέπει τις σφαίρες εναντίον τους ως ένα απολύτως νόμιμο μέσο και γι’ αυτό πράξεις στρατιωτικής σφαγής Παλαιστινίων μόλις που κάνουν την εμφάνισή τους στα δυτικά μέσα ενημέρωσης. Ενώ κάθε φορά που συμβαίνει κάτι που κάνει τους δυτικούς Εβραίους να νιώθουν άγχος ή αναστάτωση, κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για μέρες. Μέρα με τη μέρα βλέπουμε κραυγαλέες, ασυγχώρητες αποκλίσεις μεταξύ της προσοχής που δίνεται στον βίαιο θάνατο ενός Άραβα και της προσοχής που δίνεται στον βίαιο θάνατο ενός Ισραηλινού, ενός δυτικού Εβραίου ή οποιουδήποτε δυτικού.
            Ο φασισμός διαχέεται στην κοινωνία μας, μολύνει τη σκέψη και καθοδηγεί την πράξη. Η κυρίαρχη εξουσία της Δύσης αποθρασυμένη τολμά στο  φως να παραδεχτεί ότι δεν βλέπει τους Άραβες ως ανθρώπινα όντα. Ένα από τα βασικά  επιχειρήματα που λέγονται από την κυρίαρχη εξουσία και τους αντιδραστικούς υπερασπιστές της   σχετικά με το γιατί η Δύση πρέπει να υποστηρίξει το Ισραήλ είναι ότι το Ισραήλ βοηθά στην υπεράσπιση της Δύσης από τις άγριες μουσουλμανικές ορδές. Και στην ουσία παραδέχονται ότι η σφαγή των Μουσουλμάνων είναι μια αρετή από μόνη της, γιατί όποιος σκοτώνει Μουσουλμάνους είναι σύμμαχος της Δύσης, όπως παλιότερα ήταν αυτός που σκότωνε εβραίους ή μαύρους.   
         Η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο φασισμός είναι οι δύο όψεις του ίδιου καπιταλιστικού νομίσματος. Το ένα πρόσωπο φοράει τη μάσκα των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των δημοκρατικών κανόνων. Το άλλο δείχνει τα δόντια του στην ανοιχτή καταστολή και τη φυλετική βία. Όταν οι προκλήσεις για το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό του γίνονται επικίνδυνες, το σύστημα δεν διστάζει να αλλάξει τις μάσκες. Και γι’ αυτό το λαϊκό κίνημα πάντα πρέπει να βρίσκεται σε επαγρύπνηση.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

ΣΩΜΑ, ΟΠΛΟ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Και τελικά μένει πάντα το σώμα ως όπλο διαμαρτυρίας, ως όπλο αντίστασης.
     Είναι το σώμα που υπομένει του Πάνου Ρούτσι που μετά από 23 ημέρες απεργίας πείνας η εισαγγελία Λάρισας αποδέχτηκε τα αιτήματα για εκταφή του γιου του που σκοτώθηκε στα Τέμπη και τη διενέργεια στη σορό του παιδιού του τοξικολογικών και βιοχημικών εξετάσεων. Για να απομείνει η απορία, γιατί έπρεπε να διακινδυνέψει τη ζωή του ένας χαροκαμένος πατέρας, για να ακολουθηθούν οι αυτονόητες νομικές διαδικασίες που μαζί με δηλώσεις δικαστικών οι οποίοι αιτιολογούσαν την άρνηση για εκταφή υπονομεύουν το όποιο κύρος έχει απομείνει στην αστική δικαιοσύνη.
Και είναι και τα σώματα που υποφέρουν των Παλαιστινίων,  τα ακρωτηριασμένα σώματα, τα μικρά σωματάκια των παιδιών που λιμοκτονούν που θέλει  να κάνει  αόρατα στα μάτια μας η Ισραηλινή προπαγάνδα με τους υποστηρικτές της στη Δύση. Κι αυτό το  ατέλειωτο ποτάμι ανθρώπων από  άνδρες, γυναίκες και παιδιά,  ανάμεσα σε ερείπια που περπατούν για να γυρίσουν πίσω στη  βόρεια Γάζα, λίγες ώρες αφού τέθηκε σε ισχύ η εκεχειρία ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς, αυτά τα καταπονημένα σώματα που επιμένουν να διεκδικούν την πατρική γη, κρατούν ζωντανή την ελπίδα για τον άνθρωπο.  
Στα αστικά μας κράτη η ακραία βίαιη συμπεριφορά τους τείνει να δικαιολογείται ως αυτοάμυνα, στρατιωτική αναγκαιότητα ή αντιτρομοκρατία για να νομιμοποιείται και έτσι να απονομιμοποιείται  κάθε πράξη αντίστασης. Ακόμα και αν πρόκειται για μη βίαιες πράξεις αντίστασης από άτομα ή  αντιφρονούντα κινήματα, η κατεστημένη τάξη και τα υποστηρικτικά της μέσα ενημέρωσης περιγράφουν συστηματικά τέτοιες πράξεις ως τρομοκρατία, εγκληματικότητα ή φανατισμό και η συμπεριφορά ποινικοποιείται ή, στην καλύτερη περίπτωση, εκτίθεται σε περιφρόνηση από την κατεστημένη τάξη της κυρίαρχης εξουσίας.  Οι κρατικές μορφές επιβολής τάξης σχεδόν πάντα βασίζονται στη βία για να συντρίψουν όποιον θεωρούν εχθρό, ενώ η απελπισία της αντίστασης μερικές φορές παίρνει τη μορφή πρόκλησης βλάβης στον εαυτό, ώστε να ντροπιαστεί ένας καταπιεστής για  να υποχωρήσει ή τελικά ακόμη και να παραδοθεί, όχι λόγω κατανόησης ή αλλαγής γνώμης, αλλά λόγω φόβου για  αποξένωση από την κοινή γνώμη, για εντατικοποίηση της αντίστασης, για  απώλεια της νομιμότητας, για  αντιμετώπιση κυρώσεων. Το να απειλεί όμως κανείς να αφήσει τον εαυτό του να πεθάνει απαιτεί τουλάχιστον να μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη η απειλή και, ως εκ τούτου, προϋποθέτει η ισότητα και ο σεβασμός των ανθρώπων να έχουν τεθεί  ως θεμελιώδεις αξίες, ακόμα και υποκριτικά,  αλλά και ότι υπάρχει μια κοινή γνώμη στη χώρα, ή ακόμα και στο εξωτερικό, στην οποία μπορεί να προσφύγει κατά μιας ανάλγητης εξουσίας.  Σε ένα τέτοιο συνολικό πλαίσιο θα πρέπει να κατανοηθεί ο ρόλος της απεργίας πείνας σαν μέρος μιας αντίστασης ενάντια σε όλες τις μορφές καταπιεστικής, εκμεταλλευτικής και σκληρής διακυβέρνησης.
 Οι απελπισμένες συνθήκες προκαλούν απελπισμένη συμπεριφορά. Και η  απεργία πείνας είναι μια ισχυρή ηθική και ατομική πράξη, αλλά είναι επίσης μια τακτική για την προώθηση ενός σκοπού. Αρκετές περιπτώσεις απεργιών πείνας έχουν σημαδέψει τη σύγχρονη ιστορία. Ο Γκάντι για να πολεμήσει ενάντια στον βρετανικό αποικισμό στην Ινδία, οι δημοκρατικοί κρατούμενοι της Βόρειας Ιρλανδίας, μέλη του IRA,  που αγωνίστηκαν για την προσάρτησή της στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, που η Μ. Θάτσερ άφησε να πεθάνουν, με πρώτον τον Μπόμπι Σαντς.
Η απεργία πείνας, όταν είναι αόριστης διάρκειας θέτει ένα πολύ σαφές διακύβευμα, νίκη ή θάνατος. Κι έτσι εμφανίζεται ως η τελευταία ενέργεια απελπισίας που είναι διαθέσιμη σε όσους ζητούν να ακουστούν. Με όπλο το ίδιο το σώμα του ο απεργός πείνας στοχεύει στην υπεράσπιση μιας δέσμευσης, στη νομιμοποίηση ενός αγώνα, στη διατήρηση της αξιοπρέπειας κάποιου ή στην αλλαγή της άποψης της κοινωνίας για έναν σκοπό. Μπορεί η απεργία πείνας να είναι μια ισχυρή ηθική και ατομική πράξη, αλλά μπορεί και να είναι μέρος ενός μείγματος αντιστασιακών πράξεων και να μην περιορίζεται σε ένα άτομο, όπως έγινε το 2017 στην Παλαιστίνη, όταν πάνω από 1.500 κρατούμενοι διασκορπισμένοι σε διάφορες ισραηλινές φυλακές ξεκίνησαν μια συντονισμένη απεργία πείνας.
 Η  απεργία πείνας ως μορφή διαμαρτυρίας είναι εξαιρετικά συμβολική, καθώς θέτει σε κίνδυνο ζωές προς όφελος ενός σκοπού και  ενός αγώνα, ενώπιον φορέων που ενσαρκώνουν την εξουσία και υποτίθεται ότι είναι σε θέση να διορθώσουν μια κατάσταση που θεωρείται προβληματική, απαράδεκτη ή αφόρητη. Η απεργία πείνας είναι η έσχατη λύση όταν υπάρχει η αίσθηση ότι έχουν εξαντληθεί όλα τα μέσα για να ακουστούν τα αιτήματα ή για κινητοποίηση υποστήριξης σ’ αυτά.  
               Η απεργία πείνας είναι μια απόλυτη μορφή μη βίας που διαθέτει όμως απεριόριστο συμβολικό δυναμικό για να αλλάξει τη συμπεριφορά και να προκαλέσει μαζικές εκδηλώσεις δυσαρέσκειας από ένα πλήθος  που πιστεύεται ότι έχει κατασταλεί η αντίστασή του με επιτυχία. Τέτοιες απεγνωσμένες τακτικές αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των αγώνων για τα βασικά δικαιώματα και την αντίσταση σε καταπιεστικές συνθήκες όπως στην  Παλαιστίνη, γι’ αυτό είναι προς όνειδος που αναγκάστηκε σε μια υποτιθέμενη δημοκρατική πολιτεία ένας πατέρας να καταφύγει σ’ αυτή. Γιατί η αλήθεια  είναι ότι η συμβολική πολιτική συχνά έχει ελέγξει τα αποτελέσματα παρατεταμένων αγώνων ενάντια σε καταπιεστικούς κρατικούς παράγοντες, όταν έχει αφυπνίσει και έχει τη συμπαράσταση ενός αγωνιστικού πλήθους. Κι έτσι  οι ισχυροί και καταπιεστές μαθαίνουν ότι τα πλεονεκτήματα που θεωρούνται καθοριστικά για την κυριαρχία τους μπορεί να υποστούν ήττα όταν η άλλη πλευρά των καταπιεσμένων αποκτά ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα συμβολικά σε ηθικό και ιδεολογικό επίπεδο. Έχοντας αυτή τη γνώση της ευαλωτότητάς τους οι καταπιεστές αντεπιτίθενται, δυσφημούν και χρησιμοποιούν βία για να καταστρέψουν με κάθε μέσο τη θέληση των καταπιεσμένων να αντισταθούν, ειδικά αν το διακύβευμα περιλαμβάνει την εγκατάλειψη του υψηλού ηθικού.
               Η ισραηλινή ηγεσία έμαθε να μην παίρνει ελαφρά τη καρδία την συμβολική πολιτική. Γι’ αυτό  με την υποστήριξη των ΗΠΑ, έχει εξαπολύσει μια παγκόσμια δυσφημιστική αντίδραση ενάντια  στον ΟΗΕ ή σε  υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων  ή αγωνιστές σε όλο τον κόσμο, παίζοντας χωρίς ντροπή το αντισημιτικό χαρτί στην προσπάθειά του να καταστρέψει τις μη βίαιες προσπάθειες αλληλεγγύης. Το Ισραήλ γνωρίζει πολύ καλά τεχνικές ρατσιστικής ιεραρχίας και καταστολής και είναι αποφασισμένο να κυριαρχήσει το ρατσιστικό του κράτος. Για να το κάνει αυτό απαιτείται  όχι μόνο η καταστολή των αντιστασιακών, αλλά και η αποθάρρυνση των υποστηρικτών, γι’ αυτό το Ισραήλ επιτέθηκε παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο στο στόλο αλληλεγγύης Global Sumud Flotilla.
               Το σώμα που υποφέρει και που και νεκρό ακόμα χλευάζεται από ρατσιστές Ισραηλινούς στη μαρτυρική Παλαιστίνη και  το σώμα που μένει το μόνο όπλο για έναν χαροκαμένο πατέρα για να διεκδικήσει το δίκιο του στην …δημοκρατική μας χώρα με την …ανεξάρτητη δικαιοσύνη γίνονται αντικείμενο πάνω στο οποίο φανερώνεται όλη η σκληρότητα και αναλγησία πολιτικών που υπηρετούν ταξικά συμφέροντα και όλο και περισσότερο επιδεικνύουν απροκάλυπτα την  ισχύ τους που διαλύει κάθε έννοια δικαίου.  Και είναι σαν τα πολυβασανισμένα σώματα των Παλαιστινίων να μας δείχνουν το μέλλον μας αν η αντίδραση μας δεν είναι συλλογική και μαζική, αν η αγωνιστικότητά μας να υπερασπιστούμε τις ζωές μας και την αξιοπρέπειά μας δεν είναι αδιαπραγμάτευτη.

 

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ;

 

Σ’ όλη την Ευρώπη, και βέβαια και στην Ελλάδα, οι πολιτικές των κυβερνήσεων πρωτίστως προσπαθούν πάση θυσία να εξασφαλίσουν τη διατήρηση των ταξικών προνομίων της κυρίαρχης τάξης  αυξάνοντας την κερδοφορία του κεφαλαίου, πάντα εις βάρος των εργαζομένων. Κι επειδή, για να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου πρέπει να ενταθεί η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, χρόνια τώρα όλες οι κυβερνήσεις προωθούν με νόμους και ατέλειωτες δικαιολογίες τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Ροκανίζοντας η πολιτική εξουσία  χρόνο το χρόνο εργασιακά δικαιώματα που κατακτήθηκαν με αγώνες, μεθοδεύει την παράταση της εργάσιμης ημέρας πέρα από το 8ωρο, στην αρχή ως δυνατότητα και εξαίρεση, για να νομοθετηθεί μετά από λίγο καιρό ως  υποχρεωτική η δήθεν προαιρετική δυνατότητα.
         Στο  νέο λοιπόν  νομοσχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη  με το βαρύγδουπο παραπλανητικό τίτλο «Δίκαιη εργασία για όλους», για τη διάταξη που αφορά 13αωρη εργασία σε έναν εργοδότη πάλι διαβεβαιώνει η κυβέρνηση ότι δεν γίνεται υποχρεωτικό το 13αωρο και ανερυθρίαστα υποστηρίζει ότι  απαιτείται συναίνεση εργαζομένου. Γι΄ αυτό  έχει προκηρυχθεί 24ωρη απεργία  για την 1η Οκτωβρίου, και στην οποία σύρθηκε και η ΓΣΕΕ, ενάντια σ’ αυτό  το αντεργατικό νομοσχέδιο και η μαζικότητά της θα πρέπει να δείξει την αποφασιστικότητα των εργαζομένων.  
       Οι φωνές  απαξίωσης  της συμμετοχής σε μια 24ωρη απεργία ως αναποτελεσματικής και οι επικρίσεις προς τα ταξικά συνδικάτα για υποτονική αντίδραση σ’ ένα τέτοιο αντεργατικό νομοσχέδιο δεν λείπουν κι αυτή τη φορά. Κι ενώ δίνουν την εντύπωση μιας επαναστατικότητας, επί του πρακτέου όμως περιορίζονται σε λόγια ηχηρά, λες και αρκεί ο λόγος για να πραγματοποιηθούν και οι πράξεις. Αυτές οι φωνές μοιάζουν περισσότερο να αντηχούν τον κυρίαρχο λόγο που μας εκπαιδεύει στην ταχύτητα απόδοσης οποιασδήποτε ενέργειας, με συνέπεια οι κινητοποιήσεις  που δεν έχουν άμεση αποτελεσματικότητα να απαξιώνονται.  Κι αυτή η οπτική δεν καλλιεργεί παρά την ηττοπάθεια, ώστε μοιρολατρικά να γίνονται αποδεκτές οι αποφάσεις των κυβερνώντων, αφού δεν έχουν τη δύναμη οι αντιδράσεις των εργαζομένων να τις αλλάξουν.
Μόνο που ο αγώνας των εργαζομένων, όπως και κάθε αγώνας καταπιεσμένων, είναι πάντα μακροχρόνιος, συνεχής και σκληρός. Δεκαετίες ολόκληρες το εργατικό κίνημα δεχόταν χτυπήματα  από το κράτος, την εργοδοσία  και βέβαια από  ρεφορμισμούς που με μάσκα επαναστατική διακήρυτταν την ανεξαρτησία των εργαζομένων από κόμματα και συνδικάτα. Και μαζί με την κυρίαρχη εξουσία που με νόμους και μεθοδεύσεις αλυσόδεσαν και ήλεγξαν τον συνδικαλισμό, κατάφεραν όλοι να απαξιώσουν το συνδικαλιστικό κίνημα για να αφεθούν εντελώς εκτεθειμένοι οι εργαζόμενοι στις κυρίαρχες πολιτικές. Καταλήξαμε λοιπόν σ΄ ένα συνδικαλισμό που ήθελε να προωθήσει  μεταξύ των εργοδοτών και εργαζομένων σχέσεις ειρηνικές, αρμονικές, που ήθελε να απομακρύνει  τις συγκρούσεις, τον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ των δυο τάξεων και φιλοδοξούσε να εξαφανίσει την πάλη των τάξεων, διαλύοντας στην ουσία  τον συνδικαλισμό  και αποτρέποντας τη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων. Και όλα αυτά βέβαια σταδιακά νομοθετήθηκαν, δυσχεραίνοντας την συνδικαλιστική δράση. Οι ολέθριες επιπτώσεις φάνηκαν στην κρίση που εξαθλίωσε μεγάλο μέρος εργαζομένων. Ο καθένας, σε μεγάλο ποσοστό, αντιμετώπιζε μόνος του το πρόβλημά του, πίστευε ότι  είναι μια μοναχική μοναδικότητα και ότι με διάφορους τρόπους μπορεί σε ατομικό επίπεδο να ξεφύγει, είτε με τη θεά τύχη είτε με την απώλεια της αξιοπρέπειάς του είτε με το ζαρώνει φοβισμένος  στο χώρο του, για να γίνεται αόρατος, είτε παρακαλώντας για λίγα αποφάγια που με μορφή επιδομάτων τον ελεούσε η κυβέρνηση λόγω μεγαθυμίας.
Στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης στον ταξικό συνδικαλισμό, η κατανίκηση του φόβου για οργάνωση στα ταξικά σωματεία δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Και σ’ αυτό πρωτοστάτησε το Κομμουνιστικό Κόμμα  και ήταν και είναι συνεχείς οι αγώνες των κομμουνιστών για ενίσχυση της μαζικότητας των συνδικάτων για  να αυξηθεί η δύναμή τους. Γιατί πάνω από ενάμιση αιώνα είναι κυρίως οι αγώνες των κομμουνιστών, ιδιαίτερα στη χώρα μας, που σημάδεψαν την εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι στενοί δεσμοί εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος σημαίνουν και στενό δέσιμο του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος με πολιτικές κινήσεις για ανατροπή του συστήματος εκμετάλλευσης, υψηλό βαθμό πολιτικοποίησης και αγωνιστική συμμετοχή στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Ακόμα και η δομή του συνδικαλιστικού κινήματος, η ενιαία συνδικαλιστική εκπροσώπηση είναι αποτέλεσμα της ενιαίας πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης που εκφράστηκε και στο οργανωτικό επίπεδο. Γι’ αυτό και ο κρατικός παρεμβατισμός στο ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων ήταν για το ΠΑΣΟΚ, που σφετερίστηκε τον αριστερό λόγο, στο επίκεντρο της πολιτικής του.   
Αδιαλείπτως η πολιτική της κυρίαρχης εξουσίας αποβλέπει στο κτύπημα και ακύρωση  οποιασδήποτε οργάνωσης  που ξεκινά από τα κάτω, στους χώρους δουλειάς  και  δεν μπορεί να ελεγχθεί από την ίδια. Ο φόβος της εξουσίας σε κάθε απεργία είναι μήπως ο εργαζόμενος συνειδητοποιώντας τη δύναμή του διεκδικήσει τον εργατικό έλεγχο πάνω στη δουλειά και τα προϊόντα της, βάζοντας καθαρά στόχο, σαν διαδικασία αλλά και προϋπόθεση για τον εργατικό έλεγχο,  την κατάληψη της κεντρικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Γι’ αυτό λοιπόν η κυρίαρχη τάξη φροντίζει,  για να μην αποκτήσουν ποτέ ταξική συνείδηση, αυτοπεποίθηση, αγωνιστικότητα  οι εργαζόμενοι, κάθε αγώνας να καταλήγει σε ήττα, κάθε αγωνιστική συμπαράσταση να συκοφαντείται, κάθε συνδικάτο ή κόμμα που τους συσπειρώνει  αγωνιστικά να  απαξιώνεται και να διαλύεται.
Από την άλλη, η ανακήρυξη, από μέρους μιας αριστερής επαναστατικότητας,   της αυριανής απεργίας ως  καταλύτη για την εξέλιξη του εργατικού κινήματος, η χρέωση  μάλιστα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, τα ταξικά σωματεία και τους  συνδικαλιστές τους της όποιας αναντιστοιχίας μαζικότητας με το διακύβευμα του εργασιακού χρόνου δεν απηχεί παρά το μικροαστικό φαντασιακό που απαιτεί άμεση αποτελεσματικότητα, γρήγορες λύσεις μέσα από θεατρικούς εντυπωσιασμούς ατομικών πρωτοβουλιών. Παραβλέπεται λοιπόν ο σκληρός αγώνας που δίνεται στους χώρους δουλειάς, στα σωματεία για να συσπειρωθούν πάλι οι εργαζόμενοι, να  μάθουν ή και να ξαναθυμηθούν πώς είναι να απεργούν οργανωμένοι, πειθαρχημένοι, έτοιμοι για δράση, αλληλέγγυοι η μια κοινωνική ομάδα στην άλλη. 
Η κεντρική αιχμή σε μια απεργία έγκειται στο κατά πόσο προωθεί την ενότητα στη βάση, την αυτοπεποίθηση, τη ριζοσπαστικοποίηση και γενικά την ταξική συνείδηση και την οργάνωση σαν τάξη  των εργατών, για να συνεχίζεται ο αγώνας. Η μαζικότητα και διάρκεια ενός αγώνα είναι προϋποθέσεις για τη ρήξη με το κυρίαρχο σύστημα και την υποχώρησή του. Η συμμετοχή λοιπόν  στη 24ωρη απεργία θα πρέπει να είναι τόσο μαζική, ώστε να δώσει το μήνυμα  ότι το εργατικό κίνημα είναι ρωμαλέο και αποφασισμένο να μην υποχωρήσει. Θα δοθεί από τους εργαζομένους αυτό το μήνυμα;