Σάββατο 30 Μαΐου 2020

ΘΕΩΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΕΣ


Την έναρξη της περιόδου του εγκλεισμού και των περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας σηματοδότησε το πρώτο διάγγελμα του γεμάτου αγωνία πρωθυπουργού, όπως και τη λήξη της η θριαμβολογούσα συνέντευξη του στη Μ. Ζαχαρέα, σε ρόλο δημοσιογράφου που με τις  κατάλληλες ερωτήσεις της φρόντισε  να υποστηρίξει αυτόν τον θρίαμβο. Στα ενδιάμεσα προστέθηκαν κάποια ακόμα διαγγέλματα του Κ. Μητσοτάκη που έχτιζαν τον θρίαμβο της επιτυχίας του και οι καθημερινές ενημερώσεις του Υπουργείου Υγείας με επικεφαλής τον καθηγητή Σ. Τσιόδρα. Ενημερώσεις,  που πολλές φορές, ιδιαίτερα στην αρχή αυτής της περιόδου, με λόγο λυρικό και έντονα συναισθηματικό, όπως και στην τελευταία ενημέρωση, γινόταν προσπάθεια να υπερκεραστούν οι αντιφάσεις στην αντιμετώπιση της πανδημίας, με τους δημοσιογράφους σε ρόλο κομπάρσου και ερωτήσεις που  δεν ξεδιάλυναν καταστάσεις, μα περισσότερο βοηθούσαν στο χτίσιμο της ιστορίας για την επιτυχία της κυρίαρχης εξουσίας και των παρακλαδιών της. 
         Και σ’ αυτούς τους μήνες, κάτι οι λυρικές εξάρσεις στους δημόσιους λόγους των κυβερνώντων και επιστημόνων, κάτι οι επαναλαμβανόμενοι κατάλογοι αριθμημένων κρουσμάτων της πανδημίας και των νεκρών της, κάτι οι διαβεβαιώσεις κυβερνώντων για  ασφάλεια και νίκη χάθηκε η υλική πραγματικότητα πίσω από τις αναπαραστάσεις ενός τμήματός της. Η κυρίαρχη εξουσία αναπαρήγαγε την πραγματικότητα μετατρέποντάς τη  σε συμβολικές εικόνες που  συγχρόνως ήταν και ερμηνεία της σύμφωνα με τη δική της οπτική. Ο αποφασιστικός ηγέτης, ο ευαίσθητος επιστήμονας. ο ακούραστος γιατρός, ο πειθαρχημένος πολίτης αντικατέστησαν σαν εικόνες τον συγκεκριμένο πρωθυπουργό  με την  ταξική πολιτική, τους συγκεκριμένους επιστήμονες με τις ανεπάρκειές τους και τις ανταμοιβές τους, τους συγκεκριμένους γιατρούς με τις αντίξοες συνθήκες εργασίας, τους συγκεκριμένους πολίτες με τους φόβους και την επισφαλή διαβίωσή τους.
        Κι  ενώ είναι η υλική πραγματικότητα των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων που καθορίζει επιλογές, δράσεις και συμπεριφορές, κρυμμένη όμως πίσω από τις συμβολικές αναπαραγωγές της δεν μας επιτρέπει να τη διακρίνουμε και  ανοίγει το δρόμο για κάθε είδους θεωρία συνωμοσίας, για να προσφέρει εξηγήσεις σε καταστάσεις ακραίες και ανεξέλεγκτες, όπως τώρα με τη πανδημία.  Οι θεωρίες συνωμοσίας προέρχονται από την επιθυμία μας να κατανοήσουν έναν πολύπλοκο κόσμο με απλοϊκούς όρους, βρίσκοντας κάποιον που φταίει για τις προβληματικές του πτυχές, κάποιον αόρατο και ισχυρό εχθρό που κρύβεται ανάμεσά μας.
           Οι  θεωρίες συνωμοσίας βασίζονται στην ιδέα ενός μανιχαϊστικού αγώνα μεταξύ  των αγνών λαών και μιας  διεφθαρμένη ομάδας εξουσίας, που κάνει μυστικές ρυθμίσεις για την προώθηση των προσωπικών της συμφερόντων, προκαλώντας κατά συνέπεια βλάβη. Ως εκ τούτου, μια θεωρία συνωμοσίας είναι, πρώτα απ 'όλα, μια θεωρία για την εξουσία, αποκομμένη όμως από τους υλικούς όρους που την καθορίζουν.  Οι θεωρίες συνωμοσίας βασίζονται σε μια προκατειλημμένη ερμηνεία της πραγματικότητας, η οποία στηρίζεται στην επιλογή εκείνων των γεγονότων που  εκπληρώνουν μια συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ η μυστικότητα είναι ο κύριος στόχος των σχεδίων που αποκαλύπτονται.  Ακόμα κι αν οι θεωρίες αυτές δεν είναι απόλυτα ψευδείς, απαιτείται όμως ένα άλμα πίστης για να γίνουν αποδεκτές, αφού δεν στηρίζονται σε αποδείξεις όσο στην ενεργοποίηση του συναισθήματος   και περιθωριοποίηση της ορθολογικής σκέψης.
           Οι θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με τον κορωνοϊό εστιάζουν, όπως όλες, σε έναν εχθρό που ευθύνεται και μπορεί να είναι μια ξένη δύναμη, όπως η Κίνα, μια κακόβουλη μειονότητα, μια ομάδα, όπως αυτοί που έχουν συμφέροντα από την εγκατάσταση κεραιών  5G που καθιστούν ευάλωτα τα άτομα στον ιό. Και εφόσον η πανδημία είναι ένα παγκόσμιο γεγονός επομένως και οι ίδιες οι θεωρίες συνωμοσίες που σχετίζονται μ’ αυτήν διαχέονται σε διαφορετικές χώρες.
Η εντύπωση ότι τα πράγματα γύρω μας διαλύονται και η ανικανότητά μας να το σταματήσουμε αυτό μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε ένα παράλυτο άγχος, ασυμβίβαστο με οποιαδήποτε δράση μας  που θα μπορούσε να επηρεάσει το μέλλον μας. Όσο κλονίζονται λοιπόν όλες οι βεβαιότητες που μας στηρίζουν είναι πιο εύκολο να νιώθουμε παντού εχθρικές δυνάμεις που απειλούν, να νιώσουμε θύματα μιας συνωμοσίας ή μηχανορραφίας. Οι θεωρίες συνωμοσίας διαιωνίζουν αυτήν την παράλογη αίσθηση δυσαρέσκειας και αδυναμίας, την αίσθηση πως κάποιες κακές δυνάμεις ενεργούν εναντίον κι εμείς έχουμε λίγη δύναμη να τις σταματήσουμε. Μας απομονώνουν και μας στερούν την αίσθηση ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε τον δικό μας κόσμο, πόσο μάλλον να τον κάνουμε καλύτερο.
            Πολιτικές αντιλήψεις που προωθεί ο κυρίαρχος λόγος ευνοούν στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων τη μονιμοποίηση της αίσθησης αδυναμίας να αντιδράσουν στον  κίνδυνο απώλειας των μέσων διαβίωσής τους,  ενώ καλλιεργούν την αποδοχή της ματαιότητας κάθε συλλογικής προσπάθειας. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο υπό αυτές τις συνθήκες, εάν προκαλούνται μάλιστα από κυνικούς και αντιδραστικούς πολιτικούς να υποκύψουν σε κάθε παράνοια όπως είναι οι θεωρίες συνωμοσίας.  
         Σε ένα περιβάλλον που δοκιμάζεται η αξιοπιστία κάθε θεσμού, που ο ορθολογισμός της επιστήμης υποχωρεί σε σκοπιμότητες, που η υπαρξιακή απειλή γίνεται καθημερινότητα, η εμπιστοσύνη στο status quo κλονίζεται και καθίσταται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι ο κόσμος, όπως γνωρίζουμε, γίνεται μέρος του παρελθόντος και πως ό, τι βρίσκεται μπροστά θα είναι εντελώς διαφορετικό και συγχρόνως απειλητικό.
         Και η κυρίαρχη εξουσία, ακόμα και στα καθ’ ημάς,  προσπαθώντας να πείσει για τις προοπτικές αυτού του κόσμου κολακεύει, εκβιάζει, συμβουλεύει. Και η αποθέωση του Κ. Μητσοτάκη που παρομοιάζεται με Μωϋσή ή Ηρακλή μ’ έναν απλοϊκό τρόπο που αγγίζει την παρωδία,  δεν κάνει άλλο παρά να προσπαθεί υποτιμώντας μας να μας πείσει για τις δυνατότητες αυτού του παραπαίοντος συστήματος να στηθεί στα πόδια του χάρη στις αρχηγικές του ικανότητες. Στην πραγματικότητα, η κυρίαρχη προπαγάνδα κινείται στα ίδια πλαίσια με τις θεωρίες συνωμοσίες, ενισχύει κάθε ανορθολογικό στοιχείο, επιμένει  στην αδυναμία αντίδρασης, χειραγωγώντας μας.

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ


Και καθώς τα περιοριστικά μέτρα για έλεγχο της εξάπλωσης της πανδημίας αίρονται σταδιακά στις περισσότερες χώρες, και στη δική μας, η ανησυχία για τις επιπτώσεις τους στην οικονομία αυξάνεται. Και για δεύτερη φορά, σε λίγο περισσότερο από μια δεκαετία, η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση καταστροφής, αυτή τη φορά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από ό,τι το 2008. Η  πανδημία εξέθεσε την ανικανότητα του καπιταλιστικού συστήματος, που βασίζεται στο ιδιωτικό κέρδος, στην ατελείωτη συσσώρευση πλούτου και στις αντιπαραθέσεις εθνικών οικονομιών, να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε από τα προβλήματα της κοινωνίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση βασικό πρόβλημα υγείας του πληθυσμού.  Η ταχεία εξάπλωση, σύμφωνα με τα στοιχεία τόσο του Π.Ο.Υ όσο και των  κυβερνήσεων των επιμέρους κρατών, της πανδημίας  μετεξελίσσεται σχεδόν τρεις μήνες από το γενικό λοκντάουν, σε μια κρίση ολόκληρης της υπάρχουσας παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης.  
Όσο κι αν υποκρίνεται ο κυρίαρχος λόγος ενδιαφέρον για τις ανάγκες των εργαζομένων,  οι νομοθετικές ρυθμίσεις που προωθούνται αποκαλύπτουν πως κάθε άλλο παρά  έχουν απόλυτη και άνευ όρων προτεραιότητα οι ανάγκες των εργαζομένων σε σχέση με όλες τις εκτιμήσεις για το επιχειρηματικό κέρδος και τον ιδιωτικό πλούτο. Καθώς τα μέτρα περιορισμού αίρονται, εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν την απώλεια θέσεων εργασίας και εισοδημάτων, με τους μικροεπαγγελματίες να ελπίζουν ακόμα πως θ' αποφύγουν την προλεταροποίηση, ενώ η εγκληματική αποτυχία των καπιταλιστικών κυβερνήσεων να προετοιμαστούν για μια πανδημία που ήταν και προβλέψιμη και προβλεπόμενη επικαλύπτεται από οδηγίες κοινωνικής απόστασης και επιπλήξεις για έλλειψη ατομικής ευθύνης. Ουσιαστικά, το κεντρικό εμπόδιο στην πρόληψη για αντιμετώπισή της επιδημίας ήταν πως οι δαπάνες για την καταπολέμησή της και για την ενίσχυση των υποδομών υγείας δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως επένδυση με αξιόλογο κέρδος βραχυπρόθεσμα. Και φτάσαμε τώρα, πέρα από τις οικονομικές επιπτώσεις στο σύνολο σχεδόν των εργαζομένων,  ο φόβος και η καχυποψία  να επιδεινώνουν κοινωνικές σχέσεις, η διασπορά πανικού να  δικαιολογεί μορφές κρατικής καταστολής και το μεγάλο κεφάλαιο να μεθοδεύει την αύξηση των κερδών του.
               Αυτή η υγειονομική κρίση, τώρα που βιάζονται να κηρύξουν τη λήξη της για οικονομικούς λόγους,  έκανε απτά και συγκεκριμένα τα αποτελέσματα μιας οικονομικής καταστροφής που οι αιτίες της είναι βαθύτερες. Η ασταθής καπιταλιστική οικονομία, με τον ανεξέλεγκτο και συστηματικό  διαχωρισμό της συσσώρευσης πλούτου από την πραγματική παραγωγική δραστηριότητα, βρήκε ευκαιρία να χρεώσει στην πανδημία, δικαιολογώντας, κάθε αντεργατικό μέτρο, κάθε μεθόδευση εξαθλίωσης των εργαζομένων για να διασωθεί. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεμάτες από μια γενική κρίση υπερπαραγωγής που εξελίσσεται σε περιοδικές καταστροφικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις, θέλουν απεγνωσμένα να καταστείλουν την άνοδο της Κίνας. Η  οποία Κίνα απειλεί να τους νικήσει στη μάχη του ανταγωνισμού,  ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι για δεκαετίες, επιδιώκοντας το μέγιστο κέρδος, εξήγαγαν τόσο μεγάλο μέρος του κεφαλαίου τους σε χώρες χαμηλού κόστους που επέτρεψαν να παραμεληθούν οι δικές τους παραγωγικές οικονομίες. Με προεξάρχουσα την χώρα των ΗΠΑ βιάζονται να επωφεληθούν από τη χρυσή ευκαιρία που προσφέρεται με την ύπαρξη του νέου ιού και τα μέτρα για τον περιορισμό του που μεταλλάσσονται σε αντεργατικά μέτρα.
      Απ’ όλη αυτή την εμπειρία ανασφάλειας και φόβου κάποια συμπεράσματα μοιάζουν οφθαλμοφανή. Πρωτίστως και κύρια, διαπιστώνεται ότι η ανεπάρκεια του ιδιωτικοποιημένου συστήματος υγείας και οι δυσμενείς συνθήκες εργασίας των εργαζομένων του θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές μας. Επιπλέον, αυτές τις  μέρες αποκλεισμού  το ζήτημα της ανισότητας πήρε μορφές πολύ συγκεκριμένες. Ανάλογα με τις συνθήκες διαβίωσης και στέγασης δεν βίωσαν όλοι τον περιορισμό με τον ίδιο τρόπο. Ακόμα και τα συστήματα σύγχρονης ή ασύγχρονης διδασκαλίας, που τέθηκαν σε εφαρμογή για να εξασφαλίσουν υποτίθεται τη συνέχειά της κι έξω από την αίθουσα,  αποκαλύπτουν αυτήν την άνιση διαφορά ανάμεσα στους μαθητές και τη δυνατότητα πρόσβασή τους στον ψηφιακό κόσμο. Από κοντά ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ να παίζει με τις ανισότητες, φροντίζοντας να στιγματιστούν τοποθεσίες και ομάδες ανθρώπων για μη συμμόρφωση με τα μέτρα του περιορισμού, πότε οι ρομά και οι πρόσφυγες πότε οι παραλίες ή πλατείες. 
             Κι αν στη χώρα μας από τον πρωθυπουργό μέχρι τον τελευταίο παρατρεχάμενό του υπουργό θέλουν να μας πείσουν, κολακεύοντας μας συγχρόνως για εφησυχασμό μας, για τις ανεξάντλητες ικανότητές μας που θα μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε την βαθιά κρίση, αυτή όμως είναι εδώ, κι ας μην έχει φανερωθεί ακόμα σε όλο της το εύρος. Κι ας συνεχίζουν να μας παραμυθιάζουν πως η βαριά μας βιομηχανία του τουρισμού θα αποφέρει κέρδη επενδύοντας στον "μύθο"  της χώρας ως ασφαλή τουριστικό προορισμό. 
         Οι συνέπειες αυτής της σχεδόν πλήρους κατάρρευσης της οικονομίας θα είναι μακράς διαρκείας και καταστροφικές, πιθανώς πιο σοβαρές από τις άμεσες επιπτώσεις της ίδιας της επιδημίας. Η ανεργία, η φτώχεια και η απελπισία που ενδέχεται να προκύψουν θα είναι μάστιγα για όλους τους εργαζόμενους. Το εύκολο θα  είναι να επικεντρώσουμε την προσοχή μας μόνο στην καταστροφή που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, τρώγοντας ο ένας τις σάρκες του άλλου σε μια εφαρμογή κοινωνικού αυτοματισμού στον οποίο ασκηθήκαμε τη δεκαετία της οικονομικής μας κρίσης. Αντίθετα όμως αυτός ο παράξενος, συμπυκνωμένος, ανήσυχος χρόνος που βιώνουμε θα πρέπει να είναι γεμάτος αγώνες, πράξεις αλληλεγγύης και κινητοποιήσεις ταξικών διεκδικήσεων. Για να μην αφεθούμε να πεθάνουμε για τον καπιταλισμό.    

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

ΙΔΙΟΙ ΟΙ ΜΥΘΟΙ


Η αγόρευση της εισαγγελέως στη δίκη για το βιασμό, τον άγριο βασανισμό και τη  δολοφονία της  Ε. Τοπαλούδη μπορεί να  εντυπωσίασε για τον έντονο  συναισθηματισμό της είναι όμως οι  ενέργειες τις οποίες  πυροδότησε που μοιάζει να τον δικαιολογούν. Ο πρόεδρος της ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας Δ. Βερβεσός ζητά με ανακοίνωσή του τον πειθαρχικό της έλεγχο, ενώ ο σύμβουλος του Δ.Σ.Α  Γ. Κλεφτοδήμος εισβάλλει στο δικαστήριο με την ανακοίνωση του προέδρου, κατηγορώντας την εισαγγελέα πως προσβάλλει «ευθέως και συλλήβδην όλους τους δικηγόρους»,  επειδή αναφέρθηκε σε συνηγόρους  που «αρχίζουν τα ψέματα, τα σενάρια για της συσκότιση της αλήθειας», αμφισβητώντας ουσιαστικά αν  είναι «συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης». Από κοντά ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Α. Σκέρτσος θεώρησε υποχρέωσή του να παρέμβει μέσω του  προσωπικού του λογαριασμού στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης κατηγορώντας εμμέσως την εισαγγελέα για συναισθηματική ταύτιση με το θύμα, ως μη όφειλε όπως επιχειρηματολογεί, γιατί «τα δικαστήρια δεν είναι λαϊκή απογευματινή».
      Ανεξαρτήτως των, εκ των υστέρων μετά τις αντιδράσεις, υπαναχωρήσεων και των δικαιολογιών γι’ αυτές τις ενέργειες, οι ίδιες αυτές οι ενέργειες, μαζί με την εισαγγελική αγόρευση,  σηματοδοτούν το είδος των σχέσεων της δικαιοσύνης με άλλους θεσμικούς παράγοντες, αφήνοντας ευρέα περιθώρια αμφισβήτησης του μύθου περί ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Εξάλλου είναι κοινός τόπος πια πως  η  έννοια της δικαιοσύνης αντανακλά τη δομή των ταξικών σχέσεων.
        Ο υφυπουργός ουσιαστικά κατηγορεί την εισαγγελέα Αριστοτελεία Δόγκα πως με την αγόρευσή της φάνηκε πως δεν εγγυάται την δικαστική ανεξαρτησία σε ατομικό επίπεδο, υπονοώντας βεβαίως πως είναι εγγυημένη σε θεσμικό επίπεδο, παραβλέποντας πως με την ανάρτησή του αυτός ο ίδιος δείχνει να την υπονομεύει. Στην πραγματικότητα με την παρέμβασή του αναγνωρίζει πως η δικαιοσύνη συνδέεται με το ίδιο το κράτος ως μέσο εξαναγκασμού στα χέρια της κυρίαρχης τάξης. Σε συνδυασμό μάλιστα με τις ενέργειες των Βερβεσού και Κλεφτοδήμου, σε επίδειξη της  επιρροής τους,  οι σκοπιμότητες όλων αυτών των παρεμβάσεων επικεντρώνονται στις πολιτικές ή και οικονομικές διασυνδέσεις της οικογένειας ενός από τους φονιάδες.
          Κι αν θορύβησε τόσο η εισαγγελική αγόρευση, μέχρι το περιβάλλον του πρωθυπουργού, δεν είναι ο συναισθηματισμός όσο οι αιχμές της για απόπειρα συγκάλυψης της υπόθεσης από αστυνομία, τοπικούς άρχοντες και συνηγόρους που δεν ενεργούν ως «συλλειτουργοί της δικαιοσύνης»
         Και η αλήθεια είναι πως στις αγορεύσεις των συνηγόρων κάνει εντύπωση η προσπάθεια να απαξιώσουν πλήρως την δολοφονημένη, σχεδόν να της χρεώσουν τον ίδιο βασανιστικό της θάνατο, καθώς αντιμετωπίζεται η δολοφονημένη κοπέλα με κριτήρια ηθικής που πριν μισό αιώνα δικαιολογούσαν εγκλήματα τιμής, εκμεταλλευόμενοι την προκατάληψη σε μέρος της κοινωνίας σχετικά με την σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών.
     Παρά την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, ο σεξισμός συνεχίζει να  είναι σαφώς επικρατέστερος. Ο σεξισμός και η γυναικεία καταπίεση δεν ξεκίνησαν  βέβαια με τον καπιταλισμό, όμως όπως οι διάφορες μορφές καταπίεσης, π.χ ρατσισμός, διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο στη διατήρηση της κυριαρχίας μιας μικρής μειονότητας των καπιταλιστών, δρώντας ανασταλτικά στην  ενότητα της εργατικής τάξης.  Η τυπική ισότητα στα χαρτιά δεν αλλάζει την πραγματικότητα ότι ο καπιταλισμός βασίζεται στην καταπίεση των γυναικών για παροχή δωρεάν εργασίας στο σπίτι και φθηνότερης μισθολογικής εργασίας στο εργατικό δυναμικό, καθιστώντας τις διπλά καταπιεσμένες στο πλαίσιο αυτού του συστήματος.
        Στο πλαίσιο ενός συστήματος που βασίζεται στην αποξένωση της εργασίας και παράγει επίσης προσωπική αποξένωση, κάποιοι άνθρωποι που είναι σε θέση να υπερέχουν ακόμα και σωματικά,  μπορούν να εκφοβίζουν και δεν διστάζουν να ασκούν σεξουαλική βία στους άλλους. Ένας δεσμοφύλακας σε έναν κρατούμενο, ένας δάσκαλος σε έναν μαθητή, ένας ιερέας σε ένα παπαδοπαίδι, ή ένας ενήλικας σε ένα παιδί. Η εμπειρία της σεξουαλικής επίθεσης είναι εξαιρετικά τραυματική για όλους όσοι επιβιώνουν.
         Η σεξουαλική βία εναντίον των γυναικών τις περισσότερες φορές, ακόμα και τώρα,  συναντά τη δυσπιστία των κρατικών οργάνων, και όχι μόνο αυτών,   όταν καταγγέλλεται, καθώς συνεχίζουν οι ίδιοι μύθοι να επικρατούν από εποχές που η γυναίκα ήταν ή μητέρα ή σκεύος ηδονής: όπως πως οι γυναίκες προκαλούν είτε με το ντύσιμό τους είτε φλερτάροντας είτε στέλνοντας διφορούμενα λεκτικά μηνύματα που σημαίνουν ναι ακόμα και αν λένε όχι κλπ. Κι αν η  σεξουαλική θυματοποίηση της γυναίκας αγνοήθηκε για αιώνες, αφού δεν της αναγνώριζαν ανθρώπινη διάσταση ισότιμη με του άνδρα, στις μέρες μας συνεχίζει να είναι ακόμα ανεκτή και εδραιωμένη σε πολλά επίπεδα. Δεν είναι μόνο που δεν έχει εκλείψει ακόμα το πρότυπο του κυρίαρχου αρσενικού και υποτακτικού θηλυκού, είναι που το σεξ ενώ είναι παντού γύρω μας σε όλα, είναι αντικείμενο ανταλλαγής,  όπως όλα τα άλλα, όχι μόνο με τον πρωτόγονο τρόπο της περιθωριακής πορνείας, αλλά σαν εμπόρευμα που  η συσσώρευσή του βελτιώνει την κατάσταση του άντρα. Η σεξουαλικότητα, όπως και όλες οι ανθρώπινες εκφάνσεις ζωής, εμπορευματοποιείται, τα γυναικεία σώματα αντικειμενοποιούνται και χρησιμοποιούνται παντού για να «διασκεδάσουν» και να πουλήσουν προϊόντα και επιπλέον, επιβιώνουν παραδόσεις κι αντιλήψεις  αιώνων καταπίεσης που συνεχίζουν να καθορίζουν τις συμπεριφορές.  
       Η σεξουαλική επίθεση προκαλείται μεν από μεμονωμένους ανθρώπους, όμως έχει τις ρίζες της στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, στην παραδοσιακή οικογενειακή δομή,  στη θεσμική ανισότητα που οργανώνεται από την κυρίαρχη εξουσία, στο νομικό σύστημα και σε όλες τις κοινωνικές δομές που καθιστούν τις γυναίκες ευάλωτες στην εργασία και την καθημερινότητα. Η καταπολέμηση των διακρίσεων, η καταπίεση των γυναικών, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας είναι ένας ενιαίος αγώνας για ολόκληρη της εργατική τάξη, και δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών μέσω της συλλογικής δράσης της.  

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΜΕΡΑ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ


Χρησιμοποιώντας την πανδημία, είτε ως πρόσχημα είτε ως προπέτασμα καπνού, διαμορφώνεται η νέα κανονικότητα που προσπαθεί να επιβάλλει το κεφάλαιο μέσω της πολιτικής ηγεσίας. Νομοσχέδια που γίνονται νόμοι του κράτους με τις διαδικασίες του κατεπείγοντος, όπως ο περιβαλλοντικός νόμος 4685, και κυρίως νόμοι που αποδυναμώνουν την προστασία της εργασίας και επιβάλλουν νέους όρους στις εργασιακές σχέσεις μέσω της τηλεργασίας και νέων μορφών ελέγχου και εντατικοποίησης της εργασίας προσπαθούν να εγκλωβίσουν τους εργαζόμενους στην νέα εργασιακή πραγματικότητα προς όφελος του κεφαλαίου. Και δεν είναι τόσο αυτή καθαυτή η επιβαλλόμενη κοινωνική απομάκρυνση, λόγω κορωνοϊού, που έχει περιορίσει, όπως επιμένουν πολλοί, τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά περισσότερο ο κίνδυνος η κυρίαρχη εξουσία να πειραματιστεί μ’ αυτούς τους περιορισμούς, απαραίτητους αναγκαστικά στις υπάρχουσες συνθήκες εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης, για ευρύτερη εφαρμογή τους, και χωρίς λόγους υγείας, και για νέες μορφές χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων.
          Η τροπολογία,  που η υπουργός Παιδείας  Ν. Κεραμέως αιφνιδιαστικά εισήγαγε σε νομοσχέδιο του υπουργείου Μετανάστευσης, με την οποία  νομιμοποιούνται οι κάμερες στα σχολεία για βιντεοσκόπηση του μαθήματος,  με σκεπτικό τη συμμετοχή στη μαθησιακή διαδικασία και των απόντων μαθητών λόγω πανδημίας, είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα της εκμετάλλευσης της πανδημίας για εργαλειοποίηση της τεχνολογίας στην εκπαίδευση για άδηλους ή υπόρρητους σκοπούς. Κι επειδή η εγκατάστασή τους προϋποθέτει οικονομικούς και τεχνικούς πόρους που μοιάζει δύσκολο τώρα να βρεθούν, η υποψία πως κυβερνητική μέριμνα ήταν η νομοθέτηση αυτής της δυνατότητας για κάθε …χρήση στο μέλλον δεν μοιάζει αβάσιμη.
            Η χρησιμοποίηση κάμερας, που δεν είναι άγνωστη σε χώρες της Ευρώπης, στους σχολικούς χώρους, με τη δικαιολόγηση της  αύξησης των μέτρων ασφαλείας σ’ αυτούς και αποτροπή ακατάλληλης συμπεριφοράς, προκαλεί προβληματισμούς που γίνονται πιο έντονοι όταν οι κάμερες απαιτείται να εγκατασταθούν μέσα στις αίθουσες. Η πιο κοινή ανησυχία για την εγκατάσταση κάμερας  παρακολούθησης στις τάξεις είναι μήπως δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα δυσπιστίας και έλλειψης εμπιστοσύνης στο σχολικό περιβάλλον, με τους διδάσκοντες να αισθάνονται εισβολή στην ιδιωτικότητα της προσωπικής σχέσης τους  με τους μαθητές, συμβάλλοντας η εγκατάστασή τους στη δημιουργία ενός σχολείου φυλακή, όπου όλοι παρακολουθούν όλους. Και ένα εύλογο ερώτημα ακολουθεί, εάν εισάγονται κάμερες στο χώρο του σχολείου γιατί όχι και σε χώρους άλλων επαγγελμάτων, όπως στων γιατρών;
             Από πολλούς η τοποθέτηση κάμερας στην τάξη χαρακτηρίζεται δίκοπο μαχαίρι, γιατί μπορεί να  έχει καλές και κακές συνέπειες. Από τη μια η βιντεοσκόπηση των μαθημάτων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για έλεγχο της απόδοσης των εκπαιδευτικών, από την άλλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταξύ εκπαιδευτικών για κριτική μελέτη της διεξαγωγής του μαθήματος και πειραματισμούς με τη διδασκαλία. Μόνο που ο έλεγχος με την ανάλυση της απόδοσης στην τάξη, χρησιμοποιώντας ένα  από τα πολλά συστήματα παρατήρησης όπως η κάμερα και συνδέοντας μάλιστα συγκεκριμένες διδακτικές συμπεριφορές με τα επιτεύγματα των μαθητών κατά τα συμπεριφοριστικά μοντέλα,  δεν κάνει παρά να μειώνει τη διδασκαλία σε μια λίστα δεξιοτήτων ή επιδόσεων που δημιουργούν μια μηχανιστική άποψη της διδασκαλίας. Και σ’ αυτό το σημείο εγείρονται πλήθος οι αντιρρήσεις.  
Γιατί σίγουρα η διδασκαλία δεν διαμορφώνει μόνο γνωσιολογικά την προσωπικότητα του μαθητή, αλλά επιδρά στο ήθος  και το χαρακτήρα του. Στη διδακτική πράξη  πραγματοποιείται διαπροσωπική σχέση  και συνάντηση της προσωπικότητας του δασκάλου και του μαθητή. Ο τρόπος που οργανώνει τη δουλειά του, η στάση και η συμπεριφορά, οι ιδέες, το ήθος εργασίας και το κλίμα μάθησης που δημιουργεί ο δάσκαλος και οι συνθήκες λειτουργίες του σχολείου ασκούν επιρροή στο μαθητή. Το βίντεο  λοιπόν  του μαθήματος που θα βλέπει ο μαθητής στο σπίτι του, έξω από το σχολείο,  θα είναι χωρίς πλαίσιο, συναίσθημα κι αυτή τη διαισθητική πτυχή της διδασκαλίας που δύσκολα εκλογικεύεται και γι’ αυτό  δεν θα μπορεί να υποκαταστήσει τη ζώσα διδασκαλία.  Εν ολίγοις η διδακτική πράξη είναι μια δυναμική  και όχι στατική  κατάσταση στην οποία, όπως  οι περισσότεροι τουλάχιστον δηλώνουν, πρέπει να διακινούνται ελεύθερα ιδέες, συμπεριφορές, στάσεις, γνώμες που επηρεάζουν, αναπτύσσουν την προσωπικότητα και διαμορφώνουν  τον μαθητή σ’  ένα ελεύθερο δημοκρατικό πολίτη.
             Όλες αυτές οι αντιλήψεις για τη διδακτική πράξη και το σχολείο, τις οποίες και  η κυρίαρχη εξουσία διακηρύσσει πως συμμερίζεται, δεν έχουν αναπτυχτεί  όμως εν κενώ. Το σχολείο, ο τρόπος λειτουργίας του, οι στόχοι του είναι προϊόντα της ιστορίας. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του σήμερα προορίζονται να εξαφανιστούν ή να αλλάξουν μαζί με την κοινωνία που τα δημιούργησε.
 Το εκπαιδευτικό σύστημα λοιπόν των τελευταίων δύο αιώνων αναδύθηκε από την ανάπτυξη του καπιταλισμού και οργανώθηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της καπιταλιστικής τάξης σε μια νέα βιομηχανική εποχή. Ήταν η βιομηχανική επανάσταση που οδήγησε αρχικά την ανάγκη για ένα βασικό επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης στον εργαζόμενο πληθυσμό. Γι’ αυτό η σχολική εκπαίδευση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτών των δεξιοτήτων που είναι απαραίτητα στην παραγωγή, ενώ η πορεία προς τη δημόσια εκπαίδευση δεν υπαγορεύθηκε μόνο από την αστική τάξη, αλλά σε μεγάλο βαθμό είναι παραχώρηση στους αγώνες της εργατικής τάξης από το αστικό κράτος, που δεν παραιτείται βέβαια από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του.
Και βέβαια και με την τεχνολογία, και στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις κάμερες, ενισχύεται η αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης σαν μέσο κυριαρχίας της αστικής τάξης.  Οι κάμερες στο σχολείο προεκτείνουν και συμπληρώνουν τις κάμερες που είναι εγκατεστημένες στην εργασία, σε δημόσιους χώρους κλπ. ελέγχοντας και υπαγορεύοντας συμπεριφορές. Να συμμαζευτεί το αυθόρμητο, να κρυφτεί η ιδιαιτερότητα, να στοιχηθεί πίσω από καθιερωμένα πρότυπα η συμπεριφορά μας όλες τις ώρες της ημέρας από την πιο μικρή ηλικία μας γίνεται πια και κρυφός εκπαιδευτικός στόχος.  
 Το εκπαιδευτικό σύστημα λοιπόν πίσω από όλους αυτούς τους προβληματισμούς ουσιαστικά επιδιώκει να εφοδιάσει τους καπιταλιστές με ελεγχόμενους, καταρτισμένους ικανούς εργαζόμενους και συγχρόνως να δημιουργήσει μια νέα γενιά διαχειριστών και ελεγκτών της εργατικής τάξης, με τις κατηγοριοποιήσεις των σχολείων. Τα πλούσια ιδιωτικά ή δημόσια πρότυπα σχολεία εκπαιδεύουν μαθητές από νεαρή ηλικία να σκέφτονται τον εαυτό τους ως ηγέτες, που αξίζουν  την επιτυχία  περισσότερο από όλους τους άλλους
        Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να σκεφτούμε τους πραγματικούς στόχους των εκπαιδευτικών προγραμμάτων ή των καινοτομιών, όπως η χρησιμοποίηση της τεχνολογίας,  που προέρχονται από το κράτος, συνδέοντάς τους με τα ταξικά συμφέροντα. Κι επειδή οι  λαϊκοί αγώνες μπορούν να υποχρεώσουν την κυρίαρχη τάξη να υποχωρήσει στις απαιτήσεις των εργατικής τάξης, γι’ αυτό και ο αγώνας των εκπαιδευτικών δεν είναι αδιαχώριστος από τους αγώνες όλων των εργαζομένων.