Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ»



Αν και οι περίοδοι οικονομικής και πολιτικής κρίσης συντείνουν στην αναβίωση της στρατευμένης τέχνης δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως στις μέρες μας η καλλιτεχνική παραγωγή στο μεγαλύτερο μέρος της μας εμπλέκει στην πραγματικότητα της ζωής και  συντελεί στην πολιτικη διαλεύκανση –η  ταινία λοιπόν του Π. Βούλγαρη «Τελευταίο σημείωμα» μοιάζει σαν μια εξαίρεση. Κι επειδή ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη που βρίσκεται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση με το κοινό, τη διάθεσή  του και την οπτική του και μπορεί να λειτουργήσει ως αγωγός και ερμηνευτής της συλλογικής μνήμης και επομένως μπορεί να συντελέσει και στη διαμόρφωση συνειδήσεων, έχει ενδιαφέρον ποια οπτική της ιστορίας έχει μεταγραφεί κινηματογραφικά από τον σκηνοθέτη.
    Παρακολουθώντας κανείς την ταινία έχει την εντύπωση, ανεξαρτήτως της καλλιτεχνικής της αποτίμησης, πως επαναλαμβάνονται σύμβολα και «τύποι» εύκολα αναγνωρίσιμοι, με εύκολους αναγνώσιμους κώδικες, όπου κέντρο του περιεχομένου της ταινίας είναι μια  ευδιάκριτη προσέγγιση της ιστορίας που μοιάζει να συνάδει με τις δοξασίες για την κυριαρχία της ηθικής στην κοινωνικοπολιτική ζωή. Η κινηματογραφική ανασύνθεση του ιστορικού γεγονότος περισσότερο ευνοεί τη συναισθηματική προσέγγιση  και συνεισφέρει στην οπτικοποίησή του και λιγότερο σ’  έναν προβληματισμό για την πορεία της ιστορίας. Σ’ αυτό που επικεντρώνεται η ταινία βέβαια δεν είναι η  ρευστή υποκειμενικότητα του ήρωα, αλλά αυτό που μέσα στην πραγματικότητα παρουσιάζεται να έχει ένα χαρακτήρα αναμφίβολης βεβαιότητας για το υποκείμενο, η ηθική στάση του. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να συσχετιστούν οι ιστορικές καταβολές της φιλμικής αναφοράς με τις κοινωνικές προεκτάσεις τους στο σήμερα.
     Κι εδώ βρίσκεται η δυσκολία. Φυσικά είναι έργο τέχνης η ταινία. Όμως ο τρόπος που προσεγγίζεται το ιστορικό γεγονός, που  μοιάζει αν-ιστορικός αντιμετωπίζοντας τα πράγματα ως αμετάβλητα και στατικά αλλά κι αποσπασματικά και μερικά, είναι και ο τρόπος που το ερμηνεύει και συγχρόνως αποκαλύπτει και την ίδια την κοσμοθεωρία του δημιουργού που εμψυχώνει το δημιούργημά του.  
     Σ’  αυτήν την ταινία, όσο πιστή κι αν είναι στα γεγονότα, δίνεται η εντύπωση της σχηματοποίησης του πραγματικού και αν  διαβλέπονται οι αντιφάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας μάλλον γίνεται για να στρογγυλεύουν οι γωνίες. Στο περιθώριο κάτι ψελλίζεται για τη δράση των ταγματασφαλιτών, η ναζιστική θηριωδία απαλύνεται από τον λανθάνοντα συναισθηματισμό του ναζιστή διοικητή του στρατοπέδου.  Το βασικό αναλλοίωτο μοτίβο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται το έργο είναι η σύγκρουση του καλού με το κακό (και ποιο έργο δεν είναι ίσως) σ’ ένα όμως σχεδόν μεταφυσικό επίπεδο, που οι χαμηλοί τόνοι,  οι πολιτικοί υπαινιγμοί, η εκφραστική εγκράτεια υποβοηθούν. Η σχηματοποιημένη παρουσίαση αυτού του  αγώνα ανάμεσα στο καλό και το κακό ενσαρκώνεται στους ζωντανούς ανθρώπους της συγκεκριμένης εποχής αρκετά όμως  αποκαθαρμένους από την υλική πραγματικότητα (κι ίσως γι’ αυτό η πολιτική τους ταυτότητα σχεδόν δειλά ορίζεται, ακόμα και οι ναζιστές περισσότερο σαν ένστολοι ενσαρκωτές, γενικά κι αόριστα,  του κακού φαίνονται) στενεύοντας έτσι πολύ το πλάτος των συγκεκριμένων  γεγονότων.
    Ο ιδεαλιστικός φωτισμός στα γεγονότα περισσότερο αναδεικνύει το θρίαμβο της πνευματικής ελευθερίας, όταν ο ηθικός νόμος, που θεωρείται πως βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο και βρίσκεται σε σύγκρουση με αντίθετες και υπέρτερες δυνάμεις όπως το ένστιχτο της αυτοσυντήρησης ή και της ευδαιμονίας, βγαίνει ανίκητος θυσιάζοντας τη ζωή. Οι ήρωες της ταινίας είναι πραγματικοί, αλλά μάλλον παρουσιάζονται σαν να είναι απαλλαγμένοι από τα περισσότερα υλικά στοιχεία. ¨Οσο τους σφίγγει ο σιδερένιος κλοιός της βαναυσότητας των εχθρών που δεν τους αφήνει καμιά διέξοδο επιλογής χωρίς προδοσία της ηθικής τους τόσο η εσωτερική αντίσταση εγείρεται αδιάλλαχτη. Τόσο που ακόμα κι ο εχθρός στην πραγματικότητα είναι σαν να μην υπάρχει παρά στο βαθμό που προκαλεί  τις αγωνίες της συνείδησής τους και  τη μέχρι θανάτου υπεράσπιση της ηθικής τους. Και οι υπέροχοι ήρωες με αυτόν τον τρόπο μετατοπίζονται σε μια ζώνη ασφαλείας που η επιρροή τους πάνω μας είναι μάλλον συναισθηματική  βραχέος χρόνου και τελικά σαν να μην μας αφορούν. Κάποιοι, κάπου, κάποτε θυσιάστηκαν, τους θαυμάζουμε, αλλά δεν βρίσκουμε πώς τέμνονται οι ζωές μας με τις δικές τους.
   Και ξαναθυμόμαστε απλά μαθήματα διαλεκτικής λογικής, η οποία δεν αναφέρεται μόνο στις αντιλήψεις μας, τις προτάσεις μας αλλά και στο αντικείμενό τους το οποίο θεωρεί  συνολικά και εξελικτικά. Αποσαφηνίζοντας τις αντιφάσεις μιας κατάστασης η διαλεκτική δείχνει και τη διαδικασία με  την οποία ξεπερνιούνται και δημιουργούνται νέες, αναγνωρίζοντας ότι και  τα δικά της συμπεράσματα δεν είναι οριστικά. Κάθε ιστορική λοιπόν κατάσταση περιλαμβάνει τα στοιχεία και τις δυνάμεις που την αρνιούνται και οδηγούν στην υπέρβασή της. Η  αρνητική ή αντιφατική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην κατάφαση και στην άρνηση υπερβαίνεται και  δημιουργείται κάτι το ποιοτικά διαφορετικό ή κάτι το νέο ως προς τη σχέση θέσης και άρνησης.
   Θα τολμούσε λοιπόν κανείς να υποστηρίξει ότι αφήνεται να εννοείται σε τέτοιες δημιουργίες  υποφώσκουσα μια κακοποιημένη διαλεκτική, όπου η υπέρβαση και το ποιοτικά διαφορετικό δεν είναι άλλη από την αστική δημοκρατία. Ο δημιουργός με όχημα το συναίσθημα και κριτήριο την ηθική αντιθέτει τον κομμουνιστικό και ναζιστικό κόσμο. Παρουσιάζοντας τη σύγκρουση να γίνεται στο ηθικό πεδίο δίνεται η εντύπωση πως ακυρώνει το ναζισμό με τη μορφή που παρουσιάστηκε τότε, ενώ προκρίνει τον κομμουνισμό. Μόνο που αυτή η οπτική που αναγνωρίζει την ανωτερότητα της κομμουνιστικής προοπτικής μόνο στην ηθική στάση των υπερασπιστών της, στη θυσία της δικής τους ζωής για να την υπερασπιστούν, τελικά αφαιρεί έως ασφυξίας όλο το οξυγόνο από την κομμουνιστική ιδεολογία, οδηγώντας την στην αδράνεια. Και η απαίτηση  στην τελική από τους κομμουνιστές να τηρούν αναλλοίωτες και γενικά αποδεκτές ηθικές αρχές, που και η αστική δημοκρατία ενστερνίζεται,  δεν οδηγεί παρά στην αποδοχή, και χωρίς αμφισβήτηση, της καθιερωμένης ιδεολογίας που μέσα σ’ όλα καθιστά αποδεκτές και  τις ταξικές σχέσεις όπως έχουν διαμορφωθεί. Το επόμενο βήμα είναι αυτονόητο: κάθε ενέργεια των κομμουνιστών σε επαναστάσεις ή στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού που στρέφεται εναντίον εχθρών ή καταστρέφει δομές προηγούμενου καθεστώτος χαρακτηρίζεται  ως προδοσία ή παρέκκλιση. Αφαιρώντας τη δυνατότητα κάθε δράσης, που ξεφεύγει από τα όρια της αποδεκτής ηθικής, από τους κομμουνιστές τους ακυρώνει και αυτούς, μέσα από πιο πολυδαίδαλους δρόμους.
   Απομένει λοιπόν θριαμβεύουσα η αστική δημοκρατία που αποδέχεται το θαυμασμό προς τους κομμουνιστές, αρκεί με το ήθος τους να την υπερασπίζονται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: