Και ξεκίνησε στη βουλή η διαδικασία νομιμοποίησης των
ειλημμένων αποφάσεων που έχουν γίνει
αποδεκτές από την κυβέρνηση με την ψήφιση του μνημονίου. Στο επίκεντρο το
ασφαλιστικό, για πολλοστή φορά προβάλλεται σαν στόχος ο «εξορθολογισμός» του
από τους κυβερνώντες, ενώ η αναζήτηση ισοδυνάμων για διάφορα μέτρα όπως
για τη μη επιβολή ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση, ο καημός των ΜΜΕ, μοιάζει να μην καταλήγει πουθενά …σε κουβέντα
να βρισκόμαστε.
Ανάμεσα
στις διάφορες τέτοιες κουβέντες κάπου στο διαδίκτυο εντοπίστηκαν κι εκείνες που
αφορούσαν στην κατάργηση αδειών των περιπτέρων ή και αύξησης της φορολογίας
καπνικών σαν ισοδύναμα μέτρα του τρίτου μνημονίου. Καθώς κανείς αναρωτιέται ποιες
…μεγάλες μεταρρυθμίσεις προωθούνται μέσα από τις αλλαγές στη λειτουργία των
περιπτέρων, που ήδη ξεκίνησαν από το 2012, καταλήγει πως σπουδαιότερες είναι οι
κοινωνικές και οικονομικές σηματοδοτήσεις αυτών των αλλαγών.
Είναι, ή μάλλον ήταν, το
περίπτερο θεσμός κοινωνικός –οικονομικός –πολιτικός, και προϋπόθετε την αγαστή
συνύπαρξή των τριών αυτών δραστηριοτήτων που οδηγεί μοιραία στη συνηγορία της
ισχύουσας τάξης πραγμάτων. Γιατί στις πρώτες βασικές δομές και λειτουργίες του περιπτέρου
ανταποκρινόταν ένα σύστημα οργάνωσης του σαν έννοια, θεσμός και λειτουργία που
ήταν σε σχέση και άμεση εξάρτηση με την
κρατική πολιτική, κυρίαρχη και ανάλογη των χρόνων που το δημιούργησε. Κι
αντίστοιχα οι τωρινές αλλαγές
σηματοδοτούν τις αλλαγές στο είδος εξάρτησης από την κυρίαρχη πολιτική. Η
συρρίκνωσή τους ή κατάργησή τους και
αλλαγή του θεσμικού πλαισίου δεν σηματοδοτεί παρά το τέλος των υποσχέσεων για μικροαστικά αναπτυξιακά
όνειρα, το τέλος του πνεύματος συνεργασίας
πολιτικών και μικροαστικών πόθων.
Μετά τους βαλκανικούς πολέμους η δημιουργία
του περιπτέρου θεσμοθετήθηκε σαν
ανταμοιβή ηθική και υλική προς τα
θύματα και αναπήρους του πολέμου και των
οικογενειών τους. Κι έτσι η ύπαρξη των περιπτέρων συνδέεται με την κρατική προστασία και μέριμνα, και τις
μορφές που αυτή παίρνει, που αυξάνει τον αριθμό τους σε συνάρτηση πάντα με τις εκάστοτε πολεμικές συρράξεις και τα διαρκώς αυξανόμενα
πλήθη τραυματιών και θυμάτων πολέμου. Στις πρώτες λίστες τραυματιών –θυμάτων προστίθενται κι
αυτές από την νεώτερη ελληνική ιστορία,
των χρόνων ΄40-‘45, ‘45-‘49, των επιχειρήσεων εν Κορέα και εν Κύπρω, με τις επιλογές βέβαια του εκδικητικού μετεμφυλιακού κράτους. Επί ΠΑΣΟΚ
οι αποδέκτες της επέκτασης του ευεργετήματος ήταν οι κάθε είδους αποχρώσεων
αντιστασιακοί.
Το
περίπτερο μεταπολεμικά γίνεται επίκεντρο
επικοινωνίας και πληροφόρησης. Με την αγορά μιας σοκολάτας ξεκινούσε η
εκμάθηση της ανταλλακτικής –εμπορευματικής διαδικασίας και η συνειδητοποίηση
της αξίας και του κοινωνικού γοήτρου του
χρήματος από τη μικρή ηλικία. Στάθμιζε και καθόριζε συμπεριφορές με την έκθεση της
ζωής μας, με ενδείξεις και αποχρώσεις, στο
κουτσομπολιό, με τη συγκέντρωση πληροφοριών για κάποιο φάκελο στην Ασφάλεια.
Κέντρο ανταλλακτικών σχέσεων και αμφισήμαντων πληροφοριών. Ανάμεσα στην καθημερινότητά μας το περίπτερο μέσα σε
αξίες ανταλλακτικές και ανταλλάξιμες, μέσα από διαδικασίες καθημερινές, -τηλεφωνήματα
που γίνονταν από κει και συγχρόνως η μεταφορά της άποψής μας στο αυτί της Ασφάλειας, οι εφημερίδες που διπλώνονταν με τον τίτλο προς
τα μέσα-, εδραιώνονταν συνήθειες ικανές
να σακατεύουν ζωές και
συνειδήσεις κι έτσι δεχόμαστε αυτήν την καθημερινή παρέμβαση στη ζωή μας και στον
καθορισμό των συνειδήσεών μας με όσα επέλεξε και διαμόρφωσε η κυρίαρχη εξουσία μιας αστικής τάξης που ξαναστεκόταν
στα πόδια της.
Το περίπτερο, ένα μικρομπακάλικο, μια
μικρογραφία, προγονική σύλληψη της έννοιας των σούπερμάρκετ, απίθανο σε
ψιλολόγια, πρακτικό στη δομή και λειτουργικότητά του συντηρεί, χρηματοδοτεί και
προσπορίζει ένα σημαντικό αριθμό πολιτών ατόμων ελέω κράτους, πολιτικών μηχανισμών,
πολιτειακών θεσμών και προεκλογικών παροχών. Γιατί και για τη μεταπολεμική Ελλάδα το συνταξιοδοτικό αποτέλεσε
σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, πληγή
ανοικτή. Και βέβαια και οι πολεμικές
αποζημιώσεις. Ένα οικονομικά αδύναμο κράτος στην υπηρεσία μιας αστικής τάξης
που μόλις συνερχόταν από το τρόμο
της απώλειας της εξουσίας από τους κομμουνιστές, το μόνο ίσως που θα
μπορούσε να παρέχει ήταν, επιλεκτικά, άδειες λειτουργίες –στις μέρες μας είναι μια κατώτατη
σύνταξη αντί για προνοιακό επίδομα.
Το
περίπτερο σαν να αποτυπώνει σε μικρογραφία τη μικροαστική ζωή και τα
μικροαστικά όνειρα που καλλιεργήθηκαν μεταπολεμικά με την αντίστοιχη ταξική διαστρωμάτωση και τις μορφές
προσκόλλησης στην κυρίαρχη εξουσία με τα
αντίστοιχα ανταλλάξιμα. Η φράση που συνδέεται
με την διάρκειά και αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του είναι ενδεικτικό της
εικόνας που καλλιεργήθηκε να έχει ο
μικροαστός για τον εαυτό του, καταστάλαγμα
σε συσχετισμό με την αναπτυγμένη ατομικότητα της νεοελληνικής αντίληψης,
όταν η οικονομία στηριζόταν στη μικροϊδιοκτησία «Γιατί ανθούν τα περίπτερα,
γιατί μέσα χωρά μόνο ένας».
Κι είναι ακριβώς γι’ αυτό που μέσα από τους νόμους, τις παροχές,
ανακατανομές που αφορούν στα περίπτερα μπορεί να διακρίνει κανείς τη θλιβερή και
τραγική ιστορία ενός λαού, ηττημένου, έρμαιο του κρατικού οίκτου και με σαφείς
απαιτήσεις ελεημοσύνης και ανταλλαγών, είτε πληροφοριών, είτε αλληλοεκδουλεύσεων,
είτε αλληλοεκβιασμών.
Στην πολιτικοοικονομική ιστορία
του τόπου, μέχρι τις μέρες μας, η
έννοια της κρατικής ελεημοσύνης –παροχής
κυριαρχεί και πάλι, μετά την εξασθένιση του λαϊκού κινήματος και τη διάλυση του
κοινωνικού κράτους και διαιωνίζεται με διάφορες
μορφές – π.χ. εγγυημένο εισόδημα, κάρτα σίτισης κλπ. Και τώρα δεν στεγάζεται
πουθενά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου